Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

"Χωρίς αύριο ή ο μονόλογος ενός χρήστη" του Κωνσταντίνου Παλίλη


     Δεν μ’ ενδιαφέρει για ένα καλύτερο αύριο! Δεν υπάρχει καλύτερο αύριο για τους ανθρώπους. Όσο ζήσαμε… ζήσαμε, τώρα έχουμε μόνο χθες… ένα άθλιο χθες. Ένα χθες, όπου ό,τι ήταν διαφορετικό, το χλευάζαμε και το λιντσάραμε μέχρι θανάτου στο όνομα του φυσιολογικού. Άραγε τι είναι φυσιολογικό; Το να φοβάσαι το θάνατο; Να πιστεύεις στον Θεό; Να μην παίρνεις ναρκωτικά; Τι είναι; Ρωτάω! Αυτό είναι το καλύτερο αύριο που μου τάζετε; Περισσότερα θύματα; Ε, λοιπόν...
δεν θέλω ένα καλύτερο αύριο… Θέλω να ζήσω όσο καλύτερα μπορώ το τώρα. Θέλω να ζήσω ελεύθερος. Τ’ ακούτε; να ζω ελεύθερα την ζωή μου, δίχως τους δήθεν κανόνες καθωσπρεπισμού που έχει επιβάλλει η κοινωνία. Στην πραγματικότητα ένας είναι ο κανόνας «Αγάπη»! Αγάπη πραγματική… Ουσιαστική… Όχι σαν κι αυτή που λέει η εκκλησία που έφερε το σκοτάδι στους ανθρώπους… Γι’ αυτό σας λέω… Στόχος μου είναι να ζήσω ελεύθερος.  

(ψάχνει να βρει την φλέβα του, δεν την βρίσκει)  

     Ρε φιλαράκο βοήθησε με να την πατήσω γιατί δεν αντέχω άλλο τους πόνους. Βοήθα με ρε, τι κάθεσαι και με κοιτάς; Βοήθα με ν’ απαλλαγώ απ’ τους πόνους μου! Τόσο δύσκολο σου είναι να με βοηθήσεις να μη πονάω; Τι σου ζήτησα; Λεφτά; Να με βοηθήσεις με την σύριγγα να μην πονάω, αλλά δε σε νοιάζει αν ο πονάει ο συνάνθρωπος. Αυτό εννοούσε ο Χριστός με το «αγαπάτε αλλήλους»; Φαίνεσαι και γραμματιζούμενος! Καλά έκανα εγώ και σταμάτησα νωρίς το σχολείο. Ήξερα ότι στη ζωή δεν πάει μπροστά αυτός που διαβάζει αλλά αυτός που είναι περισσότερο χυδαίος… Ο ανήθικος, αυτός που πουλάει και την μάνα του για να πετύχει. Εγώ δυστυχώς την έχασα κι αυτή νωρίς και δεν έχω κάτι να πουλήσω. Γι’ αυτό και σταμάτησα το σχολείο νωρίς, το μέλλον μου ήταν καταδικασμένο! Εξάλλου δεν ξέρω αύριο αν θα ζω. Όπως πάει η ζωή μου χλωμό το βλέπω… 

     Εμένα ένα πράγμα μ’ αρέσει να κάνω… Να πηγαίνω στη θάλασσα! να κάθομαι μοναχός μου στο ψηλότερο βράχο και να βλέπω το απέραντο γαλάζιο… Μόνο αυτή με γαληνεύει,  μου θυμίζει την μάνα μου. Μάλλον επειδή είναι κι αυτή γυναίκα. Όταν κοιτάζω την θάλασσα ξεχνάω τα ναρκωτικά κι όλους τους κακούς ανθρώπους. Από μικρός θυμάμαι ότι μου άρεσαν δύο πράγματα… Η θάλασσα και το καλοκαίρι. Τα χαίρομαι, ρε παιδί μου, πώς να σας το πω; Θυμάμαι όταν ο πατέρας μου μεθυσμένος με σάπιζε στο ξύλο για να διαβάσω. Μάλιστα, μια φορά μου ‘χε σπάσει στην πλάτη μια ξύλινη καρέκλα γιατί έλεγε ότι τον έκανα ρεζίλι. Ξέρετε πού; Στα τσουλάκια που έφερνε σπίτι για να τα πηδήξει, πάνω στο κρεβάτι που κοιμόταν κάποτε η μάνα μου. Τάχα, πως ενδιαφέρονταν τότε οι κάργιες για το αν διάβαζα καλοκαιριάτικα. Αλλά κι εγώ… Πιστός στις ιδέες μου! απ’ το να διαβάζω, προτιμούσα να τρώω ξύλο και να το σκάω μετά πηδώντας απ’ το παράθυρο, να πηγαίνω στην θάλασσα και να της λέω τα παράπονά μου. Δεν βλέπω να συγκινείσαι… δεν πειράζει φιλαράκο… Εγώ θα την βρω την φλέβα… Αλλά να θυμάσαι ότι υπάρχει Θεός… Να σε ρωτήσω κάτι; Χριστιανός είσαι; Ακολουθείς κατά γράμμα τον λόγο του Κυρίου!  

(βρίσκει τη φλέβα του και κάνει την ένεση, παίρνει ένα λυτρωτικό ύφος) 

     Αχ! την βρήκα! θα σου αποδείξω όμως φιλαράκο ότι εγώ που δεν πιστεύω σε τίποτα, ούτε στο Θεό, ούτε στον άνθρωπο, είμαι καλύτερος Χριστιανός από σένα. Ορίστε, πάρε…  

(βγάζει απ’ την τσέπη του και του δίνει ηρωίνη) 

     Τι κοιτάς; «Ο έχων δύο χιτώνες να δίνει τον έναν», δεν είπε; Έλα πάρε… Καλά αφού δεν θες… Εγώ την καλή μου πράξη την έκανα πάντως…  

(βάζει την ηρωίνη πίσω στην τσέπη του)   

     «Άραγε είναι δύσκολη η ζωή;», με ρώτησε πριν δυο- τρεις μέρες ένα παιδάκι που ζητιανεύει τρία φανάρια πιο κάτω. Ένα κοκαλιάρικο που περίμενε να το λυπηθούν αυτοί που δούλευαν στο σουβλατζίδικο και να του δώσουν καμιά μισοφαγωμένη πίτα να φάει. Με ρώτησε ακόμα αν όταν θα μεγαλώσει θα συνεχίσει η ζωή του να είναι έτσι. Δεν ήξερα τι να του απαντήσω και ξέρετε γιατί; Επειδή ποτέ δεν μ’ ενδιέφερε αν είναι δύσκολη η ζωή. Πάντα δεχόμουν τα πράγματα όπως έρχονταν. Ή μάλλον καλύτερα πάντα έφευγα απ’ τα πράγματα όταν αυτά ερχόντουσαν. Βλέπω τα προβλήματα να καταφθάνουν και φεύγω από τόπο σε τόπο για να ξεφύγω κι όταν αυτά με ξαναβρίσκουν, φεύγω πάλι για άλλον τόπο! 

     Πριν πεθάνει η μάνα μου ήθελα να εξερευνήσω όλον τον κόσμο… Δεν είχα ακριβώς αυτό στο μυαλό μου, αλλά τι να κάνουμε; έτσι είναι η ζωή! Οι γονείς μου λένε ότι καταστρέφω τη ζωή μου έτσι. Ο πατέρας μου δηλαδή τα λέει… Η μάνα μου, όπως σας είπα, πέθανε, από καρδιά… Αλλά εγώ θυμάμαι τον μεθυσμένο πατέρα μου να την χτυπάει, να την βρίζει και ξαφνικά εκείνη να πέφτει κάτω μες στα αίματα και να μη σηκώνεται ξανά. Δεν το θυμάμαι ακριβώς… Το βλέπω όμως συχνά στα όνειρα μου… Και μου το λέει και η ίδια όταν προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί μου! Γι’ αυτό ξεκίνησα τα ναρκωτικά. Είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορώ να επικοινωνώ μαζί της… Και τώρα αυτή περιμένω. Να ‘ρθει να μου μιλήσει. Στον πατέρα μου λέω ότι έχει δίκιο, αλλά δεν μ’ ενδιαφέρει γιατί έτσι έτυχε να ‘μαι εγώ κι αυτός βάζει τα κλάματα. Κλαίνε καλύτερα… γιατί μαζί με τον πατέρα μου κλαίνε και όλες οι κατά καιρούς τσουλίτσες που φέρνει σπίτι για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Τώρα έχει σπιτώσει μια Βουλγάρα στην ηλικία μου, η οποία του τρώει τα λεφτά με αριστουργηματικό τρόπο! Μέχρι και το παιδί της έχει φέρει... Καημένο κι αυτό… Μόλις πέντε χρονών! Να σας πω ένα μυστικό; Πολλές φορές έχω ονειρευτεί, πως γυρνάω στο σπίτι και είναι αυτή μόνη της με το νυχτικό και με προκαλεί να την πηδήξω, εγώ την πηδάω και μπαίνει μέσα ξαφνικά ο πατέρας μου μ’ ένα όπλο και την σκοτώνει. Προχθές τους είπα «φεύγω για κανά μήνα» κι άρχισαν τα κλάματα.  Έκλαιγαν ρε… έκλαιγε ο πατέρας μου… έκλαιγε και το τσουλί, δήθεν για να το παίξει καλή. Αυτή στην πραγματικότητα παρακαλάει να πεθάνω… Μου το ‘χει πει. Μετά με ρώτησαν αν θέλω να πεθάνω και μόλις τους είπα «όχι», με ρώτησαν «πώς θέλεις να ζήσεις». Όπως γουστάρω ρε… όπως γουστάρω θα ζήσω… Γουστάρω να ζω μέσα στον βούρκο… Τι σας κόφτει εσάς; Γουστάρω να μη ξέρω τι μου ξημερώνει αύριο… Δεν υπάρχει το αύριο, είναι μια ουτοπία… Χειρότερο κι απ’ τα ναρκωτικά. Άρα γιατί να με νοιάζει; Και μετά με ρωτάνε αν δεν φοβάμαι τις συνέπειες… Τους λέω πάλι «όχι» και με ρωτάνε ξανά αν θέλω να πεθάνω… Όχι ρε, δε θέλω να πεθάνω, αλλά απ’ την άλλη ίσως να ‘ναι και η μοναδική λύτρωση… Να ξεφύγω ολοκληρωτικά, απ ‘όλους τους εφιάλτες μου. 

     Δεν ξέρω αν θέλω να πεθάνω ή αν θέλω να ζήσω, μπορεί να μου τη βιδώσει αύριο και ν’ αυτοκτονήσω. Μπορεί να κλέψω και να με πιάσουν και να με πάνε φυλακή… Μπορεί να σκοτώσω τον πατέρα μου και να με κλείσουν στο ψυχιατρείο… Έτσι θα του κάνω και την χάρη! Ίσως να μου την δώσει και να κάνω εγχείρηση αλλαγής φύλλου, έτσι για να δω την άλλη πλευρά της ζωής! Λίγες είναι οι φορές που έκατσα να με πηδήξει άντρας για να πάρω λεφτά, να πάρω την δόση μου ή για να μου δώσει την δόση μου; Ίσως πάθω καρκίνο… Ίσως κολλήσω AIDS… Ίσως κι εγώ δεν ξέρω τι… 

(τον παίρνει ο ύπνος καθιστός, γέρνει το κεφάλι του, πριν το χτυπήσει κάτω το σηκώνει)

     Μαμά; ήρθες μαμά; ήμουν σίγουρος! το ‘ξερα ότι θα ‘ρθεις… Όπως ξέρω και ότι δεν σε σκότωσε ο μπαμπάς, ούτε έπαθες καρδιακό, ξέρω όλη την αλήθεια. Αυτοκτόνησες γιατί σε έπιασε ο μπαμπάς να πηδιέσαι με πελάτη στο σπίτι, πάνω στο κρεβάτι σας! Ήταν παντρεμένος έντεκα χρόνια με μια πουτάνα… Πού ξανακούστηκε; δάσκαλος παντρεμένος με μια πουτάνα! Ο ρεζίλης του χωριού, όλοι οι βλάχοι είχαν πάει με την γυναίκα του. Κι εγώ συνέχεια ρωτούσα… «Γιατί μαμά έχεις συνέχεια καλεσμένους όταν λείπει ο μπαμπάς;» Όχι μανούλα μου, μη φεύγεις, δεν σε βρίζω. Εγώ σ’ αγαπάω… θυμάσαι που μου τραγουδούσες μωρό για να ησυχάσω όταν έκλαιγα… 

(αρχίζει και τραγουδάει ένα νανούρισμα)

«Κοιμήσου αγγελούδι μου
παιδί μου νάνι-νάνι
να μεγαλώσεις γρήγορα
σαν το ψηλό πλατάνι
να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό
για να σε πάντα μες στον δρόμο τον καλό
κοιμήσου αγγελούδι μου
γλυκά με το τραγούδι μου»







Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Παλίλης - φοιτητής Tabula Rasa

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου