Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

"Ήλιος και σχολική τσάντα" της Αντιγόνης Παπαγιαννάκη


Ο ήλιος ήταν πολύ στενοχωρημένος, είχε χάσει κάθε όρεξη για ζωή. Εκείνος που είναι η πηγή ζωής κάθε πλάσματος που ανασαίνει στη γη, εκείνος τώρα ήθελε να εξαφανιστεί, να χαθεί, να φύγει, να κρυφτεί. Ήταν βαθιά ερωτευμένος με την νεράιδα της λίμνης, αλλά εκείνη δεν τον ήθελε για άντρα της.
Την πρωτοείδε όταν η νεράιδα κολυμπούσε στη λίμνη κι έπειτα, αφού βγήκε απ’ αυτήν έστρεψε το πανέμορφο πρόσωπό της προς εκείνον, αφήνοντας τις ζεστές του ακτίνες να αγγίξουν τα μάτια, τα κατάξανθα μαλλιά και να χαϊδέψουν για να ζεστάνουν το υπέροχο νεραϊδίσιο σώμα της. Ο ήλιος την ερωτεύτηκε αμέσως και από τότε κάθε πρωί, έβγαινε και φώτιζε τον κόσμο μόνο για χάρη της. Όμως άδικα την παρακαλούσε να γίνει γυναίκα του, άδικα της ετοίμασε ολόχρυσο θρόνο και άρμα πιο μεγάλο από το δικό του, εκείνη αρνιόταν με επιμονή. Η λίμνη ήταν το σπίτι της, το παλάτι της, δεν ήθελε αλλά και δεν μπορούσε να ζήσει μακριά της, ήθελε να βρίσκεται στο νερό, αλλιώς θα πέθαινε. Αυτό ακριβώς του εξήγησε στην τελευταία τους συνάντηση και ο ήλιος με λύπη, μαζί και απογοήτευση, της είπε οτι δεν επρόκειτο να τον ξαναδεί ποτέ πιά. Έφυγε γρήγορα και αντί να δύσει, κρύφτηκε στο πρώτο πράγμα που βρήκε μπροστά του, σε μια κόκκινη σχολική τσάντα ακουμπισμένη στα πόδια ενός κρεβατιού, που ανήκε στον μικρό Γιαννάκη.

Ο μικρός Γιαννάκης μόλις είχε τελειώσει τα μαθήματά του και ετοιμαζόταν να πάει για ύπνο, όταν είδε ένα φως να βγαίνει από το φερμουάρ της κόκκινης τσάντας του. Την άνοιξε και με μεγάλη έκπληξη είδε να είναι μέσα σ’ αυτήν ο ήλιος.
- Είσαι ο ήλιος; ρώτησε με απορία
- Ναι είμαι ο ήλιος.
Ο Γιαννάκης δεν πίστευε στα μάτια του με αυτό που έβλεπε και ρώτησε πάλι.
- Μα καλά εσύ δεν έπρεπε να είσαι στον δρόμο για το σπίτι σου, να ξεκουραστείς, να κοιμηθείς και αύριο να ανατείλεις ξανά;
- Δεν πρόκειται να ανατείλω ποτέ ξανά, απάντησε λυπημένα ο ήλιος.
Ο Γιαννάκης κατάλαβε αμέσως ότι κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε στον ήλιο και ρώτησε με γλυκιά φωνή.
- Θα ήθελες να μου πεις τί σου συμβαίνει;
- Όχι, δεν θέλω να σου πω, είπε θλιμμένα ο ήλιος, είμαι πολύ κουρασμένος και στενοχωρημένος και θέλω να μείνω μόνος μου. Μόνο σε παρακαλώ μην πεις σε κανέναν ότι βρίσκομαι στην τσάντα σου, θα το κάνεις αυτό για μένα;
- Βέβαια θα το κάνω, έχεις τον λόγο μου είπε ο Γιαννάκης και ξάπλωσε στο κρεβάτι του για να κοιμηθεί, ενώ ο ήλιος, έκλεισε το φερμουάρ και χώθηκε πιο βαθιά στη τσάντα του Γιαννάκη.
Ο ήλιος το είπε και το έκανε, η απουσία του δεν έφερε τη μέρα, η νύχτα συνεχίστηκε, οι άνθρωποι πανικοβλήθηκαν και δεν πήγαν στις δουλειές τους, τα παιδιά δεν πήγαν στα σχολεία τους, έκανε κρύο, τα φυτά συνέχιζαν να απορροφούν οξυγόνο αφού η φωτοσύνθεση μόνο με το φως του ήλιου μπορεί να γίνει και γενικά υπήρχε αναστάτωση.  Ο Γιαννάκης όταν ξύπνησε ήταν σκοτάδι, είδε οτι ο ήλιος βρισκόταν ακόμα στην τσάντα του και ήταν στο ίδιο σημείο που την άφησε το προηγούμενο βράδυ και κατέβηκε κάτω, όπου ήταν συγκεντρωμένη η οικογένεια. Από την τηλεόραση άκουσε οτι ο ήλιος είχε εξαφανιστεί και οτι όλοι οι επιστήμονες του κόσμου έψαχναν με μανία να τον βρουν και να τον αναγκάσουν να βγει πάλι στον ουρανό. Ο Γιαννάκης μόλις το άκουσε, ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιό του σήκωσε γρήγορα την τσάντα και ξάπλωσε μαζί της στο κρεβάτι, σκεπάζοντας την όσο καλύτερα μπορούσε με τις κουβέρτες.
- Δεν μπορώ να πάρω ανάσα έτσι όπως με κουκούλωσες, είπε ο ήλιος ανοίγοντας λίγο το φερμουάρ.
- Τί θέλεις να κάνω; μήπως έχεις να προτείνεις κάτι καλύτερο; δεν ξέρω πού αλλού να σε κρύψω, οι επιστήμονες ψάχνουν σαν τρελοί να σε βρουν, όλος ο κόσμος είναι ανάστατος, η ζωή χωρίς την παρουσία σου κινδυνεύει, κι εσύ παραπονιέσαι επειδή σε τύλιξα με κουβέρτες για να σε κρύψω καλύτερα; άσε τα παράπονα και κάτσε φρόνιμος, ειδάλλως θα σε βρουν και θα σε υποχρεώσουν να ανέβεις στον ουρανό και σύ είπες οτι θέλεις να μείνεις μόνος σου, έτσι δεν είπες;
- Έτσι είπα, απάντησε ο ήλιος.
- Κινδυνεύεις κι εσύ; ρώτησε ο ήλιος.
- Ναι κι εγώ.
- Κι η νεράιδα της λίμνης; ρώτησε με αγωνία ο ήλιος
- Κι εκείνη επίσης, απάντησε ο Γιαννάκης
- Τότε αφού είμαι τόσο απαραίτητος για να συνεχιστεί η ζωή στη γη, εσύ γιατί κάνεις τόση προσπάθεια για να με κρύψεις;
- Γιατί δεν είμαι προδότης, δεν σου έδωσα τον λόγο μου να μην πω σε κανένα οτι είσαι μέσα στην τσάντα;
- Ναι, είπε ο ήλιος, μου τον έδωσες.
- Τον κράτησα τον λόγο μου και δεν είπα σε κανέναν πού είσαι, είπε ο Γιαννάκης και συνέχισε, έπειτα δεν είναι ωραίο να σε υποχρεώνουν να κάνεις κάτι που δεν θέλεις και εσύ σήμερα δεν ήθελες ν’ ανέβεις στον ουρανό και φέρεις την μέρα. Σημασία έχει  ν’ αγαπάει κάποιος αυτό που κάνει και όχι να το κάνει από υποχρέωση.
Και μετά από λίγο ρώτησε μαλακά και με ενδιαφέρον.
-Η νεράιδα της λίμνης είναι η αιτία που είσαι τόσο στενοχωρημένος.
- Ναι είπε ο ήλιος και η φωνή του μόλις που ακούστηκε, δεν με θέλει για άντρα της.
- Καλά το κατάλαβα, είπε ο Γιαννάκης και μετά από λίγο, “κάτι τέτοιο συμβαίνει και σε μένα” ψιθύρισε.
- Δηλαδή; ρώτησε με περιέργεια ο ήλιος και άνοιξε λίγο το φερμουάρ της τσάντας.
- Να η Μαιρούλα η συμμαθήτριά μου δε θέλει να παίζει μαζί μου, προτιμάει να παίζει με άλλα παιδιά, εγώ όμως πάντα της δίνω τη μισή σοκολάτα μου και  δεν τρώω τις καραμέλες μου, τις δίνω όλες σ’ εκείνη και τα μπισκότα μου επίσης.
- Και δεν στενοχωριέσαι που εκείνη δε σε θέλει; ρώτησε ο ήλιος κι άνοιξε περισσότερο το φερμουάρ.
- Ναι στενοχωριέμαι, αλλά πάλι της δίνω όλα όσα έχω.
-Και γιατί συνεχίζεις να το κάνεις αυτό, αφού εκείνη δεν θέλει να παίζει μαζί σου; ξαναρώτησε ο ήλιος ανοίγοντας λίγο ακόμα το φερμουάρ.
- Γιατί την αγαπάω και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς και ας μη με θέλει εκείνη. Θέλω να την βλέπω να είναι χαρούμενη, γιατί όταν δεν είναι, δεν έχω όρεξη ούτε να παίξω ούτε να διαβάσω τα μαθήματά μου.
- Και δεν ζητάς από την Μαιρούλα να σ’ αγαπήσει λιγάκι κι εκείνη; ρώτησε με μεγάλη απορία ο ήλιος ανοίγοντας εντελώς το φερμουάρ.
- Όχι είπε ο Γιαννάκης πολύ σοβαρά.
-Γιατί όχι;
- Δεν πρόκειται να της ζητήσω ποτέ τίποτα, γιατί αγάπη είναι να δίνεις και όχι να ζητάς να πάρεις, κι εάν θέλει εκείνη να μ’ αγαπήσει ας μ’ αγαπήσει από μόνη της, εγώ την αγαπάω για μένα, γιατί επειδή υπάρχει εκείνη τα κάνει να φαίνονται όλα γύρω μου πιο όμορφα και πιο φωτεινά και αφού αγαπάω εκείνη αγαπώ κι όλο τον κόσμο, γι’ αυτό.
Ο ήλιος είχε βγει εντελώς από την τσάντα και τυλιγμένος μέσα στις κουβέρτες σκεφτόταν για ώρα αυτά που άκουσε από τον Γιαννάκη. Ο μικρός είχε δίκιο, εκείνος όμως αντί να συνεχίσει να ανατέλλει στον ουρανό και να χαρίζει ζωή κι’ αγάπη στα πλάσματα της γης μαζί και στην αγαπημένη του νεράιδα, προτίμησε να κρυφτεί στην σχολική τσάντα του Γιαννάκη για να κλάψει τη μοίρα του και να λυπηθεί με την ησυχία του τον εαυτό του. Φέρθηκε ανόητα και απερίσκεπτα, όποιος αγαπάει γίνεται γενναίος και δυνατός και εκείνος δεν αγαπούσε με τον ίδιο τρόπο που αγαπούσε ο Γιαννάκης. Ο μικρός Γιαννάκης αγαπούσε την Μαιρούλα και μαζί με εκείνη κι όλο τον κόσμο, ενώ ο ίδιος αγαπούσε την όμορφη νεράιδα, αλλά προτίμησε να κρυφτεί με αποτέλεσμα να κινδυνέψουν να χαθούν όσοι ζουν στη γη. Αυτή η σκέψη δεν του άρεσε καθόλου, τρόμαξε, έγινε άσπρος σαν το χαρτί, κόντεψε να λιποθυμήσει και τράβηξε λίγο τις κουβέρτες για να πάρει αέρα. Ευτυχώς που δεν τον πρόδωσε ο μικρός, γιατί τότε θα τον έστελναν με τη βία στον ουρανό κι εκείνος δεν θα καταλάβαινε ποτέ του οτι, η αληθινή αγάπη είναι δύναμη, δύναμη θέλει το να δίνεις, το να χαρίζεις τον εαυτό σου και να μην ζητάς ποτέ κανένα αντάλλαγμα, παρά μόνο να θέλεις να είναι ο άλλος ευτυχισμένος και χαρούμενος. Κι ακόμη, ό,τι αν κάνεις, να το κάνεις γιατί το θέλεις και το αγαπάς και όχι από υποχρέωση. Πέταξε τις κουβέρτες από πάνω του βιαστικά και έτρεξε προς το παράθυρο για να προλάβει έστω και καθυστερημένα να ανατείλει, ενώ ο μικρός Γιαννάκης με την κόκκινη σχολική τσάντα του στο χέρι ετοιμάστηκε για το σχολείο. Ο ήλιος πριν φύγει τον αγκάλιασε δυνατά και του είπε οτι ποτέ δεν θα ξεχνούσε όσα είχε κάνει για κείνον κι οτι από τότε και στο εξής θα πρόσφερε την αγάπη και το φως του στον κόσμο, μόνο και μόνο για να βλέπει τα πλάσματα της γης να είναι ευτυχισμένα και χαρούμενα. Κι όσο για την αγαπημένη του νεράιδα, θα την αγαπούσε από ψηλά, θα την αγκάλιαζε με τις ακτίνες του, θα την ζέσταινε με την αναπνοή του, θα την έντυνε με τα χρώματα της δύσης του, κι εκείνη μετά, αν ήθελε ας τον αγαπούσε από μόνη της.

Συγγραφέας: Αντιγόνη Παπαγιαννάκη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου