Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

"Το τέλειο σπίτι" του Μάνου Μπάρτη

     Ο Λεωνίδας είναι φανατικός εργένης. Στα 35 του πια, καταφέρνει με πολύ κόπο και αγωνία να τελειώσει το σπίτι των ονείρων του. Ένα σπίτι στο βουνό. Εντελώς απομονωμένο από τον κόσμο. Για να πάει κάποιος εκεί πρέπει να έχει απαραίτητα αυτοκίνητο.
     Από τη διαδρομή κιόλας, καταλαβαίνει πως πρόκειται για ένα εντελώς ξεχωριστό σπίτι. Νιώθει το τράνταγμα του αυτοκινήτου στο χωματόδρομο. Το μόνο που μπορεί να δει...
είναι τα δέντρα που αγκαλιάζουν το δρόμο ενώ περνά ενδιάμεσα. Μπορεί να γευτεί την φθινοπωρινή βροχούλα, που ανακατεύεται ελαφρά με το χώμα. Το ρυάκι δίπλα του, του γαργαλάει τα αφτιά, ενώ η μυρωδιά από το καυτό ψωμί που μόλις αγόρασε, του σπάει τη μύτη.
     Φτάνει στο σπίτι. Ένα μικρό σχετικά σπιτάκι, με τεράστια αυλή. Μόλις που φτάνει εκεί το ηλεκτρικό και το τηλέφωνο. Ενώ για νερό, πρέπει να προμηθεύεται από το βυτιοφόρο της περιοχής, κάθε μήνα. Το οίκημα είναι με τσιμεντένιους τοίχους, και ξύλινη επένδυση από μέσα. Έχει κεραμίδια και τζάκι. Μπαίνοντας μέσα, βλέπει δεξιά το γραφείο του. «Εκεί θα γράφω τα αριστουργήματά μου», σκέφτεται… Αριστερά, το τζάκι. Δίπλα η τηλεόραση και απέναντί τους ένας παλιός, αλλά πολύ όμορφος κόκκινος καναπές. Μπροστά του ένα μικρό τραπεζάκι, πάνω στο οποίο έχει τοποθετήσει ένα γυάλινο σκάκι! Πιο μέσα, η κουζίνα του. Εκεί είναι και το τραπέζι με τρεις καρέκλες. Δεξιά, μετά το γραφείο, μια πόρτα που οδηγεί στην κρεβατοκάμαρά του και το μπάνιο. Δίπλα στο γραφείο του, ένα παράθυρο που έβλεπε μπροστά από το σπίτι.
 
     Η απόλυτη απομόνωση και ησυχία που χρειάζεται ένας συγγραφέας! Αυτό είναι και το όνειρό του. Το πραγματοποίησε μετά από κόπους μιας ζωής… Το πρόσωπό του λάμπει από ευτυχία, η καρδιά του πάει να σπάσει. Έχει ιδρώσει, παρά τη βροχούλα. Ένα μικρό θέμα με την υγρασία, ίσως να το έχει, αλλά δεν τον νοιάζει. Το μόνο που θέλει, είναι να είναι στο σπίτι του. Εκεί, και μόνο εκεί! Να κάθεται με τις ώρες να γράφει, χωρίς να τον ενοχλεί κανένας! 
     Αυτό ξεκινάει να κάνει ευθύς αμέσως… Να δοκιμάσει το νέο του γραφείο. Αν και κουρασμένος από τη μετακόμιση. Αν και έχει ήδη πάει 23:30, βγάζει τη νέα του πένα, κάθεται και γράφει την πρώτη του λέξη στο χαρτί: «Νύχτα!!! Μια κραυγή από λύκο ακούστηκε κοντά στο νέο σπίτι του Μάνου.» Μια κραυγή ακούγεται κοντά και στο νέο σπίτι του Λεωνίδα. «Ωραία! Μπαίνω και πιο εύκολα στο βιβλίο μου…», μονολογεί. Συνεχίζει το γράψιμο… «Ο Μάνος καθόταν αμέριμνος στο γραφείο του και συνέχισε να γράφει. Μια δυνατή βροντή, τάραξε το γράψιμό του…» Μια δυνατή βροντή, ακούγεται εκείνη τη στιγμή και τον ταράζει. «Είπαμε να μπω στο θέμα, αλλά όχι κι έτσι! Με κοψοχόλιασες…» είπε κοιτώντας ψηλά, έξω από το παράθυρο. «Ο Μάνος, κουρασμένος όπως ήταν, είπε να σταματήσει, αλλά κάτι τον τραβούσε να γράφει. Μια ανεξήγητη δύναμη! Όταν ξαφνικά, άναψε μόνο του το τζάκι πίσω του.» Το τζάκι πίσω από τον Λεωνίδα, ανάβει μόνο του. Ο Λεωνίδας νιώθει την ζέστη και γυρίζει να δει. Τρομοκρατημένος κοιτάει την πένα του. Την πετάει μέσα στο τζάκι να καεί. Πάει κοντά! Είχε καεί. «Ουφ», μονολόγησε, «αύριο θα χρειαστώ νέα πένα.» 
     Γυρίζει στο γραφείο του και την βλέπει μπροστά του. Την πιάνει κι εκείνη κολλάει στο χέρι του. Ο Λεωνίδας τρομοκρατείται. Προσπαθεί να την πετάξει. Δεν μπορεί. Τον τραβάει στο χαρτί. Με το άλλο χέρι προσπαθεί να πετάξει το χαρτί που έγραφε. Δεν τα καταφέρνει. Η πένα αρχίζει να γράφει μόνη της: «Ο Μάνος ήθελε να τελειώσει το διήγημά του με κάθε τρόπο. Ακόμα κι αν θυσίαζε τον ίδιο του τον εαυτό. Την ψυχή του.» Κρύος ιδρώτας λούζει τον Λεωνίδα, που κοιτάει έντρομος πια το χαρτί. «Δεν ήθελε τίποτε άλλο στη ζωή του, από το να μπει μέσα στα γραπτά του και να τα καταλάβει. Να καταλάβει γιατί ο κόσμος δεν τα πίστευε τόσο, όσο θα ήθελε εκείνος.» Ο Λεωνίδας αρχίζει να φωνάζει: «Όχι! Τα πιστεύει… Άσε με… Θέλ……» Το στόμα του κλείνει. Δε μπορεί να μιλήσει. Δε μπορεί να κοιτάει αλλού! Μόνο να γράφει. «Το χαρτί ξαφνικά σχίστηκε στα δύο. Άνοιξε και…» Το ρολόι χτυπάει 00:00 ακριβώς! Ο Λεωνίδας το κοιτάει… Κοιτάει το χαρτί. «ο Μάνος εξαφανίστηκε…»!!!

Συγγραφέας: Μάνος Μπάρτης – φοιτητής Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου