Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

"Με λένε Τζουλιάνο" της Βαρβάρας Βουτσινά



Αλβανία 1940. 

     Ο παππούς ήταν 25 χρονών όταν άφησε την έγκυο γυναίκα του για να πάει να πολεμήσει. Φοβόταν για τη ζωή του αλλά περισσότερο για της ζωή της γυναίκας του. Κράταγε ημερολόγιο και έγραφε ότι αισθανόταν. Αργότερα μας είπε ότι τον βοήθησε πολύ στο να αντέξει το σκληρό χειμώνα της Αλβανίας και τον πόλεμο. Δεν του άρεσε να πολεμάει, πόναγε κάθε φορά που πάταγε την σκανδάλη αλλά έπρεπε να το κάνει...

     Μία μέρα την ώρα που έτρωγε ένα κομμάτι ψωμί ακούει πίσω από ένα βράχο θόρυβο. Δειλά, σηκώνει το τουφέκι και με το χέρι στη σκανδάλη πλησιάζει. Πίσω από το βράχο βλέπει ένα Ιταλό κουλουριασμένο, να τρέμει από το κρύο και γύρο του το χιόνι να έχει γίνει κόκκινο από το αίμα. Ο Ιταλός τον είδε και  τρόμαξε, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: 

«Φρατέλο αγιούτο». 

     Ο παππούς του έδωσε το ψωμί που είχε, του περιποιήθηκε όσο μπορούσε το τραύμα του και του έριξε την κάπα του  για να τον ζεστάνει.

«Ιο Τζουλίανο», του είπε ο Ιταλός μετά από λίγο που έδειχνε να συνέρχεται. 

«Μάρκος» του απάντησε ο παππούς και  με δάκρυα στα μάτια του έκανε νόημα ότι έπρεπε να φύγει. 

«Γκράτσια φρατέλο Μάρκο», ήταν τα λόγια του Ιταλού που άκουσε ο παππούς καθώς απομακρυνόταν από το βράχο.

     Λίγους μήνες αργότερα ο παππούς εξακολουθούσε να είναι στην Αλβανία, όμως τα πράγματα για την Ελλάδα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Η Γερμανική εισβολή ανάγκασε τους Έλληνες να υποχωρήσουν, επικρατούσε χάος και ο παππούς είχε εγκλωβιστεί στο πεδίο της μάχης με τους συντρόφους του να έχουν φύγει. Δεν ήξερε τι να κάνει , μην έχοντας άλλη επιλογή βγήκε από την κρυψώνα του και άρχισε να περπατάει ελπίζοντας να βρει βοήθεια και να καταφέρει να επιστρέψει. Επί τρεις μέρες κρυβόταν και όταν σουρούπωνε έβγαινε και περπατούσε χωρίς καθόλου φαγητό.

     Την τέταρτη ημέρα και ενώ ήταν στην κρυψώνα του  κουκουλωμένος με ένα πανωφόρι που έχε πάρει από έναν νεκρό σύντροφό του  και κοιμόταν ξυπνάει από μία κλωτσιά  στο πόδι του. Δειλά ξεσκεπάζεται και τι να δει; Τον Τζουλιάνο με ένα όπλο στο χέρι. 

«Φρατέλο Μάρκο;», του είπε ο Τζουλιάνο, κατέβασε αμέσως το όπλο του και του έδωσε νερό. 

     Έπειτα ακούστηκαν ιταλικές φωνές να πλησιάζουν την κρυψώνα. Αμέσως ο Τζουλιάνο έτρεξε προς αυτές και τις απομάκρυνε. Ύστερα επέστρεψε, του χαμογέλασε: 

«Ok, φρατέλο Μάρκο. Ok» και με νοήματα του είπε ότι θα τον βοηθούσε και πως εκεί κοντά ήταν Έλληνες που θα μπορούσε τη νύχτα να τους φτάσει. 

     Του έκανε νόημα ότι πάει να του φέρει λίγο φαγητό. Μετά από λίγο ο παππούς άκουσε έναν πυροβολισμό και κάποιον να φωνάζει: «τον φάγαμε». Βγαίνει από τη κρυψώνα του και βλέπει Έλληνες συντρόφους πάνω από ένα πτώμα, προχωράει προς το μέρος του φωνάζοντας ότι ήταν Έλληνας. Καθώς πλησίαζε σκόνταψε πάνω σε μία καραβάνα έσκυψε και τη μάζεψε. Προτού προλάβει να συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει ακούστηκαν φωνές από μακριά να τρέξουν να κρυφτούν, έβαλε την καραβάνα μηχανικά στην τσέπη του και άρχισε να τρέχει με όση δύναμη του είχε απομείνει.

     Οι επόμενες μέρες ήταν πολύ δύσκολες αλλά ευτυχώς όπως ξέρεις ο παππούς σώθηκε. Η ιστορία όμως με τον Τζουλιάνο ήταν κάτι που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει. Εκεί στην ξενιτιά, στον πόλεμο δύο εχθροί ρίσκαραν για την ζωή του αντιπάλου τους και τελικά ο ένας το πλήρωσε ακριβά, γιατί υπερίσχυσε η ανθρωπιά. Αν δεν ήταν ο Τζουλιάνο να απομακρύνει τους υπόλοιπους συντρόφους του, ο παππούς σου θα ήταν νεκρός. Αν ο Τζουλιάνο έφευγε μαζί τους θα ήταν ζωντανός… Την καραβάνα που σήκωσε και μηχανικά την πήρε μαζί του ήταν του  Τζουλιάνο που πάνω της είχε χαράξει το ονοματεπώνυμό του και για χρόνια την κοίταζε και δάκρυζε. Είχε βάλει στόχο να την επιστρέψει και το 1960 τα κατάφερε. 

     Σαν τώρα το θυμάμαι που πήγαμε οικογενειακώς στην Ιταλία στο σπίτι του Τζουλιάνο. Μας άνοιξε την πόρτα μία κυρία, που αργότερα μάθαμε ότι ήταν η γυναίκα του και ότι ήταν νιόπαντρη όταν έφυγε για τον πόλεμο. Από τότε δεν ξαναπαντρεύτηκε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκφρασή της όταν ο παππού σου της είπε την ιστορία με τον Τζουλιάνο και της έδωσε τη καραβάνα. Η Μπετίνα όπως ήταν το όνομά της συνεχώς τον ευχαριστούσε. Από τότε κρατήσαμε επαφές μαζί της, μέχρι που πέθανε. Τώρα καταλαβαίνεις γιατί με ονόμασαν Τζουλιάνο.

Συγγραφέας: Βαρβάρα Βουτσινά - φοιτήτρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου