Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

“Το ραντεβού” του Αργύρη Γιαμάλογλου



Ήταν το τέταρτο ραντεβού που έβγαινα στη σειρά και αποτέλεσμα κανένα.
«Μα τόσο άσχημος είμαι; Γιατί καμία γκόμενα δε λέει να μου κάτσει;», σκεφτόμουν καθώς έβλεπα την τέταρτη υποψήφια να πλησιάζει απειλητικά, σαν το καρχαρία που παραμονεύει το θήραμα του. Από την άλλη, ίσως ο καρχαρίας γι’ αυτή να ήμουν εγώ.

«Ο χρόνος θα δείξει», σκέφτηκα και φόρεσα το πιο σαγηνευτικό χαμόγελο μου κι έμεινα σαν σταρ του Hollywood με χθεσινή λεύκανση στα δόντια, να την κοιτάζω. 
«Βρε μαλάκα, μην κοιτάς σαν χάνος», μου είπε μία φωνούλα μέσα μου και αμέσως το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη μου και πήρα το αντρικό μου. Αυτό το άδειο, χωρίς χαμόγελα και γλύκες βλέμμα, που παίρνουν όλοι οι άντρες όταν πλησιάζει γκόμενα, που είναι σα να τους έχεις σκοτώσει μάνα και πατέρα μαζί αλλά περιέργως πιάνει πάντα. 

Εκείνη φορούσε ένα μακρύ φουστάνι με ρίγες που μάλλον ήταν της μόδας, γόβες και πέρλες στο λαιμό. «Σικάτη και φραγκάτη», σκέφτηκα μέσα μου και η εσωτερική φωνούλα μου βιάστηκε να με προσγειώσει.
«Ενώ εσύ… τζιν και πουκάμισο από τα ZARA».
«Σκάσε», είπα στην εσωτερική μου φωνούλα που είχε σταματήσει να είναι χαριτωμένη εδώ και ώρα και ήπια μία γουλιά από τη μπύρα μου. Ήταν η δεύτερη που έπινα καθώς είχε αργήσει είκοσι ολόκληρα λεπτά… σιχαίνομαι να με στήνουν γκόμενες το είπα αυτό; Και ένιωθα την κύστη μου να θέλει να βγάλει λόγο.
«Κυρίες και κύριοι είμαι κι εγώ εδώ και έχω πολλά να πω…»
«Γεια», μου είπε λίγο πριν φτάσει στο τραπέζι και ακολούθησε η γνωστή ατάκα γκόμενας που ξέρει ότι έχει κάνει πατατιά.
«Τι ώρα είχαμε πει; Δεν πιστεύω να περίμενες πολύ;»
«Όχι καλέ, αλίμονο. Εγώ έτρεχα σαν τον τρελό μετά τη δουλειά, το στομάχι μου έχει φτάσει στην πλάτη γιατί είμαι με ένα σάντουιτς από το πρωί, με κοιτάνε όλοι σαν τον looser που τον έστησε η γκόμενα αλλά εντάξει…»
«Δεν πειράζει» της είπα, «συμβαίνει σε όλους μας, κι εγώ καθυστερώ καμιά φορά στα ραντεβού».
Σημειωτέον ποτέ, κάτι που σιχαίνεσαι να σου κάνουν σιχαίνεσαι και να κάνεις αλλά οκ αν είναι να σου κάτσει γκόμενα λες κι ένα ψεματάκι παραπάνω, γίνεσαι και λίγο χαλί να σε πατήσει, στην αρχή τουλάχιστον. Μετά ξεκαθαρίζεις ποιος είναι ο άντρας, ποιος είναι η κολώνα του σπιτιού, ο κόκορας στο κοτέτσι και ούτω καθεξής. 

«Δεν έβρισκα να παρκάρω», μου είπε χαριτωμένα και έβγαλε το πανωφόρι της για να αποκαλυφθεί το πληθωρικό της μπούστο. Λοιπόν, κανόνας νούμερο ένα, όταν η γυναίκα λέει, «δεν έβρισκα που να παρκάρω» είναι στατιστικώς βέβαιο ότι έχει smart και το πάρκαρε σε θέση για BMW και δεύτερο όταν με το που κάτσει στο τραπέζι τα βγάλει όλα φόρα παρτίδα εννοεί ότι της αρέσεις, ότι σε γουστάρει, ότι κεραυνοβολήθηκε με την πρώτη ματιά κι ότι 99% αν φερθείς κι εσύ ανάλογα και ξέρεις πώς να χειριστείς το παιχνίδι, θα σου κάτσει. Κι αν θυμηθώ τα τρία προηγούμενα ραντεβού που οι γκόμενες ήταν με το μπουφάν κουμπωμένες μέχρι το λαιμό, ε τότε ναι κυρίες και κύριοι, είχα πολλές πιθανότητες. Η κύστη μου, μίλησε για άλλη μια φορά.
«Σκάσε τώρα έχω δουλειά», της είπα και συγκεντρώθηκα στο βλέμμα της γυναίκας απέναντι μου και στη σταγόνα ιδρώτα που κυλούσε στο λαιμό της και μύριζε κάτι ανάμεσα σε μάνγκο και φραγκοστάφυλο.

«Έχει πολύ ζέστη, εσύ δε ζεσταίνεσαι;» μου είπε και ο κανόνας του μπουφάν καταρρίφθηκε μπροστά στα μάτια μου σαν το world trade center την 11η του Σεπτέμβρη.
«Πολύ», της είπα και ξεκούμπωσα ένα κουμπί από το πουκάμισο μου. Τόσο με έπαιρνε…
«Έχεις ξανάρθει εδώ;»
Ερώτηση παγίδα. Χαμογέλασα και ξερόβηξα για να κερδίσω λίγο χρόνο. Αν έλεγα ότι έχω ξανάρθει θα με πέρναγε για αυτούς τους αργόσχολους που πηγαίνουν όλη μέρα σε μπαρ ρέστοραν για να βρουν γκόμενες, αν πάλι της έλεγα όχι θα με πέρναγε για άσχετο που δεν ξέρω ένα από τα πιο μοδάτα μέρη της πόλης.
«Δε θυμάμαι, νομίζω πέρσι, για το μαγαζί όμως θα μιλάμε τώρα;»
Η τέλεια πάσα. Συνήθως ο διάλογος μετά απ’ αυτό πάει κάπως έτσι.
«Γυναίκα: Όχι, εννοείται, για τι πράγμα θες να μιλήσουμε;
Άντρας: Για σένα. Μόνο για σένα. Όλα τ’ άλλα έσβησαν με το που σε είδα.
Γυναίκα: Έλα σταμάτα, γίνεσαι υπερβολικός.
Άντρας: Πες μου τα πάντα, θέλω να τα μάθω όλα.
Γυναίκα: Ε, τι να σου πω. Ρώτα με.»
Έτσι αρχίζεις και ρωτάς για να ανακαλύψεις ότι είναι μοντέλο, έτσι εξηγείται ότι το σάλιο σου έχει κάνει λιμνούλα στο πάτωμα, ότι έχει πεθάνει η μάνα της, τυχεράκια γλίτωσες την πεθερά, ότι έχει δύο διαμερίσματα κι ένα εξοχικό προίκα γιατί είναι μοναχοπαίδι, σε φαντάζεσαι στην πισίνα με ένα moxito στο χέρι, ότι έχει φασωθεί με την κολλητή της, πιο μικρή βέβαια, ένας καινούργιος κόσμος ανοίγεται μπροστά σου, γεμάτος περιπέτειες και ότι τώρα ψάχνει κάποιον να ερωτευτεί, ναι είσαι πια σίγουρος είναι η γυναίκα της ζωής σου.
«Όχι εννοείται, για τι πράγμα θες να μιλήσουμε;»
Τι έλεγα; Παιχνιδάκι, ο διάλογος είναι τόσο προβλέψιμος πια που ήδη τη φαντάζομαι στο κρεβάτι μου να παίζει με το Σνιάρφυ. Έτσι το ονόμασα, παιδί των Thundercats βλέπεται. Είναι χαριτωμένο και δεν τρομάζει και τις γκόμενες. Απ΄ το να της λες πιάσε μου το Μήτσο ή το Ανακόντα ή το Διαμαντή, λες Σνιάρφυ και σου λέει γούτσου γούτσου…
«Λοιπόν για τι θες να μιλήσουμε;», με επαναφέρει στην πραγματικότητα, «Μήπως για πολιτική; Αλήθεια τι ψήφισες στις τελευταίες εκλογές;»
Ώπα ώπα κοπελιά στάκα, εγώ μιλάω τώρα και λέω ότι θέλω να μιλήσουμε για σένα, γιατί μετά από σένα όλα έσβησαν, με το που σε είδα… μην τα ξαναλέμε. Αν ήθελα να μιλήσω για πολιτική θα πήγαινα στο καφενείο του θείου μου του Μενέλαου. Δε θα έβγαινα blind date με την πρώτη τυχάρπαστη που μου κάνει poke στο facebook. Άσε που οι φωτογραφίες… καμία σχέση. Δε λέω όμορφη αλλά καμία σχέση. Θα μου πεις η μελαχρινή από την ξανθιά γυναίκα απέχει δύο ώρες κομμωτήριο αλλά είχα φτιαχτεί για κάτι πιο ανοιχτόχρωμο αλλά σε περιόδους «κρίσης» δίνεις τόπο στην οργή. Εκείνη να συνεχίζει να με κοιτάζει κι εγώ ακόμα το βλέμμα του ροφού. Να μην ξέρω τι να της πω. Να πω ΠΑΣΟΚ θα σηκωθεί και θα φύγει. Όχι, θα με λούσει με τη μπύρα και μετά θα σηκωθεί να φύγει. Να πω Νέα Δημοκρατία, θα μου πει εσύ φταις για τα σημερινά μας χάλια. Να πω Σύριζα θ’ αρχίσει να μου λέει για τον Αλέξη, και πόσο ωραίος είναι ο Αλέξης και πόσο ηγετικός είναι ο Αλέξης και πόσο Αριστερός είναι ο Αλέξης και τι φωνή έχει ο Αλέξης και αυτόματα το πανούργο αλλά λιγοστό μυαλουδάκι της θα φτιάξει δύο παραθυράκια, στη μια ο κούκλος Αλέξης και στην άλλη εγώ. Να της πω ΚΚΕ, χάνω την αχαλίνωτη βραδιά σεξ, άσε που κινδυνεύω πάνω στην πράξη αν είναι κι εκείνη, μακριά παναγία μου, της ίδιας ιδεολογίας να μου φωνάζει «Έλα σύντροφε, δώστου σύντροφε, και εμπρός σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους…» και μετά που να σηκωθεί ο Σνιάρφυ. Να της πω Οικολόγοι Πράσινοι θα με περάσει για άπλυτο, άσε που δεν έχω και ράστα. Για την Χρυσή αυγή δεν το συζητώ. Την έχω ικανή να σηκωθεί και να ουρλιάζει μέσα στο μαγαζί. Και άντε μετά να βρω στέκι να φέρνω τις γκόμενες.
«Εσύ;» Της απάντησα, ξέροντας ότι έχασα ένα πόντο γιατί φάνηκε να αποφεύγω την ερώτηση της με ερώτηση. Μπορεί να μειώθηκα λίγο στα μάτια της αλλά τουλάχιστον δεν έχασα τον πόλεμο.
«Δημιουργία Ξανά»
«Παρακαλώ;»
«Δημιουργία ξανά».
Τώρα κάτι προσπαθούσε να μου πει αυτή αλλά δεν το έπιανα. Μάλλον θα είναι κανένα από αυτά τα εξυπνακίστικα αστεία των γυναικών που δεν καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιες αλλά γελάνε σα να είπαν το πιο ωραίο ανέκδοτο.
«Ναι, αυτό χρειάζεται η χώρα δημιουργία ξανά», της είπα και της έκλεισα το μάτι πονηρά θεωρώντας ότι πρόκειται για κάποιο kinky υπονοούμενο.
«Δεν  το πιστεύω κι εσύ αυτό ψήφισες Γιώργο μου;»

Ξαφνικά η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει, τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν, το ποτήρι με τη μπύρα γλίστρησε από το χέρι μου κι ευτυχώς προσγειώθηκε στο τραπέζι ανέπαφο. Την κοίταξα μία τελευταία φορά στα μάτια όντας σίγουρος ότι πρόκειται να λιποθυμήσω από λεπτό σε λεπτό. Και το είχα το fucking ένστικτο από την πρώτη στιγμή που την είδα με αυτό το μαύρο μαλλί. Κι εντάξει το χρώμα αλλά και το μήκος; Πώς μακραίνει σε μια βδομάδα πέντε δάχτυλα τουλάχιστον; Θα μου πεις στις μέρες μας όλα γίνονται, οι τρέσες να είναι καλά αλλά πλέον ήταν επιτακτική ανάγκη να ρωτήσω κι ας έκανα λάθος. Κι ας γινόμουν ρεζίλι. Κι ας σηκωνόταν να φύγει. Κι εγώ να έμενα μόνος με το Σνιάρφυ για άλλη μια φορά να βλέπουμε μεταμεσονύχτιο Telemarketing για αποφλοιωτές φρούτων και λαχανικών.
«Να σε ρωτήσω κάτι; Πώς σε λένε;»
«Τι εννοείς;»
Είναι και ηλίθια η γκόμενα, τι εννοεί κάποιος όταν λέει πως σε λένε.
«Το όνομα σου εννοώ, ποιο είναι;» της ξαναείπα.
«Με δουλεύεις ρε Γιώργο; Το όνομα μου δε θυμάσαι;»
«Δε με λένε Γιώργο. Αυτό είναι το πρόβλημα.»
«Τι; Πώς σε λένε;»
«Παντελή.»
«Τι εννοείς;»
Έτσι και με ρωτήσει άλλη μία φορά τι εννοείς πραγματικά θα κάνω φόνο. Έχω αρχίσει να συνειδητοποιώ τη γκαντεμιά μου γι’ αυτό με έχει πιάσει το σιχτίρισμα, συγνώμη αναγνώστη μου, εσύ δε μου φταις σε τίποτα.
«Τελικά δε μου είπες το όνομα σου;», έκανα ακόμα μια προσπάθεια.
«Ελένη», μου απάντησε χαμογελώντας συνειδητοποιημένη ότι ήταν στο λάθος τραπέζι με το λάθος άνθρωπο.

Ξεροκατάπια και δε μίλησα, παρά με τη δύναμη του μυαλού έφερα τα δυο μου χέρια μπροστά στο πρόσωπο μου και τα άνοιξα. Πέντε και πέντε δέκα, μέτρησα και τα ξανακατέβασα. Εκείνη είχε ξαναβάλει το πανωφόρι της μέχρι το λαιμό και αν είχε και κασκόλ θα το φόραγε κι αυτό.
«Συγνώμη», κατάφερε να ψελλίσει και σηκώθηκε άρον άρον από την καρέκλα. Εγώ έμεινα άφωνος να την κοιτάζω να φεύγει, σαν όνειρο, σαν οπτασία, σαν ψέμα. Πήγε στο μετρ όπου της έδειξε το πραγματικό ραντεβού της που την περίμενε κοιτώντας το ρολόι στην άλλη μεριά του μαγαζιού. Εκείνη τη στιγμή μία σκέψη διαπέρασε το μυαλό μου, σαν ανατριχίλα, σαν ηλεκτροφόρο χέλι που μου έκανε τσαλίμια.

«Η δικιά μου που σκατά είναι; Η κανονική δικιά μου…»
Κοίταξα κάτω στα σκέλια μου. Ο Σνιάρφυ είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται. Ούτε η Κανέλλη τέτοιο προεκλογικό διάταγμα. Άσε τα «θα θα θα» του είπα. Απόψε θα σου αγοράσω αποχυμωτή. Καλά-καλά και μίξερ σταμάτα…

Συγγραφέας: Αργύρης Γιαμάλογλου – Φοιτητής Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου