Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

"Κρίσιμη παρτίδα" της Σταυρούλας Δάμπαλη

«Ε, ε, τα ρέστα μου!!! Ε, που πας; Ε, περίμενε, σου λέω! Άτιμε βαρκάρη, δε θα σε ξαναπετύχω; Θα στο ‘ξηγήσω τ’ όνειρο!» 
«Δε βλέπει όνειρο…»
«Τι;»
«Δε κοιμάται ποτέ. Άρα, δεν βλέπει όνειρο.»
Ο κ. Νεκρός γύρισε διστακτικά το κεφάλι του προς τα εκεί που ακουγόταν αυτή η τόσο σταθερή και γεμάτη σιγουριά φωνή. Έκπληκτος διαπίστωσε πως δεν ήταν μόνος εκεί, όπως περίμενε, αλλά...
με έναν νεαρό, γύρω στα τριάντα, που μάλιστα βρισκόταν ήδη καθισμένος πλάτη σ’ αυτόν και κοιτούσε με απερίγραπτη προσήλωση μια ημιτελής παρτίδα “πλακωτού”. Φαινόταν ιδιαίτερα σκεπτικός και τόσο συγκεντρωμένος. Ο κ. Νεκρός τον πλησίασε και στάθηκε αμίλητος ακριβώς από πάνω του, καθώς βρισκόταν σε δίλημμα αν έπρεπε να τον διακόψει και να του κάνει ένα σωρό ερωτήσεις που στριφογυρνούσαν στο μυαλό του ή να σιωπήσει και να περιμένει την δική του αντίδραση.
«Άγγελος Κυρίου», αποκρίθηκε ο άντρας κουνώντας παράλληλα ένα πούλι στο τάβλι.
Ο κ. Νεκρός ξαφνιάστηκε, καθώς, σαν να διάβασε τη σκέψη του ο άντρας είχε απαντήσει σε μία από τις κύριες ερωτήσεις του σχετικά με το ποιος είναι και ταυτόχρονα αναθάρρυνε. Ο λόγος του τον έβγαλε απ’ το δίλλημα στο οποίο βρισκόταν κι έτσι τώρα θα μπορούσε με περισσότερη άνεση να ζητήσει τις απαντήσεις που χρειαζόταν για τις τόσες απορίες του. Σχηματίζοντας λοιπόν ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό του και προεκτείνοντας το χέρι του συστήθηκε κι αυτός με τη σειρά του.
«Γεώργιος Νεκρός!»
«Το ξέρω», είπε ο άντρας κι αμέσως σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την ακριβώς απέναντι καρέκλα. 
«Σε περίμενα. Τάβλι ξέρεις;»
Ο κ. Νεκρός ανασήκωσε τους ώμους του. Το τάβλι είναι ένα παιχνίδι με το οποίο δεν είχε ασχοληθεί ποτέ στην ζωή του. Πάντα κάτι τον απέτρεπε απ’ αυτό. Πάντα κάτι συνέβαινε και τον εμπόδιζε να παίξει. Λες και μια δύναμη του έβαζε τρικλοποδιές όποτε η ζωή τον έφερνε πρόσωπο με πρόσωπο με το συγκεκριμένο παιχνίδι. Ίσως όμως τώρα αυτή η δύναμη να είχε ηττηθεί. Ίσως τώρα ήταν η ευκαιρία που έπρεπε να αρπάξει για να ζήσει επιτέλους κι αυτήν την εμπειρία. Έτσι πήρε την πρωτοβουλία και κάθισε στην καρέκλα που βρισκόταν μπροστά του και με περισσή πολυλογία άρχισε να εξηγεί στον Άγγελο όλα τα περιστατικά που του είχαν συμβεί στην μέχρι τώρα ζωή του και είχαν να κάνουν με τη λέξη “τάβλι”, ξεχνώντας μονομιάς φυσικά τις όποιες απορίες είχε μέχρι στιγμής. Αυτός τον άκουγε υπομονετικά και παράλληλα έστρωνε μια νέα παρτίδα με απώτερο σκοπό να του μάθει αυτό που μια ολόκληρη ζωή δεν κατάφερε να του μάθει κανείς άλλος. Σ’ ένα διάλειμμα που έκανε ο κ. Νεκρός για να πάρει ανάσα, άρπαξε την ευκαιρία, του εξήγησε τους κανόνες των τριών βασικών παιχνιδιών – πόρτες, πλακωτό, φεύγα – και του παρέδωσε τα ζάρια δίνοντας του το προβάδισμα να παίξει πρώτος στο δικό του αγαπημένο παιχνίδι, το πλακωτό .
«Εξάρες!», αναφώνησε με χαρά μικρού παιδιού ο κ. Νεκρός όταν συνειδητοποίησε πως η πρώτη κιόλας του ζαριά ήταν η καλύτερη που θα μπορούσε να φέρει. Η χαρά του όμως πάγωσε απότομα όταν ο Άγγελος τον πληροφόρησε πως αυτή η ζαριά δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη λεγόμενη “τύχη του πρωτάρη” και τον συμβούλεψε να μην επαναπαυθεί. Η παρτίδα που μόλις είχε ξεκινήσει δεν ήταν μια συνηθισμένη παρτίδα παιχνιδιού κι αυτό είναι κάτι που ο κ. Νεκρός δεν είχε αντιληφθεί ακόμα.
«Λοιπόν;» είπε ο Άγγελος δείχνοντας ενδιαφέρον προς το νέο του συμπαίκτη. «Μίλησε μου για σένα.»
Ο κ. Νεκρός δεν ήθελε και πολύ για να ξεκινήσει να περιαυτολογεί, άλλωστε μια ζωή αυτό ήταν και το αγαπημένο του χόμπι. Έτσι άρχισε να μιλάει και να μιλάει και να μιλάει… ασταμάτητα. Έλεγε για κατορθώματα και άθλους. Επιτυχίες και αποτυχίες. Συμβάντα που προκάλεσε αυτός και συμβάντα που τον στιγμάτισαν άθελά του. Κι ο Άγγελος άκουγε και πολλές φορές τον διέκοπτε μάλιστα με διάφορες ερωτήσεις θέλοντας να μάθει ακόμα περισσότερα γι αυτόν. Και η παρτίδα στο τάβλι συνεχιζόταν, πότε υπέρ του ενός και πότε του άλλου. 
«Μα τι παιχνίδι είναι αυτό;!» κραύγασε ο κ. Νεκρός λες και βρισκόταν σε κατάσταση έκστασης. 

«Εκεί που το ‘χω, εκεί το ‘χάνω! Εκεί που είμαι τυχερός, εκεί όλα παίρνουν στροφή 180 μοιρών!»
Ο Άγγελος χαμογέλασε πονηρά. Αυτός ήξερε γιατί συνέβαινε αυτό. Τα ζάρια δεν ήταν απλά συνηθισμένα ζάρια και τα πούλια δεν ήταν αυτό που φαινόταν αλλά ιδιαίτερα πούλια που ανάλογα με τις κινήσεις τους ωθούσαν τον… “συμπαίκτη” όλο και πιο κοντά στο κατώφλι του Παραδείσου ή της Κολάσεως. Ανάλογα πάντα με αυτά που διηγούνταν και με το κατά πόσο ήταν αλήθεια ή ψέματα… Αυτό όμως είναι κάτι που δίκαια ή άδικα δεν γνώριζε ο κ. Νεκρός κι έτσι συνέχισε να μιλάει και να μιλάει και να μιλάει… 
Οι ώρες περνούσαν και η παρτίδα δεν τελείωνε κι ο κ. Νεκρός δεν παραπονιόταν. Αντιθέτως το διασκέδαζε αφάνταστα. Κι ούτε παραξενευόταν καθώς ήταν η πρώτη του φορά που ασχολιόταν μ’ αυτό το παιχνίδι και δεν γνώριζε τα συνηθισμένα χρονικά του όρια. Ώσπου έφτασε η στιγμή που το τέλος πλησίασε. Τελευταία ζαριά θα έριχνε ο κ. Νεκρός κι αυτήν θα εξαρτιόταν ο νικητής της παρτίδας.
«Έξι, τέσσερα!» πανηγύρισε μόλις τα ζάρια έδειξαν τα αντίστοιχα νούμερα. 
«Νίκησα!», συνέχισε μη μπορώντας ούτε ο ίδιος να πιστέψει πως όχι μόνο είχε καταφέρει να μάθει τάβλι αλλά είχε νικήσει κιόλας αυτόν που του το έμαθε, τον δάσκαλό του! Ήταν τόσο χαρούμενος και τόσο περήφανος για τον εαυτό του. Χοροπηδούσε σαν καγκουρό από εδώ και από ‘κει και ζητωκραύγαζε λες και αυτή η νίκη ήταν το πιο πολυπόθητο όνειρό του. Ο Άγγελος τον κοίταζε στεναχωρημένος και γεμάτος συμπόνια, χωρίς να βγάλει λέξη. 
«Ελα, μη στεναχωριέσαι», είπε ο κ. Νεκρός μόλις αντιλήφθηκε την ψυχολογική κατάσταση του πρώην συμπαίκτη του. 
«Τώρα που γνωριστήκαμε θα παίζουμε συχνά και που ξέρεις… ίσως με νικήσεις κι εσύ κάποια στιγμή…» συνέχισε χαμογελώντας ακόμα πιο δυνατά.
«Δε θα ξαναπαίξουμε. Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία σου παρτίδα…»
«Γιατί;» αναρωτήθηκε έκπληκτος ο κ. Νεκρός ενώ σταμάτησε απότομα τους πανηγυρισμούς του.
«Η παρτίδα αυτή ήταν κρίσιμη για σένα κι ας μην το ήξερες… Και το ότι νίκησες δεν ήταν παρά μια τελευταία χαρά που σου προσέφερε… το Αφεντικό για να έχεις να θυμάσαι κάτι όμορφο πριν πας…»
Ο τρόμος είχε ζωγραφιστεί ήδη στο πρόσωπο του κ. Νεκρού και τα αισθήματα χαράς μετατράπηκαν αυτομάτως σε αγωνία. Τι εννοούσε ο Άγγελος; Που βρισκόταν; Ποιος είναι το λεγόμενο “Αφεντικό”; Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε την αίσθηση πως απλώς βρισκόταν σ’ ένα νησί… που τον παράτησε άδικα ένας βαρκάρης ενώ μάλιστα του είχε πληρώσει κιόλας εισιτήριο! Ο κ. Νεκρός άρχισε να ρίχνει σαν βροχή ερωτήσεις στον Άγγελο κι αυτός απλά του εξήγησε τα πάντα. Του είπε πως κάποιες ώρες νωρίτερα βρισκόταν σ’ ένα μπαρ και ήπιε πολύ. Πάρα πολύ. Σε σημείο που με το ζόρι περπατούσε. Παρ’ όλ’ αυτά, πήρε το αυτοκίνητό του για να πάει σπίτι κι έτσι έγινε η αιτία να προκληθεί ένα πολύνεκρο τροχαίο. Οκτώ άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένου κι αυτού, έφυγαν από τον κόσμο των ζωντανών και μεταφέρθηκαν σ’ άλλη γη, καλή ή κακή, ανάλογα με το μέχρι τώρα βίο τους. Κι όπως ο κ. Νεκρός έπαιξε παρτίδα τάβλι μαζί του έτσι και οι υπόλοιποι εφτά έπαιξαν ανάλογη παρτίδα με κάποιους άλλους Αγγέλους Κυρίου. Ο κ. Νεκρός δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει αυτά που άκουσε. Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια. Δεν μπορεί να είναι… νεκρός…
«Και που είναι οι άλλοι εφτά;» βιάστηκε να ρωτήσει, έχοντας κατά βάθος μέσα του την ελπίδα πως όλα αυτά που άκουσε ήταν ψέματα. Ο Άγγελος, χωρίς να απαντήσει, έστρεψε το βλέμμα του δεξιά και το ίδιο ακριβώς ακολούθησε και ο κ. Νεκρός. Είδε εφτά ανθρώπους, τρεις γυναίκες, δύο άντρες και δύο παιδιά, να τον κοιτάζουν στεναχωρημένοι.
«Ποιοι είναι αυτοί;»
«Πήγαινε. Σε περιμένουν. Πρέπει να φεύγετε σιγά-σιγά»
«Να φύγουμε, να πάμε που;»
«Εμείς απλά θα μεταφέρουμε στο Αφεντικό τη γνώμη μας για σας. Το που θα καταλήξετε είναι δική τη Του απόφαση… Εγώ απ’ τη μεριά μου, θα κάνω ότι καλύτερο μπορώ… Αλλά πήγαινε. Μην τους καθυστερείς άλλο…»
Ο κ. Νεκρός χαμήλωσε το κεφάλι και κατευθύνθηκε προς τους εφτά άγνωστους συνταξιδιώτες του. Μια παρτίδα τάβλι είχε καθορίσει το μεταθανάτιο μέλλον του και το μόνο που ευχόταν ήταν η νίκη του να του προσφέρει σωτηρία και όχι… κόλαση.


Συγγραφέας: Σταυρούλα Δάμπαλη - φοιτήτρια Tabula Rasa


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου