Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

"Χριστίνα, το κορίτσι με το μελαγχολικό χαμόγελο" της Παναγιώτας Καρκαβίτσα

Ο ήχος από τις χαμηλοτάκουνες γόβες της Χριστίνας αντήχησε στο σαλόνι του σπιτιού των Αλμπέρτο. Η Χριστίνα έβγαλε από τα κουρασμένα πόδια της τις ξεθωριασμένες γόβες και τις έριξε στο πάτωμα. Μέρες τώρα ήθελε να τις αλλάξει, αλλά όλο το ματαίωνε. Η ντουλάπα της ήταν γεμάτη από ένα σωρό ζευγάρια παπουτσιών, που θα τα ζήλευαν ακόμα και οι πιο προλετάριες γυναίκες, που δεν μπορούσαν να τα αγοράσουν. Η Χριστίνα λάτρευε τα γυαλιστερά και ακριβά παπούτσια. Άλλωστε, τις τακτοποιούσε πάντα και τις στοίχιζε, για να είναι η μία δίπλα στην άλλη. Για τα παπούτσια της δεν έκανε συμβιβασμούς, η ζωή της όμως ήταν γεμάτη από δαύτους.

Ξάπλωσε στον καναπέ και άνοιξε την τσακισμένη σελίδα από το αγαπημένο της βιβλίο «Ο Εραστής της Λαίδη Τσάτερλι». Πόσο της άρεσε να ταυτίζεται με την Κόνι, μια ανέμελη αριστοκράτισσα που ζούσε τον κρυφό ερωτά της, χωρίς να την νοιάζει τίποτα. Έκλεισε τα μάτια της και  θυμήθηκε τον αγαπημένο της Ρουσέλ. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και δάγκωσε με λύσσα τα χείλη της, σαν να ήθελε να τα ξεριζώσει από το στόμα της. Χαστούκισε τον εαυτό της με δύναμη για να συνέλθει και σηκώθηκε απότομα. Κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της Αθηνάς, την σήκωσε από την κούνια της και την αγκάλιασε σφιχτά. Η Αθηνά, έκανε σαν το πιστό σκυλί, που κάθε φορά που βλέπει το αφεντικό του, κουνά την ουρά του, με όση δύναμη έχει για να του δείξει την αγάπη του. Το πρόσωπο της Χριστίνας, γέμισε με χαρά.

Η μάσκαρα που τόνιζε τις πυκνές και γυριστές βλεφαρίδες της, καθώς κατρακύλησε και μουτζούρωσε  τα μάτια της, έμοιαζε σαν απρόσεκτη πινελιά, ενός ζωγράφου πού δημιουργούσε ένα αλληγορικό τοπίο. Στο πρόσωπο της κρυβόταν αυτή η μελαγχολία, μια μελαγχολία που ποτέ της δεν κατάφερε να νικήσει και που σιγά-σιγά μετατρεπόταν πότε σε «ατίθαση παρόρμηση», πότε σε θλίψη που τις τρύπαγε όσες πτυχές της ψυχής της είχαν μείνει ζωντανές και πότε σαν ένα υποκριτικό χαμόγελο που φόραγε όπως τώρα, κρατώντας στα χέρια της την Αθηνά.

Περπάτησε προς το μπαρ του σαλονιού και έβαλε να πιεί μισό ποτήρι ουίσκι με πάγο, σκέτο χωρίς κόκα-κόλα, όπως συνήθιζε να πίνει. Έβαλε την Αθηνά στο παιδικό καθισματάκι και άρχισε να πίνει σιγά-σιγά της γουλιές από του ουίσκι. Σκέφτηκε «Είναι αμαρτία, αφού μόλις τώρα μετέλαβα, αλλά έχω τόσο πολύ την ανάγκη να κοιμηθώ για να ηρεμήσω. Θέλω τόσο πολύ να ηρεμήσω!». Ήπιε και την τελευταία γουλιά και έπειτα, με μάτια βουρκωμένα άρχισε να μιλά στην Αθηνά. Ούτε εκείνη δεν ήξερε γιατί το έκανε, ένιωθε πως μπορεί να μην την καταλαβαίνει όταν της μιλά, αλλά με αυτόν τον τροπό εξιλεωνόταν από τον ίδιο της τον εαυτό. «Αθηνά μου, που είναι το κοριτσάκι μου;», την κοίταξε με μάτια που πρόδιδαν την ανάγκη της για ένα χάδι. Ένα αγνό, πατρικό χάδι που τόσο πολύ στερήθηκε στην ζωή της. Κοίταξε την ώρα, ήταν δύο το μεσημέρι, σε λίγο θα ερχόντουσαν η Μαρίνα και ο αγαπημένος της Αντώνιο για να φάνε όλοι μαζί. Δεν είχε καθόλου όρεξη, ένιωθε τόσο κουρασμένη και το μόνο που ζήταγε ήταν να ξαπλώσει. Κατευθύνθηκε στην κουζίνα και με ύφος μικρού παιδιού ζήτησε από την οικονόμο της να έρθει μαζί της, με σκοπό να την κοιμίσει.
«Ελένη, θέλω να κοιμηθώ».
«Χριστινάκι μου γύρισες; Έλα να σου δώσω κάτι να τσιμπήσεις, μέχρι να έρθουν και οι υπόλοιποι να φάμε, έχω φτιάξει και το αγαπημένο σου».
«Θέλω να κοιμηθώ Ελένη, φέρε μου τα χάπια μου και έλα να με κοιμήσεις».
«Χριστίνα μου κάνε λίγο υπομονή, παίξε με την Αθήνα και θα κοιμηθείς αργότερα. Θα πάτε και βόλτα με τον Αντώνιο, τι σε έπιασε;».
«Θέλω να πάω για ύπνο! Τώρα, φέρε μου τα χάπια μου και έλα να ξαπλώσεις μαζί μου, σε παρακαλώ μην με κάνεις να φωνάζω».

Η Ελένη Σύρη, συνόδευσε την Χριστίνα στο δωμάτιο της και την βοήθησε να φορέσει την νυχτικιά της. Αυτή η κυρία, που όποιος την έβλεπε στα βραδινά ραντεβού, περιτριγυρισμένη  από  την αφρόκρεμα της αυτοκρατορικής κάστας αναρωτιόταν πόσο δυνατή μπορεί να είναι, τώρα δεν ήταν παρά μία εικασία, ένα κακόγουστο αστείο για μια αριστοκράτισσα που κάτω από το προσωπείο της κρυβόταν ένα ποικιλόμορφο μυστήριο.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι και η Ελένη Σύρη την σκέπασε. «Σε παρακαλώ μείνε δίπλα μου», την παρακάλεσε η Χριστίνα. Η Ελένη Σύρη ξάπλωσε στο προσκεφάλι της και προσπάθησε να την ηρεμίσει. «Φοβάμαι τόσο πολύ Ελένη μου, φοβάμαι για μένα, την Αθηνά, για όλους. Κάθε φορά που προσπαθώ να κλείσω τα μάτια μου έρχονται οι σκηνές με τον Αλέξανδρο στο νοσοκομείο να χαροπαλεύει, τον πατέρα μου να είναι σε αυτό το σαπιοκρέβατο και να μην μπορεί να ανασάνει. Και μετά την ζωή μου. Μια αποτυχημένη ζωή έχω Ελένη, με ακούς; Μια αποτυχημένη».
«Ησύχασε Χριστίνα μου, να δεις όλα θα φτιάξουν, τώρα έχεις το παιδί σου, έχεις τον Αντώνιο, πρόκειται να παντρευτείς!».
«Και αν γίνουν πάλι τα ίδια; Αν και αυτός με εγκαταλείψει, τι θα κάνω τότε μου λες; Πες μου».
«Δεν θα σε εγκαταλείψει, αλλά πρώτα θα πρέπει να φροντίσεις τον εαυτό σου. Τον έχεις παραμελήσει Χριστίνα, πετά αυτά τα χάπια, που σε έχουν καταστρέψει επιτέλους!».
«Δεν μπορώ χωρίς τα χάπια μου».
«Ε τότε αποφάσισε ή θα κρατήσεις αυτά ή την ζωή σου. Γιατί σε λίγο αν δεν κάνεις κάτι, τα χάπια που τόσο δεν θες να αποχωρίζεσαι, θα σε οδηγήσουν εκεί».
«Σταμάτα με ταράζεις, προσπαθώ, μέρα με την μέρα προσπαθώ. Φύγε τώρα θέλω να κοιμηθώ».

Η Ελένη Σύρη έφυγε και η Χριστίνα έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, αγκαλιάζοντας την φωτογραφία του πατέρα της. Πόσο περήφανος θα ήταν όταν την έβλεπε να στέκεται ξανά νύφη, στο πλάι ενός που δεν ήταν σας τους άλλους, τους δήθεν τους μεγάλους, αλλά σε κάποιον που την αγαπούσε πραγματικά, τον Αντώνιο. Έκλεισε τα μάτια της και είδε την σκηνή που ήταν όλοι μαζί στο σπίτι τους στον Σκορπιό, τα καλοκαίρια στην Λευκάδα και τα βράδια στα ταβερνάκια του νησιού. Μακάρι, να γύριζε τον χρόνο πίσω και όλα να ήταν διαφορετικά. Ανακουφισμένη και ήρεμη από τα χάπια κοιμήθηκε, χωρίς να ξέρει ότι σε λίγες ώρες, όλα θα ήταν διαφορετικά.
Το κινητό της χτύπησε. Ήταν ένα μήνυμα από τον Αντώνιο που έγραφε ότι ήταν με την Μαρίνα στους γονείς τους και θα ερχόντουσαν σε μια ώρα. Δεν την ξύπνησαν γιατί ήξεραν πόσο πολύ ανάγκη είχε τον ύπνο. Η ώρα ήταν 8 ακριβώς.

Η Ελένη είχε πάει μαζί με την Αθηνά στο εκκλησάκι που γιόρταζε σε ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από το  Μπουένος Άιρες. Στο σπίτι ήταν μόνη της. Σηκώθηκε και μπήκε στην ντουζιέρα να κάνει ένα ντους. Το παγωμένο νερό έπεφτε πάνω στο σώμα της με δύναμη. Της άρεσε να κάνει με παγωμένο νερό μπάνιο και μετά φορώντας το μπουρνούζι της, να χουχουλιάζει στα σεντόνια του κρεβατιού της, μέχρι να αποφασίσει τι θα φορούσε  για την νυχτερινή της έξοδο. Άλειψε το κορμί της με σαπουνάδα και έπειτα άνοιξε το ακουστικό της βρύσης για να ξεπλυθεί. Ό ήχος από την εξώπορτα ακούστηκε.
«Αντώνιο;» Φώναξε, αλλά δεν έλαβε απάντηση.
«Ειρήνη; Μαρίνα;». Τα βήματα που άκουγε όλο και πλησίαζαν κοντά της. Ανήσυχη βγήκε έξω και φόρεσε το μπουρνούζι της.
«Ποιος είναι;» φώναξε και έκλεισε την πόρτα. Δεν πρόλαβε όμως, μια αντρική φιγούρα, φορώντας μαύρη κουκούλα καλύπτοντας το πρόσωπο του, την άρπαξε και προσπάθησε να την πνίξει. Εκείνη αντιστεκόταν με μανία, ήθελε τόσο πολύ να ζήσει. Ξαφνικά ήθελε να ζήσει! Ακολούθησε μια σωματική πάλι μεταξύ τους, μέχρι που το σώμα της Χριστίνας έμεινε εκεί, σωριασμένο μέσα στην ντουζιέρα. Να προδίδει πως κάποιος  το έσυρε στο πάτωμα. Η αντρική φιγούρα, τοποθέτησε μια σειρά από φιαλίδια με βαρβιτουρικά γύρω από την ντουζιέρα και έφυγε. Λίγο αργότερα το σώμα της Χριστίνας ανακαλύφτηκε.

Δεν ήταν λίγοι αυτοί που μίλησαν για δολοφονία, άλλοι για αυτοκτονία και άλλοι από την υπερβολική δόση των χαπιών. Κανένας δεν μπορούσε να βεβαιώσει με σιγουριά από τι πέθανε η Χριστίνα Ωνάση, μονάχα υποθέσεις έκαναν.

Το χαμόγελο της Χριστίνας έκρυβε μια μελαγχολία. Ένα ποικιλόμορφο μυστήριο, που ακόμα και τώρα κανείς δεν μπορεί να το ξεδιαλύνει. Κάποιος όμως, κάπου, κάπως γνωρίζει. Αλλά το συμφέρον είναι κατάρα. Μια κατάρα που δεν έχει γυρισμό. Παρά μόνο πόνο.

 Συγγραφέας: Παναγιώτα Καρκαβίτσα - Φοιτήτρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου