Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

"Συναισθηματικοί φόβοι" της Άννας Λαϊτσά



Ξύπνησα σε πανικό. Κάποιος μου είδε δέσει χέρια και πόδια. Κάποιος μου έκλεισε το στόμα με ταινία. Νιώθω πόνο και τρόμο, κάποιος με έχει απαγάγει. Ποιος είναι αυτός; Γιατί δε θυμάμαι τίποτα; Πού είμαι; Κοίταξα γύρω μου. Τίποτα απ’ όσα έβλεπα δε μου θύμιζαν κάτι γνώριμο. Αποκεφαλισμένα ζώα κρεμασμένα στον τοίχο. Σίδερα που εχουν αμπαρώσει παράθυρα και πόρτες. Προσπαθώ να ελευθερωθώ.

Κοιτώ γύρω μου τα αντικείμενα, ψάχνω κάτι να με βοηθήσει. Στο τραπέζι μία αποξειραμένη ανθοδέσμη χωμένη στη σκόνη και ένα τασάκι με σβησμένα αποτσίγαρα. Σαν να μην έχει ακουμπήσει κανείς το τραπέζι μήνες. Φως πουθενά. Τα περισσότερα  ρολά κατεβασμένα. Τα πράγματά μου πουθενά. Να ουρλιάξω θέλω..  Κάνω δεύτερες σκέψεις προπαθώντας να καταλαγιάσω λίγο τον πανικό που νιώθω και να δω τι λύση μπορώ να βρω. Ησυχία παντού. Κανείς γύρω.
Αρχιζω και τρίβω τους καρπούς των χεριών μου μεταξυ τους με μανία και το σκοινί χαλαρώνει. Αν απελευθερωθούν τα χέρια μου θα είναι όλα πολύ πιο εύκολα. Τρίβω, τρίβω, τρίβω και νομίζω ότι έχουν πάρει φωτιά,με πονούν τόσο που ξέρω πως θα ματώσουν. Δεν έχω, όμως, άλλη επιλογή. Πέρασε ένα ακόμα λεπτό και νομίζω πως ο χρόνος τρέχει. Τρομάζω μην μπει κανείς ξαφνικά και με σκοτώσει. Όχι Θεέ μου, σε παρακαλώ, μη μου το κάνεις αυτό! Το παιδί μου, Θεέ μου, το μικρό μου αγοράκι… Αυτό μονάχα μου δίνει κουράγιο! Και πού να βρίσκεται τώρα; Σε αυτή τη σκέψη, μεσ’ τον πανικό μου, λύθηκε επιτέλους το σκοινί!
Λύνω γρήγορα, πολύ γρήγορα τα χέρια μου κι ύστερα αμέσως χωρίς να χάνω χρόνο τα πόδια και το στόμα. Αρχίζω να τρέχω χωρίς να ξέρω πού πάω. Ψάχνω για κάτι , οτιδήποτε μπορεί να με βοηθήσει. Ένα τηλέφωνο, σκέφτηκα. Ένα τηλέφωνο! Τρέχω σε ένα μακρύ διάδρομο, χωρίς πόρτες. Μόνο τοίχος γύρω μου, γυμνός από κάδρα και πρίζες. Και στο βάθος ένα παράθυρο. Κι ύστερα συνεχίζει ο ιδιος τρομακτικός διάδρομος. Συνεχίζω να τρέχω. Κι όταν φτάνω στο παράθυρο, στέκομαι να δω απ’ έξω. Ίσως  μου δώσει μία πληροφορία για το πού είμαι, σκέφτομαι. Κοιτώ και βλέπω το απέραντο χάος. Μα πού είμαι; Ακούω έναν ήχο και αρχίζω να τρέχω ξανά…κι ενώ τρέχω φαντάζομαι το απέραντο κενό που μόλις είδα. Ο ήχος δυναμώνει και θυμίζει βάδισμα που γίνεται όλο και πιο γοργό. Πρέπει να φύγω! Τώρα. 
Στο βάθος μία παλιά σιδερένια πόρτα. Δες. Μια πόρτα! Ο Θεός με λυπήθηκε και μου έστειλε μια λύση. Πρέπει να φτάσω γρήγορα, να την ανοίξω, να φύγω. Τρέχω ακόμα πιο γρήγορα, τόσο γρήγορα που ποτέ δεν πίστευα ότι μπορώ να τρέξω. Πρέπει να σωθώ. Πρέπει. Πρέπει να φτάσω στην πόρτα. Φτάνω και εύχομαι να μην είναι κλειδωμένη. Τρέχω γρήγορα και οι εικόνες από το παράθυρο μπερδεύονται με τη λαχτάρα μου να φτάσω, με τον ήχο, με τον πανικό. Μπερδεύεται και ο ενθουσιασμός με τον φόβο… με τον φόβο για το τι υπάρχει πίσω από την πόρτα. Αν υπάρχει το απέραντο κενό; Τρέχω και πρέπει τώρα να αποφασίσω, τώρα. Αν μείνω με σκοτώνουν, αν υπάρχει κενό και πηδήξω αυτοκτονώ….  φτάνω στη πόρτα Θεέ μου, τρέχω! Φτάνω στη πόρτα και δεν έχω αποφασίσει. Φτάνω και απλώνω το χέρι να τη φτάσω…

Συγγραφέας: Άννα Λαϊτσά - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου