Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

"Παιχνίδια μυαλού" της Αγαθονίκης Τσιακάλου



Άνοιξα τα μάτια μου, κοίταξα δεξιά, αριστερά. Τίποτα, δεν μπορούσα να δω τίποτα πέρα από το απόλυτο σκοτάδι. Ήξερα πως ήμουν στο κρεββάτι μου, ένιωθα  με τις άκρες των δακτύλων μου την μάλλινη κουβέρτα μου. «Που βρίσκομαι;» μονολόγησα. Ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος σαν μια καμένη λάμπα να τρεμοπαίζει. Δευτερόλεπτα αργότερα άναψε μια επιγραφή που έλεγε με πράσινα γράμματα ΕΧΕΙΣ ΜΙΑ ΩΡΑ. ΜΗΝ ΑΓΓΙΞΕΙΣ ΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ. Στην δεξιά πλευρά της πινακίδας εμφανίστηκε με κόκκινα γράμματα το νούμερο εξήντα. Πριν προλάβω να σκεφτώ, αυτό ξεκίνησε να μετρά αντίστροφα.

Προσπάθησα να συνηθίσω το σκοτάδι ώστε να βλέπω καλύτερα. Έκλεισα τα μάτια μου για δύο δευτερόλεπτα και πήρα μια βαθιά ανάσα. Ξεκίνησα κάπως μηχανικά χωρίς να ξέρω που πηγαίνω ή τι ακριβώς γινόταν γύρω μου. Προσπάθησα να σκεφτώ πως βρέθηκα εδώ μέσα, τι έκανα εχθές το βράδυ «Μήπως είναι και αυτό μια δοκιμασία; Δεν θυμάμαι τίποτα». Συνέχισα να περπατάω λίγο πιο γρήγορα ενώ το ρολόι που έβλεπα σε κάθε γωνιά που έστριβα μου υπενθύμιζε ότι ο χρόνος μου τελείωνε. 

Για μια στιγμή σταμάτησα. Με την άκρη του ματιού μου είδα ένα πράσινο φως να λαμπυρίζει. Έκανα ένα βήμα πίσω και είδα την γνωστή επιγραφή που μου έλεγε ότι είχα μία ώρα στην διάθεσή μου. Πανικοβλήθηκα, κοίταξα τριγύρω μου, το κρεββάτι μου έλειπε. Έκανα συνέχεια κύκλους. Βρισκόμουν σ’ ένα λαβύρινθο χωρίς κανένα σημάδι διαφυγής. Τι θα κάνω; Σκέφτηκα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, κοίταξα το ρολόι. Μου έμεναν τριάντα λεπτά. Είχα χαραμίσει τόση ώρα χωρίς να ξέρω που πηγαίνω ή πώς να ξεφύγω. Με κυρίευσε πανικός. Άρχισα να τρέχω. Τα πόδια μου πλέον δεν ένιωθαν το δροσερό πάτωμα αλλά τον ιδρώτα που έσταζε το κορμί μου από τον φόβο που με είχε κατακλύσει. Πήγα δεξιά, αριστερά μετά πάλι αριστερά. ΤΙΠΟΤΑ. Κανένα ίχνος διαφυγής. Σταμάτησα λίγο να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά και ασυναίσθητα ακούμπησα σ’ ένα τοίχο. Ξαφνικά ακούστηκε ένας κρότος. Οι τοίχοι άρχιζαν να κουνιούνται και να σχηματίζουν καινούριους διαδρόμους αλλά και αδιέξοδα.  Ο δρόμος που ήταν ανοικτός για να τον διαβώ έκλεινε. Κοίταξα δεξιά. Από πάνω κατέβαινε άλλο κομμάτι του τοίχου που πήγαινε να ενωθεί με το πάτωμα. Κοίταξα τριγύρω μου. Θα εγκλωβιζόμουν. Το έβλεπα. Πήρα την απόφαση, έτρεξα και σύρθηκα κάτω απ’ τον τοίχο. Δευτερόλεπτα αργότερα έκλεισε με δύναμη από πίσω μου. Σηκώθηκα λαχανιασμένη. Κουράστηκα. Τα πόδια μου δεν μπορούσα να τα σηκώσω. Κοίταξα κάτω και είδα ότι βρισκόμουν σε μια κινούμενη άμμο. Προσπάθησα να ξεφύγω, μάταια, ένιωθα πως βουλιάζω όλο και περισσότερο. «Δεν γίνεται να συμβαίνει αυτό!» φώναξα απελπισμένα.

Καθώς προσπαθούσα να κρατηθώ, το πόδι μου βρήκε σ’ ένα σκαλοπάτι. Ανέβηκα. Η κινούμενη άμμος εξαφανίστηκε στη στιγμή. Παραξενεύτηκα. Κοίταξα το ρολόι, έλεγε δέκα. Πήρα μια βαθιά αναπνοή και έτρεξα σαν τον άνεμο. Οι τοίχοι είχαν σταματήσει να κινούνται. Πήγα αριστερά και μετά δεξιά. Αδιέξοδος και πάλι αδιέξοδος. Το ρολόι έδειχνε τώρα τρία λεπτά. Σταμάτησα. Μου ήρθε στο μυαλό η κινούμενη άμμος. Τότε μου ήρθε. Έκλεισα τα μάτια μου και φώναξα «Δεν υπάρχει. Είναι όλα μες στο μυαλό μου». Άκουσα δυνατούς θορύβους σαν κάτι να γκρεμιζόταν. Άνοιξα τα μάτια μου και το μόνο που έβλεπα ήταν φως. Ένα άπλετο φως. Ήμουν στην έρημο. Γύρω μου υπήρχαν γιατροί. Τότε συνειδητοποίησα πως είχα δεχτεί να συμμετέχω σε πεiράματα του στρατού για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε από τον εχθρό σε καταστάσεις πανικού. Να δημιουργηθεί ο καλός στρατιώτης.

Συγγραφέας: Αγαθονίκη Τσιακάλου - Φοιτήτρια Tabula Rasa

2 σχόλια:

  1. Ειλικρινά αγχώνεσαι...σε παρασύρει εντελώς..αν και μικρό είναι πολύ ισχυρό αυτό που σε κατακλύζει διαβάζοντας το!

    ΑπάντησηΔιαγραφή