Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

"Το πρώτο της φιλί" του Αργύρη Γιαμάλογλου


Ήταν νύχτα όταν έδωσε το πρώτο της φιλί. Το πρώτο φιλί της μεταθανάτιας ζωής της. Νύχτα υγρή, σκοτεινή, οι δρόμοι βρεγμένοι, σταγόνες κυλούσαν σαν μικρά ρυάκια δακρύων απ’ τα μάτια της. Δεν ήταν τα δάκρυα της. Ήταν η βροχή. Εκείνη δεν είχε λόγο να κλαίει. Ήταν αποφασισμένη πια. Να δώσει τέλος στη ζωή της.

Είχε ανέβει στη γέφυρα Lamir της Γαλλικής πρωτεύουσας και ατένιζε το φωτισμένο Παρίσι. Αυτή την πόλη που έμελλε να είναι και η τελευταία της. Τον είχε ψάξει παντού. Το μοναδικό έρωτα της ζωής της. Αυτόν που αγαπούσε απ’ τα 13 της και που τόσο άχαρα και βιαστικά έφυγε απ’ τη ζωή της. Κρατώντας ένα κορδόνι απ’τα τότε αθλητικά παπούτσια του, για ενθύμιο, ανέβηκε ακόμη πιο ψηλά, στη μεγάλη κουπαστή της γέφυρας. Ο αέρας που φυσούσε την έκανε για μια στιγμή να χάσει την ισορροπία της αλλά όχι και την ψυχραιμία της. Της άρεσε αυτό το αεράκι. Δροσερό και υγρό όσο έπρεπε.Ήταν ευτυχισμένη. Παρόλο που ήξερε ότι κάπου εδώ θα έρθει το οριστικό τέλος, εκείνη ήταν τρισευτυχισμένη. Λίγοι άνθρωποι επιλέγουν το τέλος τους και το «πότε». Το «πότε» γι’ αυτήν ήταν πάντα πολύ καθοριστικό. 

Έκανε ένα μικρό βήμα μπροστά και ένιωσε το ένα της πόδι να αιωρείται στον αέρα. Κενό, σαν πούπουλο. Ένιωσε 2 χέρια να βαστούν το μικρόσωμα κορμί της. Δύο στιβαρά μπράτσα να ασκούν μία αντίστροφη πίεση στο κορμί της από αυτήν που ήθελε να ασκήσει εκείνη. Δύο γνωστά χέρια, τα ήξερε καλά. Τα ένιωθε, την είχαν αγκαλιάσει πολλές φορές. Έτσι είχε φανταστεί τουλάχιστον εκείνη. Γύρισε πίσω της και τον είδε. Μελαχρινός, με άγρια γένια να αγκυλώνουν τις γάμπες της και καστανά σκούρα μάτια. Σα να μην πέρασε μια μέρα. Μάτια καυτά, διαπεραστικά, βλέμμα βαθύ, σκοτεινό, φωνή τραχειά, ακατέργαστη. 
«Τι πας να κάνεις;» 
Ήθελε τόσο πολύ να παραδοθεί στην αγκαλιά του, στη φωνή του, στο στέρνο του, να κατέβει και να κουρνιάσει μέσα του σαν μικρό σπουργίτι που επιτέλους γύρισε στη φωλιά του. Ο εγωισμός νίκησε, η αποφασιστικότητα της βγήκε μπροστά. 
«Αυτό που πρέπει». 
Μισόκλεισε τα μάτια της. Ίσως αν δεν τον έβλεπε ήταν καλύτερα. Ίσως εξαφανιζόταν έτσι όπως ήρθε. Ένα δάκρυ κύλησε που το κρατούσε ήδη αρκετή ώρα. Σαν από μόνο του αποφάσισε να φύγει απ΄ τα γαλάζια μάτια της και να προσγειωθεί στον ώμο του. 
«Κατέβα, δε χρειάζεται» 
«Όχι». 

Τον διέκοψε, μην αντέχοντας τη φωνή του. Πλέον ακουγόταν δειλή. Το ήξερε, όπως κι αυτός. Είχε έρθει η ώρα να κάνει το βήμα. Αν δεν το έκανε τώρα δεν θα το έκανε ποτέ. Κι έτσι έπεσε.
Άρχισε να στροβιλίζεται στον αέρα όπως οι αναμνήσεις που της έρχονταν στο μυαλό. Άτακτες, χωρίς ειρμό και λογική, όπως ο έρωτας τους, το πρώτο τους ραντεβού, το πρώτο βλεφάρισμα, το πρώτο φιλί, πεταλούδες στο στομάχι και κρυφά υπονοούμενα και υπόγειες σκέψεις, επιθυμίες τρισδιάστατες που έγιναν παζλ με πολλά σπασμένα κομμάτια που κανείς τους δεν ήθελε να ξανακολλήσει, καυγάδες και κλάματα ενωμένα με ερωτικά κομμάτια της δεκαετίας του ’90, αποτσίγαρα βουνά και μπουκάλια ουίσκι άδεια σα ντεκόρ σε διάφορες γωνιές του έρημου σπιτιού τους. Και μετά ο θάνατος του. Αιφνίδιος, σκοτεινός, αλλοπρόσαλλος, σχεδόν εξωπραγματικός. Όλα αυτά τα χρόνια παγιδευμένη στη μικροαστική πραγματικότητα της φαντασίας της. Εγκλωβισμένη, σημάδια από νοητές αλυσίδες στα χέρια της.
 
Φιλί. Δεν ήξερε που ήταν πια. Ζωντανή; Νεκρή; Στροβιλιζόταν ακόμα στον  αέρα και ένιωθε τη γλώσσα του στο στόμα της να εξερευνεί κάθε μικρή γωνιά της καρδιάς της. Δεν ήξερε πια τι είναι αλήθεια και τι όχι. Πραγματικότητα και φαντασία αναμεμειγμένες στο μπλέντερ του θανάτου. Ανταπέδωσε το φιλί. Το ωραιότερο που είχε δεχτεί στη ζωή της. Ή στη μεταθανάτια ζωή της. Γεμάτο πάθος, ηδονή, παιδικά όνειρα, φιλί μικρών παιδιών που πειραματίζονται με τη σεξουαλικότητα και τις ορμές τους, φιλί σίγουρα παραδεισένιο ενός κολασμένου έρωτα.  Που σταμάτησε απότομα. Διακόπηκε ξαφνικά και άδικα καθώς η πτώση ολοκληρώθηκε, γιατί τίποτα δε διαρκεί για πάντα. Ούτε καν η αιωνιότητα. Αλλά πρόλαβε να τον ακούσει να της ψιθυρίζει «για πάντα μαζί». Κι αυτό της έφτανε. Η συγνώμη του ήταν αρκετή για να παραδοθεί στην αιώνια λήθη. Η μνήμη έτσι κι αλλιώς δεν πεθαίνει ποτέ…

Συγγραφέας: Αργύρης Γιαμάλογλου - Aπόφοιτος Tabula Rasa


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου