Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

“Η γκρινιάρα κοιμωμένη” της Μαρίας Παπαμαργαρίτη

Εμένα με λένε Μαρία και μου αρέσουν οι ιστορίες. Μου αρέσει να ακούω όλων των λογιών τις ιστορίες. Μα περισσότερο αυτές που είναι οι πιο περίεργες και οι λιγότερο γνωστές. Γιατί για να πω την αλήθεια έχω αρχίσει μερικές φορές να βαριέμαι να ακούω τις ίδιες και τις ίδιες. Και κάθε φορά που ακούω μια ιστορία αλλιώτικη απ’τις άλλες, κάθομαι και σας τη γράφω. Γιατί πώς αλλιώς θα συνεχίσει να υπάρχει αν δεν την ακούμε όλο και περισσότεροι; 

Έτσι έγινε και με αυτήν την ιστορία που θα σας πω σήμερα, που να λέμε τώρα την αλήθεια με έβαλε σε μεγάλο μπελά σκέψεων. Εγώ θυμάμαι από μικρή πόσο σημαντικό είναι να ξυπνάς στην ώρα σου. Έτσι με έμαθαν δηλαδή. Κάθε βράδυ έπρεπε να πηγαίνω στο κρεβάτι νωρίς και κάθε πρωί να ξυπνάω νωρίς. Θυμάμαι τη γιαγιά μου που είχε μανία με τις παροιμίες και κάθε φορά που μ’έβλεπε στις διακοπές με ρώταγε «η καλή μέρα από τι φαίνεται;» και εγώ σαν καλό παιδάκι απαντούσα «από το πρωί γιαγιά, από το πρωί.». «Μπράβο κοκόνα μου» μου΄λεγε η γιαγιά και μου χάιδευε το κεφάλι. «Γι’αυτό και το βράδυ θα κοιμάσαι νωρίς και εγώ το πρωί θα σε ξυπνώ πουρνό πουρνό». Τι διακοπές και κουραφέξαλα. Η γιαγιά δε πίστευε σε αυτά. Έλεγε ότι ο ύπνος γιατρεύει μόνο αν γίνεται στις σωστές ώρες. Άντε τώρα να της εξηγούσα εγώ πόσο μου άρεσε να χουζουρεύω το πρωί και να σηκώνομαι μετά τις 10.
 
Η ιστορία όμως που θα σας πω σήμερα, έτσι όπως μου την είπε προχτές η γατούλα της Σάσας της νέας μας γειτόνισσας, μου τα’μαθε πάλι τελείως διαφορετικά. Και άντε τώρα να τα ξεμπερδέψω μέσα μου. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Προχτές την ώρα που έφτιαχνα το πρωινό μου και ό,τι είχα κάνει την πρώτη δαγκωνιά στη φέτα του ψωμιού μου με τη μερέντα (ναι ξέρω μη βιάζεστε... ξέρω ότι το μέλι είναι πιο υιγεινό αλλά ε, είμαι μερεντού τι να κάνουμε; Για αυτό και την τρώω συνήθως το πρωί για να κάνω μετά γυμναστική) ακούω τις φωνές της κυρά -Σάσας από δίπλα. «Ουστ παλιόγατο. Σε βαρέθηκα. Δε φτάνει που σε κουβάλησα με τη μετακόμιση χωρίς να κουραστείς καθόλου, δε φτάνει που σε έχω με το φρέσκο σου μαριδάκι κάθε μέρα, ακόμα γκρινιάζεις. Βγες έξω. Δεν αντέχω άλλο. Με κούρασες. Τ’ ακούς; Με κούρασες πολύ πάλι σήμερα. Άντε να φτιάξω ένα καφεδάκι να ηρεμήσω. Και όταν έρθεις στα συγκαλά σου τότε ξαναέλα. Αλλιώς άντε γεια.»
 
Ανοίγω σιγά σιγά την πόρτα μου και βλέπω από τη χαραμάδα τη γάτα της την Ορελί να κατεβαίνει ακροπατώντας τη σκάλα. Α, ναι ξέχασα να σας πω. Εγώ μένω στο ισόγειο και η κυρά Σάσα στον πρώτο. Διώροφη μονοκατοικία είναι το σπίτι μας. Και ο πάνω όροφος είναι του θείου μου που τον νοικιάζει γιατί μένει μόνιμα στο Ντουμπάι. Κανονικά ο θείος στο ενοικιαστήριο απαγορεύει τα κατοικίδια μα όταν γνώρισα την κα Σάσα είχα τόσο μαγευτεί από την γάτα της που έκανα αυτό που λέμε εμείς οι μεγάλοι «τα στραβά μάτια». Τα μάτια της Ορελί της γάτας της ήταν λες και έβλεπες άνθρωπο, δεν ξέρω πώς αλλιώς να σας το εξηγήσω αυτό. Αναστατωμένη και εγώ είπα να μη φανώ ότι παρατηρώ και έκλεισα σιγά σιγά την πόρτα επιστρέφοντας στο πρωινό. Μα έλα μου όμως που η Ορελί με είχε δει. Και σκρατς σκρουτς χτύπησε την πόρτα. Με το που άνοιξα φρρ μπήκε μέσα σα σίφουνας. «Συγγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας αλλά θέλω κάπου να μιλήσω. Αν δεν τα πω θα σκάσω» μου λέει και τσαπ τσουπ δίνει ένα σάλτο και θρονιάζεται στη μια καρέκλα της κουζίνας.
 
Στήλη άλατος δεν έμεινα γιατί όπως σας είπα μου αρέσουν οι ιστορίες. Άλλο που δεν ήθελα να μάθω τι είχε να μου πει. Τώρα βέβαια ίσως σηκώσετε λίγο με απορία τα φρύδια γιατί δεν έχετε ακούσει ποτέ γάτα να μιλάει. Μα θα σας πω το μυστικό. Άμα θέλετε πολύ να ακούσετε ιστορία, τότε θα δείτε μόλις αφεθείτε ελεύθεροι ότι όλοι έχουν φωνή και μιλούν αρκεί να βρουν αυτί πρόθυμο να τους ακούσει.
 
Και έτσι η Ορελί, αφού της έφτιαξα και ένα τσαγάκι γιατί πολύ είχε στενοχωρηθεί με τον καβγά της με την κυρά Σάσα άρχισε να μου αποκαλύπτει σιγά σιγά το μυστικό που κουβαλούσε. «Το παραμύθι με την ωραία κοιμωμένη το ξέρεις, έτσι δεν είναι;» με ρωτάει. «Ε, και ποιος δεν το ξέρει;» της λέω και εγώ. «Και όμως δεν το ξέρεις» απαντά με στόμφο και με καρφώνει στα μάτια.
 
Τότε για να πω την αλήθεια έμεινα λίγο στήλη άλατος. Γιατί η ωραία κοιμωμένη είναι μία από τις αγαπημένες μου ιστορίες. Και τώρα η Ορελί μου έλεγε ότι δεν την ξέρω. Μα την άφησα εννοείται να συνεχίσει.
 
Εμένα που με βλέπεις δεν ήμουν πάντα γάτα. Μια φορά και έναν καιρό γεννήθηκα σε μια βασιλική οικογένεια. Χα, απίστευτο και όμως αληθινό. Ναι, ναι σε βασιλική οικογένεια με μπαμπά βασιλιά και μαμά βασίλισσα. Μα δεν ήμουν και πολύ καλό παιδάκι. Αφού η μαμά μου με κοίταζε την ώρα που νόμιζε ότι κοιμόμουν και αναστέναζε η καημένη «Μα γιατί σε μένα; Ένα παιδάκι ζήτησα και να μου βγει τόσο γκρινιάρικο;» μονολογούσε. Και δώσε του εγώ υποκρινόμουν ότι κοιμόμουνα βαθιά, έριχνα και κανά ροχαλητό και με το ζόρι κράταγα το γέλιο μου που τόσο πολύ την ταλαιπωρούσα. Μου την έδινε ρε παιδάκι μου να με έχουν όλοι στα όπα όπα. Να μη με αφήνουν να αγγίξω τίποτα, να μη μπορώ να δοκιμάσω τίποτα αν δεν το δοκίμαζαν πρώτα οι υπηρέτες για να σιγουρευτούμε ότι δεν είχε τίποτα κακό, να φοβούνται να βγω στη βροχή λες και ήμουν από ζάχαρη, για να μην κρυώσω. Ένα Όχι Ορελί, Πρόσεχε Ορελί, Μη Ορελί,  συνέχεια. Πόσο να αντέξει αλήθεια μια ψυχή φυλακισμένη; Πόσο αλήθεια; Ε για αυτό και εγώ είχα βρει τον τρόπο να τους σπάω τα νεύρα. Μου τα ‘σπαγαν αυτοί που δεν με άφηναν να κάνω τίποτα, θα τους τα ‘σπαγα και εγώ με τη γκρίνια μου. Να φανταστείς μια φορά είχα φτάσει να τους πω με θράσος «Σας ζήτησα εγώ να με γεννήσετε; Όχι βέβαια. Για αυτό το καλό που σας θέλω αφού με φέρατε στον κόσμο χωρίς να σας το έχω ζητήσει, αφήστε με να ζήσω όπως θέλω. Μου έφερναν το πιο καλό ψάρι ή το πιο γλυκό ψωμί, μπαμ εγώ έριχνα τα πιάτα. Όλο κάτι μου μύριζε, όλο κάτι δε μου άρεσε. Εκεί δε που έσπαγα την περισσότερη πλάκα ήταν όταν μου απαγόρευαν κάτι και εγώ το έκανα επίτηδες για να γελάσω με την αγανάκτησή τους.
 
Κάθε μέρα περνούσε πολύ ωραία όλο περιπέτεια. Γιατί κάθε μέρα είχα σκοπό να βρω τον τρόπο που θα τους έσπαγα τα νεύρα. «Δεν μπορεί κάποια στιγμή θα βαρεθούν και θα σταματήσουν να μου απαγορεύουν», σκεφτόμουν. Έλα μου όμως που όσο πέρναγαν τα χρόνια τόσο πιο αυστηροί στις απαγορεύσεις γινόντουσαν. Και φτάνουν τα 16μου γενέθλια. Μεγάλη γιορτή χαμός, αλλά το πρόσωπο της μητέρας μου κατακίτρινο από την αγωνία. Γιατί βλέπεις της είχαν προβλέψει οι τρεις Μοίρες που με έιχαν μοιράνει ως μωρό πως όταν φτάσω στα 16 αν τρυπηθώ από ρόκα θα κοιμηθώ για πάντα.
 
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα δει μέχρι τότε ρόκα ούτε ήξερα με τι μοιάζει. Πού να βρεις ίντερνετ στα χρόνια εκείνα; Μα τη μέρα εκείνη κατέβηκα πάλι για να τους τρομάξω να κρυφτώ στο κελάρι. Και όπως πάω πίσω από ένα βαρέλι γλιστράει μια κουρελού και βλέπω μια πορτούλα τόση δα κάτω από τα πόδια μου. Την ανοίγω και κατεβαίνω σε ένα υπόγειο ακόμα πιο κάτω. Και στο τελευταίο σκαλοπάτι βλέπω αραχνιασμένη μια τεράστια θαρρείς βελόνα ίσαμε το μπόι μου. Πάω να την πιάσω και το μεσαίο δάχτυλό μου τρυπήθηκε αυτόματα λες και κάποιος έσπρωξε την βελόνα να με τρυπήσει. Με περηφάνια και το αίμα να τρέχει, ανέβηκα άτσαλα τα σκαλιά σκίζοντας και το φόρεμά μου και βρέθηκα μπροστά στους γονείς μου. Με το που με βλέπει η μητέρα μου αρχίζει το κλάμα. Μετά δε θυμάμαι τίποτα. Ξαφνικά άρχισα να νυστάζω τόσο που έπεσα ξερή στο πάτωμα.
 
Πολλές φορές προσπαθώ να θυμηθώ τα όνειρα που έβλεπα μα δε θυμάμαι τίποτα. Αναστέναξε η Ορελί και έκανε μια παύση. Την κοίταζα με δέος. «Δηλαδή είσαι η ωραία κοιμωμένη» της είπα.
 
Ωραία δεν ξέρω, μα κοιμωμένη υπήρξα σίγουρα, αναστέναξε η Ορελί.  Αυτό που θυμάμαι αμέσως μετά, δεν ξέρω και πόσα χρόνια μετά, 100 μου είπε η Σουσού, είναι ένα πρόσωπο πάνω από το κεφάλι μου να με κοιτάει με θαυμασμό. Με το που άνοιξα τα μάτια μου, βλέπω αυτό το πρόσωπο να στέκεται από πάνω μου σα να θελε να μου κόψει τον αέρα που ανέπνεα. Πριν προλάβω να πω κάτι, άρχισε να με βομβαρδίζει στις ερωτήσεις. Πώς με λένε, πόσον καιρό κοιμόμουν και γιατί ήμουν μέσα σε ένα παλάτι που όλοι ήταν κοιμισμένοι. τι άσχημη μύτη, σκέφτηκα αμέσως. Πω πω και τι ολόστραβα δόντια. Με έπιασε αμέσως η γκρίνια μου. «Δε με παρατάς και εσύ» του λέω αγανακτισμένη και με ένα σάλτο κάνω να σηκωθώ. Τα ουρλιαχτά του γκρέμισαν το παλάτι. Στάχτη οι τοίχοι του σκοτείνιασαν εκείνο το πρωινό. «Μα εσύ, εσύ είσαι γάτα», ούρλιαζε ο πρίγκιπας. Μα τι λέει ο τρελός σκεφτόμουν και άρχισα να προσπαθώ να στηριχτώ στα πόδια μου. Μα τα πόδια μου καπνός. Μόνο αυτά τα λευκά μακρύτριχα πράματα είχα με αυτές τις νυχάρες. Άρχισα να φοβάμαι. Με έπιασε μια απίστευτη φαγούρα από όλο το τρίχωμα που τώρα βλέπεις τόσο καθαρό και το θαυμάζεις.
 
Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα. Ο πρίγκιπας όπου φύγει φύγει και εγώ έμεινα εκεί παρέα με τα μουστάκια μου. Άρχισα να ψάχνω για τους άλλους μα κανένα σημείο κανενός. Οπότε και έφυγα για το δάσος ψάχνοντας να βρω τι θα κάνω.
 
Εκεί ήταν που η κουκουβάγια η Σουσού μου εξήγησε τι είχε γίνει. Βλέπεις σύμφωνα με το χρησμό από τις Μοίρες αν τρυπιόμουν από βελόνα θα κοιμόμουν 100 χρόνια, και μετά ένας όμορφος πρίγκιπας θα με ξυπνούσε. Μα αν ο πρίγκιπας που θα με ξυπνούσε δε μου άρεσε και παρέμενα αιώνια γκρινιάρα, τότε θα ξύπναγα βέβαια αλλά θα ήμουν γάτα.
Και σε ρωτάω τώρα εγώ, ποιος σου δίνει το δικαίωμα να ξυπνάς όποιον απολαμβάνει έναν ωραίο ύπνο;
 
Η ώρα είχε περάσει αρκετά και έπρεπε να φύγω για τον οδοντίατρο. Πήγα να γκρινιάξω πόσο γρήγορα περνάει η ώρα. Μα αμέσως κρατήθηκα. Έβλεπα την Ορελί να γλύφει τα μουστάκια της και με έπιασε τρόμος ξαφνικά. Και άντε να ξυπνήσεις γάτα αν είσαι γκρινιάρης για τιμωρία. Μα αν ξυπνήσεις ως ποντίκι; Ή ως σκουληκαντέρα;
 
«Πάντως η γκρίνια σου παραμένει», της είπα μεταξύ αστείου και σοβαρού. «Μυαλό δεν έβαλες;» και η Ορελί τεντώνοντας την κορμάρα της κάπου ανάμεσα στο τραπέζι και στην καρέκλα μου χαμογέλασε ναζιάρικα «από το να είχα παντρευτεί τον κακάσχημο πρίγκιπα με τα στραβά δόντια, καλύτερα να ζω ως γάτα. Άσε που ταξιδεύω και τσάμπα τόσα χρόνια. Κάθε φορά βρίσκω ένα κοσμοπολίτικο αφεντικό και γυρνάω τον κόσμο. Γατίσια επισκέπτρια του χρόνου, όχι παίζουμε» είπε η Ορελί ναζιάρικα.
 
Από προχτές σκέφτομαι συνέχεια τον ύπνο και το ξύπνιο. Αλήθεια γιατί να ξυπνάμε αυτόν που κοιμάται γαλήνια; Μήπως είναι καλύτερα να κοιμάσαι παρά να ξυπνάς γιατί πρέπει σώνει και καλά; Ποιος φτιάχνει τους κανόνες; Και για ποιο λόγο αλήθεια; Ίσως άμα η Ορελί ξυπνούσε μόνη της κάποια στιγμή να ήταν καλύτερα. Ίσως πάλι αν ακόμα κοιμόταν να έβρισκε το δρόμο ο όμορφος πρίγκιπας για να τη βρει. Το σίγουρο είναι ότι καλύτερα είμαστε αν ξυπνάμε από μόνοι μας επειδή το θέλουμε και όχι επειδή κάποιοι νομίζουν ότι πρέπει να μας ξυπνήσουν. Ας δουν πρώτα τι πρέπει να κάνουν αυτοί για να είναι ευτυχισμένοι ξύπνιοι και θα βρουν και οι άλλοι το δρόμο τους είτε τους αρέσει να κοιμούνται πολύ είτε όχι. Ουφ, δεν ξέρω και εγώ, πολύ έχω μπερδευτεί με αυτήν την ιστορία της γκρινιάρας κοιμωμένης, μα το σίγουρο είναι ότι η γκρίνια ποτέ δεν έκανε καλό. Ή μήπως πάλι καμιά φορά μας βοηθάει να καταλάβουμε με τον δικό της ανάποδο τρόπο πόσο ωραία μπορεί να είναι η ζωή αν δεν γκρινιάζουμε; 

Συγγραφέας: Μαρία Παπαμαργαρίτη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου