Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Η Άννα Ματζιάρη κέρδισε στον λογοτεχνικό διαγωνισμο ByTheBook


Άλλη μια σπουδάστρια του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής, Tabula Rasa, η Άννα Μάτζιαρη, είναι μία από τις νικήτριες του 1ου λογοτεχνικού διαγωνισμού Bythebook. Θέμα του διαγωνισμού, μια φωτογραφία με τίτλο Ιπτάμενο πλοίο.
Το κείμενο της Άννας έχει συμπεριληφθεί στο βιβλίο Ιπτάμενο πλοίο και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bythebook.

Το επιτελείο των καθηγητών και των σπουδαστών του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής, Tabula Rasa, συγχαίρει την Άννα Μάτζιαρη και της εύχεται: «Εις ανώτερα»!

Βιογραφικό:
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη αλλά από 5 χρονών ζω στην Αθήνα. Εκτοτε τα συχνά ταξίδια με τρένο και το φορτηγό του θείου ήταν ο καμβάς για τις ιστορίες μου. Σπούδασα Μαθηματικά και χρηματοοικονομικά και λατρεύω το θέατρο, τις Κυκλάδες και τα βουνά το χειμώνα. Διαβάζω φανατικά λογοτεχνία, πέρα από τα Ελληνικά και στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και γερμανικά.

Το ιπτάμενο πλοίο -'Αννα Μάτζιαρη

Ένας άντρας με μαύρη γενειάδα, κατεβαίνει στην ξηρά. Θρηνεί τη μοίρα του γιατί κάποτε ορκίστηκε στο Διάβολο ότι θα περνούσε οπωσδήποτε από ένα ακρωτήρι, ακόμα κι αν χρειαζόταν να ταξιδεύει για πάντα.
Ο Διάβολος τον άκουσε και για την υπεροψία του, τον καταδίκασε να περιπλανιέται συνεχώς στις θάλασσες με το πλοίο του, το οποίο πιάνει στεριά κάθε επτά χρόνια.
Ένας άγγελος του είχε πει: Κάθε εφτά χρόνια, τα κύματα της θάλασσας θα σε φέρνουν στην ακτή. Αν βρεθεί γυναίκα να σε αγαπήσει, θα σωθείς.

Το κατ΄ευφημισμόν λιμάνι ήταν μία προβλήτα 5χ2,5. Τη χρησιμοποιούσαν μόνο τα καλοκαίρια συγκεκριμένες ώρες της ημέρας για να δένει η βάρκα από το απέναντι νησί και να μεταφέρει τους επισκέπτες.
Το τελευταίο δρομολόγιο από την ταβέρνα αναχωρούσε 5 το απόγευμα. Στη μέση του δρόμου προς την προβλήτα στεκόταν σα να σε αποχαιρετούσε, πάντα στην ίδια θέση, ο γάιδαρος.

Μπορούσες να καλέσεις το βαρκάρη στο κινητό του για να σε περάσει απέναντι, ώστε να προλάβεις το πρωινό πλοίο για το ταξίδι της επιστροφής.
Όταν σε έπαιρνε με τη βάρκα, ακόμα και αν ήταν η πρώτη φορά που σε έβλεπε, διηγούταν την ιστορία πώς γνώρισε και πόσο αγαπάει τη Μαριγούλα εδώ και σαράντα χρόνια.

-Έχεις δει ποτέ σου κεχριμπάρι; με ρώτησε και ύψωσε προς τον ήλιο το κομπολόι που κρατούσε στα χέρια του. Κοίτα πως γυαλίζει και διαθλά το φως.
Όταν καίγεται, μυρίζει πεύκο. Έχει την κρυστάλλινη διαύγεια της θάλασσας.

-Ξέρεις γιατί φεύγω; Πέθανε ο πατέρας μου. Δε μπορούσα να φύγω νωρίτερα. Πως αλλιώς από το νησί;

Το προηγούμενο βράδυ πήγαμε στο εκκλησάκι, ακόμη δεν το ήξερα, μπορούσα να χαζεύω τα αστέρια, μετά από αυτό θα ντρέπομαι, νομίζω πως θα τον δω σε ένα από αυτά. Και δεν θα είναι εκνευρισμένος, ούτε αγριεμένος.
Όχι, δε θα με διευκολύνει ούτε αυτή τη φορά, απλά θα με κοιτάζει με την ίδια ακριβώς απορία, όπως τότε που τον βρήκα στο νοσοκομείο μετά από έντεκα χρόνια και θα συνεχίζει να με ρωτάει ξανά και ξανά, τρυπώντας τα αυτιά μου με τη βραχνιασμένη του φωνή, συγγνώμη πως είπαμε ότι σας λένε;

Το εκκλησάκι βρίσκεται στην άκρη του νησιού, τρία τέσσερα αλμυρίκια στον αυλόγυρο, άκουγες τον ήχο του ανέμου στα φύλλα τους και κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, έμπαινες κατευθείαν στη θάλασσα. Από την ξεκλείδωτη πόρτα, δύο μανουάλια και η, φαγωμένη από το αλάτι, εικόνα του Ευαγγελισμού.
Το βράδυ κάποιος έριξε την ιδέα να πάμε εκεί. Πήραμε μαζί ένα φορητό κασετόφωνο και το συνδέσαμε με δύο ηχεία που βγάζανε ίσα-ισα ένα γκρινιάρικο ήχο, σαν το επίμονο τερέτισμα των τζιτζικιών που σου τρυπάει το μυαλό, συγγνώμη πως είπαμε ότι σας λένε;

-Ποτέ δεν κοιμούνται; Έχεις μέρες στο νησί; Δεν σε έχω ξαναδεί είπες.
- Είμαι ήδη τρεις εβδομάδες, απάντησα.
-Χαχα, γέλασες βροντερά και χάιδεψες με αυταρέσκεια το πηγούνι σου, τόσο μεγάλο είναι αυτό το νησί τελικά; Μήπως έμενες στην άλλη παραλία;

'Ηθελα να σου πω: Θέλεις να γίνω η Σέντα σου; Δε βαρέθηκες να ταξιδεύεις με το ιπτάμενο πλοίο σου, αλλά για άλλη μία φορά δεν είπα τίποτα.
Έβγαλες ένα μπουκάλι ρακή που είχες κουβαλήσει από την ταβέρνα. Περσινό της Σοφίας. Ζύμωσε και ψωμί.
-Θα πιείς όμως από το μπουκάλι, ξέχασα να φέρω ποτήρια.

-Έλα να κολυμπήσουμε μέχρι απέναντι. Το κρύο νερό στη ραχοκοκαλιά είναι ηδονή. -Μπα δε θα σε ακολουθήσω έχω, ήδη πιει αρκετά.
-Σταμάτα να φοβάσαι και εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω του μόνο κυκλικό θόρυβο.

Πλομπ πλομπ πλομπ.

Τα αστέρια γυάλιζαν ακόμη με την γνώριμη αθωότητα.

Είχε αφήσει ανοικτή την πόρτα. Κυρίως γιατί φοβόταν ότι θα πεθάνει μόνος και κανένας δεν θα τον βρει, παρά μόνο όταν στη θέση των απειλητικών του ματιών θα έχουν μείνει δύο άδειες κόγχες.
Το έμαθα το άλλο πρωί χαράματα, μας έψαχνε η Σοφία σε όλες τις παραλίες. Πρέπει να ειδοποιήσεις το βαρκάρη να σε πάει απέναντι, σε περιμένουν εξάλλου στην Αθήνα.

'Ηρθε μια γριά απ΄την πόλη έφερε το χάσι χάσι Παναγίτσα μου να χάσει.

-'Ελα ανέβα στο πλοίο μου θα πετάξει μέχρι τον ουρανό.
Κράτα με γερά από τα δυο μου χέρια, έτσι και τώρα κλείστα χιαστί και ξεκίνα να γυρίζεις γύρω γύρω από αριστερά, μη φοβάσαι, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, μην αλλάζεις φορά.
-Ζαλίζομαι, γυρίζει η πλατεία τα αστέρια πριν τριάντα πέντε χρόνια λάμπουν ακόμη με τη παλιά αθωότητα.

-Τον έχουμε με τον ορό, αρνείται να φάει αν δεν τον εγχειρίσουμε, η περίπτωση όμως δεν σηκώνει εγχείρηση. Πρέπει να μείνει ακίνητος, το κόκκαλο θέλει χρόνο για να δέσει, αλλά η κατάκλιση θα προκαλέσει ανεπάρκεια σε όλα τα ζωτικά του όργανα.
Πλομπ πλομπ πλομπ.

-Θα πάρω εγώ τη στάχτη του.
-Δε μπορείς να τον κάψεις.

-Είναι στο παγκάκι στον πλατεία. Πηγαίνετε να τον φέρετε.
-Εχω διάβασμα, δεν πάω πουθενά. Ντρέπομαι αν με δουν μαζί του έτσι όπως είναι, τι θα πουν;

-Τους είπα να με αλλάξουν κρεβάτι και να έρθω εδώ στο παράθυρο. Τον βλέπεις αυτόν απέναντι; Είναι πιο μεγάλος από εμένα και θα τον εγχειρίσουν, με σπασμένη λεκάνη είναι και αυτός.
-Να σου δείξω τις φωτογραφίες από το ταξίδι μου στην Κούβα;
-Πότε θα με πας βόλτα; θέλω να δω τον ήλιο και τη θάλασσα.


Εκείνος ξαπλωμένος με ορό. Φοράει μάσκα οξυγόνου. Η αναπνοή του γρήγορη και θορυβώδης. Τα μάτια του είναι κλειστά.

Πλομπ πλομπ πλομπ.

Πλησιάζει και κάθεται στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. Στο θάλαμο υπάρχουν άλλα εφτά κρεβάτια. Τον παρατηρεί. Φαίνεται γαλήνιος.

Πριν έντεκα χρόνια τα μαλλιά του δεν ήταν άσπρα. Δεν τη φοβίζει πια. Κάνει μία απότομη κίνηση, μετακινεί το κρεβάτι που στριγγλίζει και ανοίγει τα μάτια του.
Δεν υπάρχει εκεί πλέον απόρριψη.

Συγγνώμη σας γνωρίζω από κάπου;

Θυμάσαι πως τελείωνε το παραμύθι του ιπτάμενου Ολλανδού που μου διάβαζες και εγώ κόλλαγα θυμωμένη το πρόσωπο μου στο βρεγμένο τζάμι του μπαλκονιού;

Μόλις ο Ολλανδός εγκαταλείπει την ακτή και επιβιβάζεται στο πλοίο φάντασμα, καταφθάνει η Σέντα και ρίχνεται στη θάλασσα, λέγοντας ότι θα είναι πιστή μέχρι τον θάνατο. Το πλοίο, με τη Σέντα και τον Ολλανδό ανέρχεται στον ουρανό.

-Έχεις δει κεχριμπάρι; Εγκλωβίζει μέσα του πράγματα και ζουν αιώνια. Έντομα, φύλλα, την αντανάκλαση του ιπτάμενου πλοίου στο βρεγμένο τζάμι.

'Ηρθε μια γριά απ΄την πόλη έφερε το χάσι χάσι η Αγάπη δε θα χάσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου