Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

"Tα τρία γουρουνάκια" της Ηρώς Μπέη



     «Είμαι ο καλός λύκος, γνωστός ως κακός. Ξέρω ότι κανείς δε θα με πιστέψει. Είναι να μη σου βγει το όνομα τελικά. Θα σκεφτεί κανείς, γιατί θέλω να μιλήσω τότε; Έτσι, τουλάχιστον θα ξέρω ότι προσπάθησα μια φορά να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, να τα έχω καλά εγώ με μένα. Επίσης, ίσως καταφέρω, έστω και μερικούς, να βλέπουν τα πράγματα από όλες τις πλευρές…ή από όσες περισσότερες μπορούν και έτσι να διορθώνουν και να διορθώνονται. Πάνω από όλα όμως χρωστώ να το κάνω αυτό για τη μνήμη της Γλυκερίας.

      Γεννήθηκα σε ένα χωριό λύκων στο βουνό Σαμόνος. Πολύ παλιά, θυμάμαι...
ο πατέρας μου μαζί με τους πιο δυνατούς της αγέλης, έψαχναν πάντα για το φαί. H μητέρα μου, μαζί με τη μητέρα της αγαπημένης μου, φρόντιζαν τα σπίτια και τα μικρά λυκάκια, σαν εμένα και τη Γλυκερία. Τι όμορφη που ήταν! Την αγάπησα από τη πρώτη δαγκωματιά. Ήμασταν στο λύκειο τότε που δώσαμε τους όρκους αγάπης μας. Ήταν η ίδια εποχή που τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Ο πατέρας κι η αγέλη δεν έβρισκε φαί. Πεινούσαμε πολύ, αλλά παρόλα αυτά δε μιλούσαμε, γιατί δε μπορούσαμε να τα βάλουμε με τα γουρούνια. Σ αυτά τα χοντρά βρομιάρικα ζώα ανήκει το βουνό ολόκληρο. Ήταν πιο πονηρά από τους λύκους, γι αυτό και κατάφεραν να κάνουν δικό τους, ότι υπάρχει πάνω στη φύση του βουνού Σαμόνος. Έτρωγαν πολύ και όσο έτρωγαν, τόσο πάχαιναν και ζητούσαν παραπάνω. Την πρώτη φορά που ήρθαν, τα αφήσαμε να φάνε από τη περιοχή μας, γιατί τα λυπηθήκαμε που ήταν ισχνά και είχαν το απαλό ροζ της αρρώστιας. Μετά ένιωθαν ότι εκείνα τα μέρη ήταν δικά τους, επειδή αυτά έτρωγαν εκεί και εμείς -οι γονείς μας δηλαδή- δεν είπαμε τίποτα, γιατί ήταν λίγα και εμείς πολλοί και δεν μπορούσαν να κάνουν κακό σε τόσο κόσμο. Έτσι νομίζαμε. Στα τελευταία χρόνια όμως, μας έκαναν ότι ήθελαν, μας έβαλαν φόρους που δε μπορούσαμε να πληρώσουμε και χάναμε σιγά-σιγά τα σπίτια μας. Ο πατέρας των τριών γουρουνιών ήταν αρχιτέκτονας και πολύ πλούσιος. Χάσαμε το σπίτι, που όλοι οι παππούδες μας περνούσαν από γενιά σε γενιά μέσα σε ένα βράδυ, τότε απογοητεύτηκα. Δε θα έκανα όμως, ποτέ κακό σε κανέναν, ούτε να λογομαχήσω δε μπορούσα. Εμείς τρώγαμε από τα σκουπίδια των άλλων ζώων του δάσους και κοιμόμασταν στα δέντρα. Ακόμα αντέχαμε. 

     Τα τρία γουρουνάκια μεγάλωσαν και ο πλούσιος πατέρας τους, τους έμαθε να εκμεταλλεύονται τα ζώα του δάσους, ώστε να ζήσουν καλά. Έχτισαν τρία σπίτια με εργατικές μέλισσες, μυρμήγκια, κι άλλα μικρά ζωάκια. Ναι, αυτά τα ζώα ήταν μικρά μα χιλιάδες και σε λίγο χρόνο έγιναν τρεις βίλες. Δεν ήξερα ότι μόνο μία χρησιμοποιούσαν τελικά, μετά το έμαθα, όταν αγανακτισμένος πλέον, πήγα να ζητήσω εξηγήσεις για τα προβλήματα που έφεραν στο λαό μου.

     Είδα μια μέρα τη Γλυκερία μου να κλαίει. Τι ρώτησα τι έχει και εκείνη μου είπε πως η μητέρα της δεν άντεξε την πείνα και πήγε στους ουρανούς. Για να μη πεινάσει η κόρη της δεν έτρωγε εκείνη και δε το έλεγε σε κανέναν. Την αγκάλιασα και πήρα δύναμη από αυτήν, της υποσχέθηκα να αλλάξω τον τρόπο που ζούμε. Έτσι πήγα στην αχυρένια βίλα που ήταν το εξοχικό τους και εφόσον ήταν καλοκαίρι πίστεψα πως θα τους βρω εκεί. Δεν ήταν κανένα γουρουνάκι. Ήταν όμως πολλοί άλλοι που τους νόμιζα χαμένους. Ήταν ένα εργαστήριο. Έμοιαζαν με υπνωτισμένα τα ζώα, έκαναν κάτι πολύ περίεργο. Δεν ήξερα τι ήταν, έβλεπα μόνο τα κενά μάτια και καταλάβαινα ότι δεν νιώθουν πλέον. Τι να πέρασαν για να βρεθούν σε αυτή τη κατάσταση; Από την τρέλα της στιγμής, βλέποντας τους παλιούς γνωστούς μου να μοιάζουν με ρομπότ, άρχισα να φωνάζω. Κανείς δε μου έδινε σημασία. Με κοιτούσαν με απορία και μου έλεγαν να φύγω. Δε τους άκουσα. Είχε κάμερες εκεί και με είδαν τα γουρουνάκια και έφεραν αστυνομικούς να με συμμορφώσουν. Έφυγα χωρίς να καταλάβω τι ήταν αυτό το μέρος και τι έπρεπε να κάνω. Ένιωθα όμως, πως έπρεπε να συνεχίσω. Την επόμενη μέρα πήγα με ένα φίλο μου στη ξύλινη βίλα. Ήθελα να ρωτήσω τα γουρουνάκια τι γίνεται. Μόνος μου φοβόμουν. Αυτά δεν ήταν ούτε εκεί. Ήταν άδειο και σκέφτηκα να μπω κρυφά μέσα. Θυμόμουν ότι μπορεί να είχε κάμερες και έψαξα, αλλά δε βρήκα και μπήκα μόνος μου, γιατί ο φίλος μου φοβήθηκε και επέστρεψε στα δέντρα. Μέσα δεν είχε κάτι περίεργο, μέχρι τη στιγμή που καταλάθος πήγα να ρίξω έναν πίνακα και άνοιξε μια καταπακτή. Μέσα είχε πολύ χρυσάφι. Όσο θα έφτανε να ταΐσει όλα τα βουνά, όχι μόνο το Σαμόνος. Δεν καταλάβαινα γιατί τα γουρουνάκια ήταν τόσο πλεονέκτες. Τότε σκέφτηκα τον άδικο χαμό της λύκαινας μαμάς της Γλυκερίας και νευρίασα πραγματικά. 

     Όταν γύρισα πίσω η Γλυκερία είχε χαθεί. Έψαξα παντού και δεν τη βρήκα πουθενά. Η ζωή μου δεν είχε νόημα πια. Θα έκανα τα πάντα για να τη βρω ζωντανή. Φαντάστηκα πως θα την απήγαγαν αυτά τα κακά γουρουνάκια και πήγα στη τρίτη βίλα από τούβλα. Δεν είχα άδικο ήταν εκεί, τη μύριζα. Όμως δε μπορούσα με τίποτα να μπω εκεί μέσα. Γύρω-γύρω είχε αστυνομικούς και όλα ήταν καλά ασφαλισμένα, έτσι μπήκα από την καμινάδα. Πρώτη φορά σκεφτόμουν με πονηριά. Έπεσα μέσα και την είδα δεμένη. Τους παρακάλεσα να την αφήσουν και να κάνουν ότι θέλουν με μένα. Κι αυτό έκαναν. Με έβραζαν σε ένα καζάνι. Λίγο πριν καταρρεύσω με άφησαν ελεύθερο. Γύρισα στο χωριό και ένιωθα τόσο αδύναμος. Όμως η Γλυκερία δεν ήταν εκεί. Μου είπαν ψέματα! 

     Ακόμα ψάχνω γι αυτήν. Δε με νοιάζει που με περνάν όλοι για κακό, με πειράζει που αφήνουν τα γουρουνάκια ακόμα και τώρα, που ξέρουν τι κακό κάνουν, να μας βασανίζουν. Για τη Γλυκερία λοιπόν, αφήνω αυτό το παραμύθι. Όποιος μπορεί ας το διαδώσει, όποιος δε μπορεί ας το διαφυλάξει, όποιος δε μπορεί ας μη το κάψει. Αξίζει να υπάρχουν όλες οι πλευρές. Γλυκερία δε θα σταματήσω ποτέ να σε ψάχνω.»

     Ο καλός ο λύκος άφησε ένα βιβλίο κάτω από κάθε πόρτα. Άλλοι το διάβασαν, άλλοι γέλασαν, άλλοι έκλαψαν, άλλοι έψαξαν για τη Γλυκερία, άλλοι προσπάθησαν να εκδικηθούν τα γουρουνάκια κι άλλοι το έκαψαν ή το πέταξαν στα σκουπίδια. Η Γλυκερία βρίσκονταν υπηρέτρια στο σπίτι των γουρουνιών, όταν άκουσε κρυφά συζητήσεις τους, πως πολλοί ψάχνουν γι αυτήν. Τότε πήρε θάρρος, έφυγε κρυφά από το σπίτι και βρήκε το καλό λύκο. Δημιουργήθηκε νέα ομάδα από δυνατούς λύκους, όπου έπιασαν τα γουρουνάκια, τα έβαλαν να δουλεύουν όλη μέρα και τα σπίτια τους τα έκαναν ξενώνες για όλους τους αστέγους. 

Συγγραφέας: Ηρώ Μπέη - φοιτήτρια Tabula Rasa 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου