Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

“Η ιστορία του Δυσπιστόλι Κορλεόνε” της Ειρήνης Δεμέστιχα



Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο της Σικελίας, στο Κορλεόνε, ζούσε μια ισχυρή οικογένεια οι Δον Κορλεόνε.
Οι Δον Κορλεόνε βασίλευαν για πάρα πολλά χρόνια στη Σικελία, με δικαιοσύνη και μεγαλοκαρδία. Για αυτό και το έμβλημα της οικογένειας τους ήταν ένα λιοντάρι που κρατούσε μια μεγάλη καρδιά.

Πριν από μερικές μέρες, η Σεσίλια Κορλεόνε έφερε στον κόσμο ένα μικρό αγόρι, τον μικρό πρίγκιπα του Κορλεόνε.
Τα νέα μαθεύτηκαν στα γύρω βασίλεια, τα οποία προκάλεσαν τόσο χαρά, όσο και μίσος. Ο λαός του Κορλεόνε επισκέφτηκε τον μικρό πρίγκιπα, προσφέροντας του πίστη αλλά και δώρα.
Μέσα στους επισκέπτες, ήταν και οι Δον Τσιτσίο. Οι Δον Τσιτσίο ζούσαν έξω από τη Σικελία και φθονούσαν τους Κορλεόνε, γιατί ό,τι και αν έκαναν, το έκαναν χωρίς αντάλλαγμα. Οι Δον Τσιτσίο προσποιούμενοι ότι ήρθαν για να ευχηθούν για τα νέα της γέννησης, επιτέθηκαν στο βασίλειο για να το κατακτήσουν.
Η Σεσίλια όταν είδε τους Δον Τσιτσίο, έδωσε γρήγορα τον μικρό πρίγκιπα στην Άνταλιντ, την παραμάνα, και τη διέταξε να φύγει παίρνοντάς τον μακριά, δίνοντας της μαζί και το μενταγιόν της. Χρέος της Άνταλιντ ήταν να τον προστατεύσει με κάθε κόστος. Τα τελευταία λόγια της Σεσίλιας: «Δυσπιστόλι τον λένε, να θυμάται πάντα ότι τα όπλα δεν φέρνουν τη χαρά».
Η  οικογένεια Κορλεόνε δεν ανταποκρίθηκε στα πυρά, γιατί πίστευαν ότι μπορούσαν να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους με τους Δον Τσιτσίο, αλλά μάταια.
Τα χρόνια πέρασαν, ο μικρός Δυσπιστόλι ζούσε με την Άνταλιντ σε μια μικρή φάρμα κοντά στη Σικελία. Είχε μετατραπεί σε έναν νέο με μεγάλη καρδιά και ανιδιοτέλεια. Η Άνταλιντ ήταν πολύ περήφανη για τον Δυσπιστόλι, γιατί ήταν ένας πραγματικός διάδοχος των Κορλεόνε.  Το μόνο που την στεναχωρούσε ήταν ότι δεν του είχε πει την αλήθεια για την καταγωγή και την οικογένεια του.
Μια μέρα, ο Δυσπιστόλι πάει χαρούμενος στην Άνταλιντ και της λέει πως οι Δον Τσιτσίο διοργανώνουν αγώνες, όπου ο νικητής θα γίνει ο νέος βασιλιάς του Κορλεόνε και θα πάρει για σύζυγο του, την μοναχοκόρη τους Θάλεια. Η Θάλεια ήταν διαφορετική από τους γονείς της, βοηθούσε κρυφά τους ανθρώπους που είχαν ανάγκη και ο Δυσπιστόλι τη θαύμαζε πολύ.
Η Άνταλιντ όμως του αρνήθηκε κατηγορηματικά.
-Δε θα πας, του είπε.
-Μα γιατί μητέρα; τη ρώτησε.
-Οι Δον Τσιτσίο είναι οι χειρότεροι άνθρωποι σε ολόκληρη τη Σικελία, μόνο πόνο φέρνουν σε όσους τους γνωρίζουν.
-Μα, μητέρα, θα μου δοθεί η δυνατότητα να πολεμήσω και να βοηθήσω τον κόσμο του Κορλεόνε, να ζήσει με δικαιοσύνη αν νικήσω.
Η Άνταλιντ δάκρυσε γιατί στον νου της, ήρθε η ημέρα που πήρε τον πρίγκιπα από το σπίτι του.
-Δε χρειάζεται να ανησυχείς, είμαι αρκετά δυνατός και δε θα πάθω τίποτα, της είπε αγκαλιάζοντάς την.
Η Άνταλιντ, παρά τα όσα έλεγε ο Δυσπιστόλι, κατηγορηματικά αρνούνταν να του επιτρέψει να πάει.
Ο Δυσπιστόλι δεν ήξερε την αλήθεια, και δεν ήξερε πόσο έμοιαζε με την μητέρα του τη Σεσίλια εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά.
Το βράδυ, όταν έπεσε για ύπνο η Άνταλιντ, ο Δυσπιστόλι έφυγε για το Κορλεόνε, αφήνοντας πίσω του ένα σημείωμα.
Φτάνοντας στην μεγάλη πύλη του βασιλείου, ένιωσε περίεργα. Συνέχισε και κατευθύνθηκε προς τον πύργο. Διασχίζοντας το χωριό, μια μεγάλη γυναίκα σε ηλικία τον πλησίασε και του είπε: «Αφέντη Κορλεόνε, είσαι στα αλήθεια εσύ;»
Ο Δυσπιστόλι της χαμογέλασε και της είπε: «Κάποιο λάθος θα κάνετε».
Η γυναίκα, αν και ήταν μεγάλη σε ηλικία, επέμεινε «Εσύ δεν είσαι ο γιος του Βίτο και της Σεσίλια Κορλεόνε, των πιο ευγενικών ηγετών στο Κορλεόνε;»
Ο Δυσπιστόλι της είπε πάλι ευγενικά: «Κάποιο λάθος θα κάνετε, εγώ είμαι γιος της Άνταλιντ, μιας φτωχής αγρότισσας».
Η γυναίκα αρνούνταν να το δεχτεί κι επέμεινε: «Ψάξε για το έμβλημα των Κορλεόνε». Λέγοντας αυτά, έφυγε κουνώντας με απορία το κεφάλι.
Ο Δυσπιστόλι συνέχισε τον δρόμο του, αλλά πριν πάει στον πύργο για να δηλώσει συμμετοχή για τους αγώνες, πήγε προς την Βιβλιοθήκη του βασιλείου.
Η Βιβλιοθήκη του βασιλείου είχε χτιστεί από την πραγματική του μητέρα, τη Σεσίλια, που ήθελε να βοηθήσει τον κόσμο να μορφωθεί. Όσο ζούσαν οι Κορλεόνε, υπήρχε η επιγραφή «Προς τιμήν της Σεσίλιας», αλλά όταν ανέλαβαν οι Τσιτσίο, αυτή η επιγραφή δεν υπήρχε πια.
Ο Δυσπιστόλι μπαίνοντας στη βιβλιοθήκη συνάντησε έναν ηλικιωμένο άνδρα.
-Μα τα χίλια ουράνια, είσαι στα αλήθεια εσύ αφέντη; είπε γουρλώνοντας τα μάτια ο γέροντας.
-Κάποιο λάθος θα κάνετε, είπε ευγενικά ο Δυσπιστόλι.
-Με συγχωρείς γιε μου, μάλλον θα φταίει που είμαι τόσο γέρος και μας λείπει η οικογένεια Κορλεόνε. Τι θα ήθελες;
-Μήπως έχετε βιβλία για το έμβλημα Κορλεόνε;
Όλα τα βιβλία για τους Κορλεόνε, είχαν διατάξει οι Δον Τσιτσίο να καταστραφούν. Αλλά ο γέρος άνδρας, πιστός για μια ζωή στους προηγούμενους βασιλιάδες του, είχε φτιάξει μια μικρή καταπακτή στην οποία υπήρχε όλη η ιστορία των Κορλεόνε.
-Εσένα ποιος σου μίλησε για το έμβλημα; Ρώτησε με απορία ο ηλικιωμένος άνδρας.
-Μια περίεργη γυναίκα που συνάντησα στο χωριό. Επέμενε κι εκείνη πως είμαι ο πρίγκιπας αυτού του βασιλείου! απάντησε ο Δυσπιστόλι.
-Μα η ομοιότητά σας είναι εκπληκτική! Το γέρικο ένστικτό μου λέει πως αυτό είναι ένα καλό σημάδι… Έλα μαζί μου!
Κλείδωσε πρώτα την κεντρική πόρτα του μαγαζιού, έβαλε την επιγραφή «κλειστό» και διέσχισαν μαζί, ανάμεσα από τα ράφια, έναν κρυφό διάδρομο, για να βρεθούν σε μια βιβλιοθήκη-κρύπτη.
Ο Δυσπιστόλι είδε σε αυτή την κρύπτη εκατοντάδες βιβλία για τους Κορλεόνε.
«Ορίστε», του λέει ο ηλικιωμένος άνδρας και του δίνει το γενεαλογικό δέντρο των Κορλεόνε με το έμβλημα του λιονταριού και της καρδιάς. Το έμβλημα αυτό έμοιαζε με το μενταγιόν που του είχε δώσει η μητέρα του Άνταλιντ, το οποίο του είχε πει πως ήταν το σημαντικότερο δώρο της ζωής του.
Ο Δυσπιστόλι ζήτησε να μάθει την ιστορία αυτής της ένδοξης οικογένειας.
-Όλοι χάθηκαν, του αποκρίθηκε.
-Δηλαδή; τον ρώτησε.
-Πριν από 18 χρόνια, όταν γεννήθηκε ο πρίγκιπας του Κορλεόνε, οι Δον Τσιτσίο επιτέθηκαν στους Κορλεόνε για να κατακτήσουν το βασίλειο.
-Και ο πρίγκιπας τι απέγινε; ρώτησε γεμάτος απορία ο Δυσπιστόλι.
-Κανείς δεν ξέρει, μόνο φήμες υπάρχουν.  Ότι η Σεσίλια τον έδωσε στην παραμάνα της να φύγουν ή ότι δολοφονήθηκε όπως οι γονείς του. Κανείς δεν ξέρει τι πραγματικά συνέβη εκείνη την ημέρα. Εκείνη η μέρα είναι μέρα πένθους για όλους εμάς στο Κορλεόνε. Όλοι προσευχόμαστε να είναι σώος και να έρθει μια μέρα πίσω, να μας γλυτώσει από τους Δον Τσιτσίο.
Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε άλλο, χτύπησε δυνατά η πόρτα.
-Μείνε εδώ αγόρι μου και μην κάνεις φασαρία, είπε ο γέρος άνδρας και κατευθύνθηκε προς την κεντρική είσοδο.
Βγαίνει βιαστικά από την κρυφή κρύπτη, όταν στάθηκε μπροστά στην κεντρική είσοδο έτριψε πολλές φορές τα μάτια του, γιατί δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Νόμιζε ότι ονειρευόταν.
Έξω από το μαγαζί βλέπει μια μορφή όχι και τόσο γερασμένη, αλλά τόσο γνώριμη. Ανοίγει γρήγορα την πόρτα λέγοντας «Πες μου ότι είσαι στ’ αλήθεια εσύ; Ο χρόνος ήταν πολύ καλός μαζί σου… Πού ήσουν τόσα χρόνια; Γιατί έφυγες χωρίς ένα αντίο;». Η γνώριμη και τόσο αγαπημένη μορφή ήταν της αρραβωνιαστικιάς του της Άνταλιντ, η οποία είχε φύγει πριν 18χρόνια τόσο ξαφνικά από το Κορλεόνε.
Η Άνταλιντ τον χάιδεψε απαλά στο πρόσωπο.
-Αγαπημένε μου Έντουαρντ, θα στα πω όλα, όμως πρώτα πρέπει να με βοηθήσεις να βρω τον Δυσπιστόλι.
Ο Έντουαρντ την κοίταξε με απορία.
-Τον γιο της Σεσίλια και του Βίτο Κορλεόνε. Έφυγε κρυφά να έρθει να πάρει μέρος στους αγώνες, αλλά δεν ξέρει ότι κινδυνεύει, του είπε.
Ο Δυσπιστόλι, όταν άκουσε την φωνή της Άνταλιντ, βγήκε αμέσως έξω.
Η Άνταλιντ με το που τον είδε έτρεξε και τον αγκάλιασε.
-Ευτυχώς είσαι καλά, του είπε.
-Μητέρα τι συμβαίνει; την ρώτησε.
Η Άνταλιντ του είπε όλη την αλήθεια για την πραγματική καταγωγή του.
Η ιστορία της Άνταλιντ έδωσε περισσότερο θάρρος στον Δυσπιστόλι για να αγωνιστεί και να διορθώσει τα πράγματα.
Παρά τις αντιρρήσεις της Άνταλιντ, ο Δυσπιστόλι έλαβε μέρος στους αγώνες.
Στο χώρο της διεξαγωγής των αγώνων, ο Δον Τσιτσίο έβγαλε τον καθιερωμένο λόγο.
-Δε θα δείξετε έλεος, όποιος καταφέρει να νικήσει, θα γίνει και ο νέος άρχοντας του τόπου. Όποιος δείξει έλεος, θα έχει την τύχη του ηττημένου.
Οι αγώνες ξεκίνησαν. Ο φόβος κυριαρχούσε στα πρόσωπα όλων των θεατών.
Ήρθε η σειρά του Δυσπιστόλι.
Όταν βρέθηκε στον αγωνιστικό χώρο, όλοι οι θεατές φώναζαν δυνατά από χαρά.
Ο Δον Τσιτσίο και η οικογένεια του δεν ήξεραν το λόγο.
Θυμωμένος ο Δον Τσιτσίο διέταξε να σταματήσουν. Ο Δυσπιστόλι στάθηκε μπροστά του και του είπε:
-Εσύ να σταματήσεις! Αποκρίθηκε με δυνατή φωνή.
-Ποιος είσαι εσύ και μου λες τι να κάνω; είπε νευριασμένος ο Δον Τσιτσίο, σουφρώνοντας τα χείλη του και χαϊδεύοντας το μεγάλο τσιγκελένιο μουστάκι του. 
-Ο Δυσπιστόλι Κορλεόνε, γιος του Βίτο και της Σεσίλιας Κορλεόνε, αυτός που θα σε πάει στη δικαιοσύνη για όλα τα εγκλήματα σου.
-Φρουροί, σκοτώστε τον αμέσως! Να ακόμα ένας ανόητος των Κορλεόνε».
-Σε καλώ σε μονομαχία, ο ηττημένος θα τιμωρηθεί, είπε ο Δυσπιστόλι.
Ο Δον Τσιτσίο, μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, δέχτηκε. Όλοι οι θεατές είχαν παγώσει. Ο Δον Τσιτσίο κατέβηκε στον αγωνιστικό χώρο για να αντιμετωπίσει τον νεαρό.
Έβγαλαν και οι δύο τα ξίφη τους και η μονομαχία ξεκίνησε.
Ο Δον Τσιτσίο ήταν αρκετά ματαιόδοξος και θεωρούσε πως ο Δυσπιστόλι ήταν αδύναμος. Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα του έλεγε να σταματήσει γιατί δεν είχε καμία ελπίδα και εκείνος θα του χάριζε την ζωή αφήνοντας τον να ζήσει για πάντα σε ένα κελί.
Ο  Δυσπιστόλι, όμως, κατάφερε να νικήσει τον Δον Τσιτσίο, εκτοξεύοντας ψηλά και μακριά το ξίφος του.
Το κοινό αγανακτισμένο  φώναζε στον Δυσπιστόλι να τον σκοτώσει. Ο πρίγκιπας, όμως, πέταξε το όπλο του και είπε:  «Όπως η μητέρα και ο πατέρας μου, έτσι και εγώ θα στείλω αυτόν και τους ομοίους του στη δικαιοσύνη».
Ο Δον Τσιτσίο εκνευρισμένος για ακόμα μια φορά, αναφώνησε με υπεροψία: «Για δες, ένας δειλός Κορλεόνε».
Ο Δυσπιστόλι του απάντησε «Δειλός είσαι εσύ που χρησιμοποιείς τη βία για να πάρεις αυτό που θέλεις. Η δύναμη της δικαιοσύνης και της ανιδιοτέλειας είναι δυνατότερη από κάθε όπλο».
Και ζήσαμε εμείς καλά και ο Δυσπιστόλι με τη Θάλεια βασιλεύοντας μαζί στο Κορλεόνε σαφώς καλύτερα. Έκαναν και δύο παιδιά που αγαπούσαν την περιπέτεια, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. 

Συγγραφέας: Ειρήνη Δεμέστιχα - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου