Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

"Οι κακές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα - μέρος Α" του Νεκτάριου Μπουτεράκου

     Δεν είχα ιδέα πού βρισκόμουν. Είχα περιπλανηθεί για ώρα στα σοκάκια της πόλης, ψάχνοντας για κάποιο γνωστό σημάδι, μάταια όμως. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και τα ψηλά κτήρια έκρυβαν τον ορίζοντα.

     Ίσως να έφταιγα κι εγώ. Συχνά μου έλεγαν ότι η περιέργεια σκότωσε τη γάτα και ένας κόμπος στα σωθικά μου, μου έλεγε ότι ίσως αυτό γράφτηκε και για εμένα. Από δική μου ξεροκεφαλιά εξάλλου βρέθηκα εδώ.

     Είχα αρχίσει να απελπίζομαι, όταν ξαφνικά... 

πήρα μία στροφή που μου φάνηκε γνώριμη και τότε το αντίκρισα. Πάγωσα στη θέση μου και εξέτασα προσεκτικά το θέαμα. Ύστερα, ενώ το ένστικτό μου, μου έλεγε να φύγω τρέχοντας, το πλησίασα.

     Οι ασημένιες αχτίδες του φεγγαρόφωτου, που έρχονταν από τον κρυμμένο ορίζοντα, δημιουργούσαν ένα ισόπλευρο τρίγωνο στον τοίχο απέναντί μου. Η κορυφή του με παρέπεμπε προς τα κάτω. Τα λόγια της γριάς μάντισσας μπλέχτηκαν στο μυαλό μου. 

"Κάτω από το ασημένιο τρίγωνο υπάρχει μια πόρτα αόρατη στα μάτια των πολλών." 

     Ένιωσα τις τριχούλες από το σβέρκο μου να διαμαρτύρονται. Έκαναν επανάσταση, ορθώνοντας το ανάστημά τους. Κάθε βήμα μου και μια ανάσα. Κάθε ανάσα και μια λόγχη φόβου στην καρδιά. Όσο κι αν η φωνή μέσα μου ούρλιαζε να φύγω, τόσο εγώ κρατιόμουν στην εμμονή μου. Εξάλλου, άδικα με αποκαλούσαν γάτα; Είχα αρκετές ζωές ακόμα να σπαταλήσω. Τι να φοβηθώ;

     Στάθηκα μπροστά στο τρίγωνο του φεγγαριού. Έκλεισα τα μάτια. Σε λίγο θα ξημέρωνε η έβδομη μέρα του Ιουνίου, του 2006. Θα έχανα την ευκαιρία. Άπλωσα το χέρι, διαπερνώντας τον τοίχο. Η πέτρα ήταν ρευστή. Μια δροσερή αύρα χάιδεψε το άκρο μου. Πήρα μια βαθιά αναπνοή, λες και επρόκειτο να κάνω μακροβούτι στα σκούρα νερά μιας αφιλόξενης θάλασσας. Μπήκα στην πύλη και ένιωσα το σώμα μου να βουλιάζει σε ένα απύθμενο κενό. Κορδέλες από αναμνήσεις της ζωής μου χόρευαν γύρω μου. Το κεφάλι μου μπλέχτηκε σε μια τέτοια κορδέλα και είδα ένα γνωστό χαμόγελο. Εισχώρησα σε μια δεύτερη και άκουσα ένα ουρλιαχτό. Στην τρίτη είδα άλικο αίμα. Ξάφνου έφτασα στο τέρμα της πτώσης μου. Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα τριγύρω. Πέτρα και φωτιά. Η είσοδος της κολάσεως. Απέναντί μου έχασκε ένα μαύρο άνοιγμα. Αφουγκράστηκα και άκουσα μικρούς θορύβους. Κάτι πλησίαζε. Τα πόδια μου μαζεύτηκαν στο σώμα μου. Μικρά χαχανητά γέμισαν τον χώρο, σαν ήχοι από πιάνο ξεκούρδιστο. Σκιές σάλευαν στην είσοδο της σπηλιάς. Οι φωτιές ολόγυρα τρεμούλιασαν. Το αίμα μου αρνιόταν να φτάσει στα δάχτυλά μου.

     Τρεις γυναίκες εμφανίστηκαν. Η πρώτη μελαχρινή, με μάτια εβένινα, χαοτικά. Δυο μαύροι κύκλοι κρέμονταν από κάτω. Από κάθε πόρο του δέρματός της έσταζε αίμα, το οποίο εξαϋλωνόταν στο διάβα της, σαν ερυθρός αέρας. Κόκκινες τουλίπες ξερνούσε το κατάμαυρο φόρεμα της. Μια θλίψη και μια ειρωνεία γεννούσε η ματιά της. Η δεύτερη ήταν ισχνή, καστανή, αλλά άχρωμη. Κουρέλια κρέμονταν από παντού. Το ίδιο της το δέρμα, ένα κουρέλι ήταν. Τα μάτια της είχαν βυθιστεί στις κόγχες τους και η δυσωδία της, αποπνικτική. Η τελευταία ήταν μια φλογερή κοκκινομάλλα. Μια προστυχιά ανέδυαν οι κινήσεις και το βλέμμα της. Υγρά τα μάτια και τα χείλια της, και τα κατακόκκινα εσώρουχά της, υγρά κι αυτά.

     Κοντοζύγωσαν με αργά βήματα και με παρατήρησαν. Παγωμένα η μία, θλιμμένα η άλλη, ερωτικά η τρίτη. Η μαυρομάλλα έκανε το πρώτο βήμα. Ζάρωσα στη θέση μου. Στάθηκε ακριβώς από πάνω μου. Πρότεινε το χέρι της, ζητώντας το δικό μου. Ο εγκέφαλος μου δεν έδινε την εντολή. Τα μάτια της αμέσως συννέφιασαν. Έγιναν δύο τρύπες σκοτεινές. Δεν είχα άλλη επιλογή. Με τρεμάμενα πόδια σηκώθηκα και της έδωσα το χέρι μου. Με μια κίνηση κόλλησε το κορμί της πάνω μου και τα χείλη της στα δικά μου. Η στυφή γεύση του αίματος με πλημμύρισε. Τα μάτια μου σφράγισαν και ένιωσα το σώμα μου έρμαιο σε μια δίνη του χρόνου.

     Το τοπίο δεν άλλαξε. Παραμείναμε στα έγκατα της γης. Η σπηλιά που βρεθήκαμε ήταν αποπνικτική. Ο αέρας δεν επαρκούσε στα πνευμόνια μου. Αφού συνήλθα από την παραζάλη, κοίταξα ολόγυρα. Ο χώρος ήταν άδειος, μα μια οικεία αίσθηση με τύλιξε. Μια μυρωδιά φρεσκοπλυμένων ρούχων με άρωμα λεβάντας. Απαλή μουσική σε τζαζ ρυθμούς. Αναμνήσεις θαμμένες στα βάθη του μυαλού μου. Κοίταξα αριστερά μου και είδα να εμφανίζεται στην υγρή πέτρα ένα διάφανο κάδρο με λουλούδια. Μπροστά μου έπαιρνε μορφή ένα κρεβάτι με ροζ σεντόνια και ένας τοίχος με κολάζ από αφίσες. Δεξιά μου μια πόρτα αχνοφαινόταν. Πάνω της κολλημένο το πρόγραμμα των μαθημάτων της σχολής μου. Τι παιχνίδι παιζόταν στο μυαλό μου; Κοίταξα τη γυναίκα δίπλα μου. Το χαμόγελό της έμοιαζε νοσηρό. Ένιωσα ασφυκτικά. πιεζόταν το στήθος μου. Η πόρτα άνοιξε και εισέβαλε στον χώρο μια κοπέλα. Τα μάτια της κατακόκκινα από το κλάμα. Τρέχοντας, με διαπέρασε, λες και ήμουν από αέρα πλασμένος. Αναρρίγησα. Δεν έφταιγε η επαφή, αλλά οι αναμνήσεις. Τα ίδια ξανθά μαλλιά. γνωστά τα γαλάζια μάτια. δυνατό το καρδιοχτύπι. Κρατούσε στο χέρι της ένα χαρτί. Το χτύπησε με σθένος στο τραπέζι που είχε σχηματιστεί κάτω από το παράθυρο. Πλησίασα, σχεδόν τρεκλίζοντας. Το κοίταξα. Απορριπτική ή απάντηση. Ένα σκοινί με μια θηλιά πετάχτηκε σαν φίδι από το ταβάνι. Λικνιζόταν στον αέρα. Αδημονούσε!

     Η αιματορέουσα γυναίκα πλησίασε και ακούμπησε τα μολυσμένα χέρια της στο κεφάλι του νεανικού μου έρωτα. Τρύπωσαν στον εγκέφαλό της. Το πρόσωπο της νεαρής κοπέλας συσπάστηκε. Η γυναίκα, που την χαλιναγωγούσε πίσω της, απόκτησε μια έκφραση ευφορίας, ηδονής σχεδόν. Το σκοινί – ερπετό πλησίασε και τυλίχτηκε γύρω από τον λαιμό της. Σε μια στιγμή βρέθηκε κρεμασμένη στον αέρα να ψυχορραγεί.

     Έκλεισα τα μάτια. Όταν τα άνοιξα βρέθηκα εγώ στη θέση της. Το σκοινί μου πίεζε την καρωτίδα. Εκλιπαρούσε το σώμα μου για μια ανάσα. Γεύτηκα τον πόνο της, το παράπονό της. Την αδικία που της χάρισα, κλέβοντας την πτυχιακή της εργασία. Θυμήθηκα τον θάνατό της. Δεν ένιωσα τίποτα τότε. Καμία ενοχή. Τώρα ζω την απόγνωση. Βλέπω το σώμα μου μετέωρο, να αγωνιά για επιβίωση. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα. ξεπηδούν από μέσα μου. Η γλώσσα μου στεγνή κρέμεται στο πλάι. Τα δάχτυλα των άκρων μου τεντώνουν σαν βεντάλια. Ζεστό υγρό κυλάει από τα σκέλια μου. Ο θάνατος μυρίζει κάτουρο.

     Το σώμα μου, σακί που σωριάζεται στο πάτωμα. Ένας βήχας ξερός γδέρνει τον λαιμό μου. Ανοίγω τα μάτια και αντιλαμβάνομαι πως επέστρεψα στην πρώτη σπηλιά. Απέναντί μου κράζουν σαν όρνεα οι δύο γυναίκες που με αντικρίζουν. Τρέφονται με τον πόνο μου. Αγγίζω τον λαιμό μου. καίει και τσούζει. Αίμα γεμίζει η παλάμη μου. Όμως ζω...

     Ζητώ να φύγω από εκεί μέσα. Να ξυπνήσω από τον εφιάλτη που περνάω λόγω της ξεροκεφαλιάς μου. Οι χρησμοί της μάντισσας χωλαίνουν στο μυαλό μου.  

"Μέσα στην πύλη θα βρεις δύναμη, θα γίνεις κυρίαρχος του εαυτού σου και των άλλων." 

     Όμως, εγώ πονάω και φοβάμαι.

     Με πλησιάζει η ρακένδυτη γυναίκα. Δεν περπατάει, σέρνεται… Με κάθε βήμα της βυθίζεται βαθιά μέσα στη γη. Σχεδόν με έχει φτάσει, μα μόνο το μισό της σώμα είναι ελεύθερο. το υπόλοιπο θαμμένο. Τα μάτια της στάζουν μαύρο, κολλώδες υγρό. Η δυσωδία της με πνίγει. Σταματάει μπρος μου. Σηκώνει το κεφάλι και με κοιτά. Γελά και διακρίνεται το άδειο από δόντια στόμα της. Νύχια δεν υπάρχουν στα δάχτυλά της, μόνο υπολείμματα από φαγωμένες σάρκες και κακάδια. Αρπάζει τα πόδια μου και με τραβά μέσα στο έδαφος. Βουλιάζω μαζί της. Προσπαθώ να κρατηθώ στην επιφάνεια, αλλά είναι μάταιο. Το έδαφος είναι πλέον μια κινούμενη άμμος και με ρουφά. Νιώθω τα εντόσθια της γης να τρίβονται στο σώμα και το πρόσωπό μου. Τα πετρώματα να ξεσκίζουν τις σάρκες μου. Ακαθαρσίες να μπαίνουν στο στόμα μου και να με πνίγουν. Σκουλήκια να εισχωρούν στα ρουθούνια μου. 

     Είμαι θαμμένος ζωντανός...!
...συνεχίζεται

Συγγραφέας: Νεκτάριος Μπουτεράκος - φοιτητής Tabula Rasa


1 σχόλιο: