Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

“Παιδικό φιλί” του Αργύρη Γιαμάλογλου



Καθισμένος στον καναπέ, νύχτα, άρχισα να ψάχνω παλιές φωτογραφίες και να αναπολώ περασμένα χρόνια. Νηπιαγωγείο, Δημοτικό, σχολικές φωτογραφίες, φωτογραφίες από πάρτυ και εκδρομές με φίλους που πλέον δε μιλάμε, που τότε νομίζαμε ότι θα μείνουν για πάντα φίλοι. Με φίλους που άλλαξαν σχολείο, με φίλους που μετακόμισαν, με φίλους που τσακωθήκαμε και δεν τα ξαναβρήκαμε ποτέ. Και ξαφνικά εκείνη. 

Η φωτογραφία της. Η φωτογραφία μας. Εγώ ντυμένος καουμπόη κι εκείνη ντυμένη κλόουν. Κρατιόμασταν χέρι-χέρι και ποζάραμε για τη δασκάλα. Εκείνη ξανθά κοντά μαλλιά καρέ, ίδιο ύψος με μένα, με μια χαριτωμένη κόκκινη μύτη ζωγραφισμένη με κραγιόν και εγώ με ένα όπλο στο χέρι, κόκκινος από ντροπή. Πριν τη φωτογραφία είχε προηγηθεί κάτι που το θυμάμαι ακόμα και τώρα. Το πρώτο μου φιλί. Με την κοπελίτσα που ήταν ντυμένη κλόουν, τη Ντίνα. Ήμασταν Τετάρτη Δημοτικού. Απόκριες. Στο σχολείο γινόταν πάρτυ και όπως όλα τα παιδάκια ήμουν πολύ ενθουσιασμένος που θα πήγαινα. Τώρα που το σκέφτομαι, τότε ήμουν ενθουσιασμένος για την κάθε μέρα στο σχολείο. Επειδή ήταν εκείνη. Μου θύμιζε κάπως τη μάνα μου. Θυμάμαι ακόμα ότι μύριζε το ίδιο. Ίσως γι’ αυτό δεν την έχω ξεχάσει. Ίσως και να ήθελα να μου τη θυμίζει. Όλα τ’ αγόρια στην ηλικία μου είναι καψουρεμένα με τη μάνα τους. Αλλά ήμουν τόσο ντροπαλός. 

Το καταλάβαινα ότι με συμπαθούσε κι εκείνη. Κλειστή σαν παιδάκι, μόνο σε μένα μίλαγε. Σε κάθε διάλειμμα μαζί. Φεύγαμε και μαζί. Έμενε 2 στενά από το σπίτι μου. Και όσο εγώ ντρεπόμουν τόσο εκείνη το χαιρόταν. Μπορεί να ήταν μικρή αλλά το καταλάβαινε. Θαρρείς και μ’ έπαιζε. Συνέχεια ερχόταν και κόλλαγε δίπλα μου, με χάιδευε περίεργα. Και ξαφνικά εκεί που καθόμασταν στο πάρτι δίπλα δίπλα έσκυψε και χωρίς να πει τίποτα με φίλησε. Στο στόμα. Για 5 αιώνια δευτερόλεπτά. Και μετά ήρθε η φωτογραφία. Γι’ αυτό έχω αυτό το χαμένο βλέμμα. Και τα κατακόκκινα μάγουλα. Θυμάμαι ακόμα πόσο δυνατά χτυπούσε η καρδιά μου. Με είχε φιλήσει η κοπέλα που μου άρεσε μετά από τόσο καιρό, που εγώ δεν τολμούσα ούτε να την κοιτάξω χωρίς να κοκκινίσω. Με είχε φιλήσει μπροστά σε όλους. Ντρεπόμουν για τους συμμαθητές μου. Δεν ήξερα τι να της πω, πως ν’ αντιδράσω. 

Εκείνη φαινόταν ατάραχη, σα να μη συμβαίνει τίποτα, σα να το έχει ξανακάνει εκατό φορές. Και μετά τη φωτογραφία ήρθαν τα κλάματα. Μου ψιθύρισε στ’ αυτί ότι μετακομίζει κι ότι θ’ αλλάξει σχολείο. Στη μέση της χρονιάς. Καταρρακώθηκα, μου έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια. Πιο πολύ επειδή ήταν φίλη μου. Και πάλι σιωπή. Και πάλι δεν ήξερα τι να της πω. Και είπα το πιο απαίσιο πράγμα. «Εντάξει μωρέ δεν πειράζει». Κατέβασε τα μούτρα της αλλά δε μου είπε κάτι. Μετά από περίπου 2 βδομάδες μετακόμισε και δεν την ξαναείδα ποτέ. Μου έμεινε τουλάχιστον η φωτογραφία.

Συγγραφέας: Αργύρης Γιαμάλογλου - Απόφοιτος Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου