Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

“Λουλού” της Ζαχάρως Κουβατσέα



Τις τελευταίες ημέρες ο Ορφέας δεν ήταν στα κέφια του. Ήταν μόνιμα κατσούφης με σκυμμένο το κεφάλι σταθερά προς τη γη, απέφευγε να συναντηθεί το βλέμμα του με του οποιουδήποτε. Με βήμα έντονο και γοργό, διέσχιζε τα δωμάτια του σπιτιού από την εξώπορτα, στο χολ, μέσα από την κουζίνα κι από εκεί εξαφανιζόταν στο δωμάτιο του. Ίσα που συντηρούσε την πείνα του.

Δύσκολο παιδί ο Ορφέας. Μάθαινες με τον καιρό να μην επεμβαίνεις στα προσωπικά του, ιδιαίτερα σε στιγμές σαν κι αυτή. Δεν άφηνε περιθώρια, αισθήσεις και συναισθήματα να φανερώσουν αυτό που του συμβαίνει. Επιλεκτικός πολύ και θυμωμένος ακόμα πιο πολύ από γεννησιμιού του, σου έδινε την εντύπωση ενός μεγάλου άντρα εγκλωβισμένου στο σώμα ενός δεκάχρονου αγοριού. 

Είχε μέρες να αναζητήσει την Λουλού κι αυτό έκανε ακόμα πιο περίεργη την συμπεριφορά του. Η κανελή σκυλίτσα του σπιτιού, μέτραγε δεκαοχτώ χρόνια ζωής. Αυτή υποδέχτηκε πρώτη τον Ορφέα στο σπίτι, όταν τον φέρανε από το μαιευτήριο κι αυτή του έδειξε όλα τα κατατόπια και τις κρυψώνες του σπιτιού. Με μυωπία και πρεσβυωπία σήμερα, δεν είχε και πολλές επιλογές από το να κουτουλάει από τοίχο σε τοίχο μέχρι να βρει ένα μέρος να ξαποστάσει από τα χρόνια που βάραιναν το σώμα και την όραση της. Άσχημα τα γεράματα. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου στερήσουν πρώτα. Είναι σαν θάνατος πριν τον θάνατο. Διπλός ο θάνατος πριν τον θάνατο όταν σου στερούν ακόμα την πολυτέλεια να παρατηρείς τον κόσμο.

Εκείνο το πρωινό, ο Ορφέας πετάχτηκε έξω από το δωμάτιο του, διασχίζοντας τα δωμάτια του σπιτιού προς την έξοδο αυτή τη φορά. Ήταν σαν να τον ξύπνησε κάτι απότομα και αγχωτικά, αφού ο ήχος από το πόμολο της πόρτας του δωματίου του, την ώρα που την άνοιγε για να βγει έξω, ήταν τόσο έντονος και ηχηρός που σε έκανε να πιστέψεις ότι κάτι μεγάλο και βαρύ είχε πέσει στο πάτωμα. Σχεδόν έτρεχε προς την εξώπορτα. Ήθελε να βγει έξω στην αυλή. Έξω στην αυλή είχε βγει νωρίτερα το πρωί η Λουλού σέρνοντας το κορμί της σε οχτάδες ασταθούς βηματισμού.

Ο Ορφέας βγήκε έξω στην αυλή επειγόντως. Δυνατό, βάναυσο ψύχος παντού. Ακινησία, υπομονή και θρήνος. Ο παγετός τα ρήμαξε όλα. Υγρές ψυχές ξεψύχησαν και γίνανε πέτρα. Τρέχει ο νους του με ιλιγγιώδη ταχύτητα πίσω. Ένα, δύο, πέντε, έξι, πίσω, πολλά εκατομμύρια χρόνια πίσω. Τότε που ο πάγος τα απολίθωνε όλα και τα άφηνε άναυδα σαν πέτρα. Τρέχει ο νους του μπροστά. Τότε που με μίσος άρπαξε μια πέτρα και ρήμαξε το κέλυφος της γης. Τα εναλλασσόμενα εσωτερικά του θερμόμετρα έχουν τρελαθεί. Σφίγγει τις γροθιές του και θέλει να σκίσει το σκοτάδι. Το σκοτάδι που του πνίγει την φωνή. Το σκοτάδι που κατάπιε με μια ανάσα, σαν σώσμα χαλασμένο. Το σκοτάδι που σάπισε ότι ζωντανό κουβαλούσε μέσα του. Τον άντρα που τσάκισε τα νιάτα του.

Τέντωσε τα μάτια του, μπροστά στο φοβερό θέαμα της γνώσης. Έκπληξη γι αυτό που ήδη γνώριζε.  Ήξερε ότι η Λουλού έφυγε. Ήξερε ότι η Λουλού πέθανε. Δεν βγήκε στην αυλή για να την αναζητήσει. Βγήκε στην αυλή για να την παρατηρήσει. Να παρατηρήσει τον θάνατο. Τον θάνατο που ένιωσε χωρίς συνείδηση. Τον θάνατο που αντικρίζει χωρίς συγχώρεση. Τον θάνατο που απλώνει μέσα σου σαν δίχτυ και σε απομακρύνει από τον ίδιο σου τον εαυτό. Η Λουλού έφυγε. Η Λουλού τα έζησε τα χρόνια της. Η Λουλού κάτω από το δέντρο μας αποχαιρετά. Ο Ορφέας έξω από την πόρτα μας υποδέχεται.

-Μαμά, δε θέλω να μεγαλώσω.

-Μαμά, στον παράδεισο θα είμαι ευτυχισμένος...

Συγγραφέας: Ζαχάρω Κουβατσέα - Φοιτήτρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου