Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

"Με βασιλικό διάταγμα" της Εύας Κουλιαρίδου


Ο σύμβουλος του Μεγάλου Βασιλιά,  Άλβις έκανε δυο βήματα μπροστά, κοίταξε τον βασιλιά και απευθύνθηκε στους ιππότες. "Σήμερα συνέβη κάτι συνταρακτικό. Ο Βαλ, ο γιος και διάδοχος του θρόνου σκοτώθηκε, τον άρπαξαν σύμφωνα με μαρτυρίες τα ξωτικά αλλά στο δρόμο δέχθηκαν επίθεση από τα Στοιχειά. Για όλα αυτά φταίνε τα πλάσματα αυτού του τόπου, τα οποία είναι μια κατάρα για την χώρα Σαντάρα. Όπως είναι γνωστό δεν υπάρχει άλλο αρσενικό παιδί  και η κατάσταση είναι δύσκολη..."
"Θέλω να τους σκοτώσετε όλους..." φώναξε ο Μεγάλος Βασιλιάς. "Να μη μείνει κανένα, όλα τα πλάσματα και μέσα σε αυτούς οι μάγοι και οι μάγισσες".
Ο Αμβρόσιος ως επικεφαλής είχε παγώσει από τα νέα αλλά ήξερε ό, τι θα έλεγε ο Βασιλιάς θα έπρεπε να εκτελεστεί.  Έκανε ένα βήμα μπροστά και πήρε τον λόγο, " Μεγάλε Βασιλιά, θα κάνουμε όπως προστάξεις αλλά οδηγούμε τον κόσμο σ' ένα καινούργιο πόλεμο. Μάγοι και μάγισσες, είναι θνητοί..."
"Από σήμερα τους κηρύσσω και αυτούς πλάσματα", απάντησε ο Βασιλιάς.
"Βασιλιά μου οι μάγοι έχουν χαθεί πάνω από εκατό χρόνια αλλά η τελευταία γενιά από μάγισσες... Βασιλιά μου, είναι η αδερφή σας. Θέλετε να σκοτώσουμε την αδερφή σας;".

Ο Μεγάλος Βασιλιάς έδωσε την θανατική καταδίκη της αδερφής του. Ο Αμβρόσιος ήταν δεύτερος στην σειρά διαδοχής από την βασιλική φρουρά και υποψήφιος για να γίνει πρώτος. Το μεγαλύτερο αξίωμα που ονειρεύεται κάθε ιππότης, όταν μπει στην Βασιλική Φρουρά. Ο πατέρας του Αμβρόσιου ήταν για χρόνια πρώτος, είχε πεθάνει στον Πρώτο Πόλεμο. Ο Αμβρόσιος ήταν αυτός που έπρεπε να εκτελέσει την απόφαση του Βασιλιά.
Η Φρέγια ήταν μια κοπέλα δέκα εννέα ετών. Είχε πολλά χρόνια διαφορά από τον αδερφό της, τον Μεγάλο Βασιλιά, Σεθ. Ήταν ένα γλυκό κορίτσι, με βελούδινη φωνή και γεννήθηκε με το χάρισμα της μαγείας. Η Φρέγια ήταν η τελευταία μάγισσα. Η δύναμή της ήταν ακόμα μικρή αλλά ήδη κατάφερνε να "γοητεύει" τα ζώα και ειδικά της γάτες. Όπου πήγαινε η Φρέγια πάντα την ακολουθούσαν. Όταν στεναχωριόταν κατάφερνε να κάνει τον καιρό να "παρασυρθεί" μαζί της και όσοι την γνώριζαν πάντα έλεγαν, "Βρέχει, ποιος στεναχώρησε την Φρέγια;".
Έτσι εκείνη την ημέρα όταν ο Αμβρόσιος συνέλαβε και προφυλάκισε την γλυκιά Φρέγια, έβρεχε ασταμάτητα και οι αστραπές πέφταν επανωτά. Οι γάτες ούρλιαζαν σαν λύκοι. Ο Αμβρόσιος ήταν ο μόνος που δεν τον τρόμαζε η Φρέγια και εκείνη δεν είχε σταματήσει να κλαίει. Ο Μεγάλος Βασιλιάς είχε βγάλει ετυμηγορία, να καεί η Φρέγια στην πυρά. Ο Αμβρόσιος ήταν εκείνος που της πήγαινε φαγητό μέσα στο κελί της και κάθε φορά την ρωτούσε αν θα ήθελε τίποτα άλλο. Η Φρέγια έμενε ασάλευτη στην γωνιά της και τα μαλλιά της ήταν μούσκεμα από το κλάμα.
Μια μέρα η Φρέγια σταμάτησε να κλαίει. Τότε είχε βγει το πιο όμορφο ουράνιο τόξο. Όλα του τα χρώματα ήταν ολοζώντανα και οι αμυγδαλιές στον κήπο του παλατιού είχαν ανθίσει. Ο Αμβρόσιος ντυμένος μέσα στα χρυσά, ο θώρακάς του καλογυαλισμένος όπως πάντα και οι μπότες του φρέσκο λουστραρισμένες. Ο Αμβρόσιος ήταν υπόδειγμα ιππότη, όπως έλεγαν όλοι. Πάντα έτοιμος για το καθήκον, όποια ώρα και να τον καλούσαν, εκτελούσε όλες τις εντολές του Μεγάλου Βασιλιά χωρίς καμία αντίρρηση. Ήταν αυτός που θα έπρεπε να οδηγήσει αλυσοδεμένη την Φρέγια μπροστά σε όλους τους ευγενείς και άρχοντες, από όλη την χώρα, μέσα στην αυλή του παλατιού για να την οδηγήσει στην πυρά.
Εκείνη την ημέρα, η Φρέγια με τα καταγάλανα μάτια της κοίταξε για πρώτη φορά τον ιππότη. "Τι έκανα εγώ, άρχοντά μου και με μισεί τόσο ο μονάκριβος αδερφός μου; Ποτέ μου δεν τον αδίκησα, ποτέ μου δεν διεκδίκησα τίποτα παραπάνω. Ο ανιψιός μου, που τόσο αγάπησα και σπάνια έβλεπα, γιατί είχα την κατάρα να γεννηθώ με την ιδιότητα της μάγισσα, πέθανε, δολοφονήθηκε και έκλαψα τόσο πολύ. Το ξέρω, όλοι το ξέρουν όταν κλαίω κλαίει και ο ουρανός. Θυμάσαι άρχοντά μου, μαύρος ήταν ο ουρανός. Εγώ έκλαιγα. Πονούσα για τον αδικοχαμένο Βαλ. Μα εκείνος άρχοντά μου, ήθελε να πάει να συναντήσει τα Ξωτικά. Είχε λόγο, μου το είχε εκμυστηρευτεί μερικά βράδια πριν, πριν από το άδικο τέλος του. Κάποια μέρα θα γινόταν εκείνος Μεγάλος Βασιλιάς και δεν ήθελε άλλες διαμάχες. Δεν ήθελε, άρχοντά μου, άλλο πόλεμο. Δεν του κάναν κακό τα Ξωτικά, όχι. Ούτε εγώ. Εκείνα τα Στοιχειά ήταν. Ξέρω τι θα μου πεις, τι σημασία έχει αν είναι τα Ξωτικά ή τα Στοιχειά, όλα είναι πλάσματα. Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους άρχοντά μου, δεν είναι όλοι το ίδιο, υπάρχουν καλοί και κακοί. Τα Στοιχειά είναι κακά. Εγώ τι έκανα; Τι έκανα εγώ; Όταν μου το είπε αυτό, όχι του απάντησα. Να μη πάει πουθενά, του είπα και ότι είναι επικίνδυνα αλλά πήγε. Δεν έχω τόσες δυνάμεις, ώστε να μπορώ να καθηλώσω κάποιον κάπου. Ό,τι κάνω απλά το κάνω, δε ξέρω με ποια δύναμη γίνεται αλλά δεν θέλω να κάνω κακό σε κανέναν. Τι έκανα εγώ άρχοντά μου και με μισεί ο αδερφός μου; Τι;"
Τα λόγια της εκείνα μπήκαν μέσα στην καρδιά του Αμβρόσιου. Δεν καταλαβαίνει τι είναι αυτό που νιώθει, γιατί χτυπούσε η καρδιά του τόσο δυνατά. Έπρεπε να της μιλήσει αυστηρά, ήταν κρατούμενη, μιλούσε ευθέως σε έναν ιππότης της Βασιλικής Φρούρας. Η λογική του έλεγε να την μαλώσει, να την υποτάξει αλλά η καρδιά του είχε λιώσει με τα χρυσά δάκρυα της Φρέγιας.
Έμεναν μόνο τρεις μέρες πριν φτάσει στο τέλος της η Φρέγια και ο Αμβρόσιος είχε αρχίσει να αναπτύσσει μία ιδιαίτερη συμπάθεια στην νεαρή μάγισσα. Της είχε φέρει κρυφά την χτένα της αλλά εκείνη ήταν αλυσοδεμένη. Γύρω από τις αλυσίδες της, περασμένες πέτρες από ίασπι, για να περιορίζουν τις δυνάμεις της αλλά εκείνη δεν είχε ακόμα την δύναμη της φλόγας, ούτε την δύναμη να σπάει ατσάλι, ούτε κάτι άλλο. Έτσι ο Αμβρόσιος προσφέρθηκε να της χτενίσει τα μακριά ξανθά μαλλιά της. Εκείνη τον κοιτούσε στα μάτια μονάχα για λίγο και έπειτα έσκυβε το βλέμμα της. Κάθε τόσο έριχνε και ένα δάκρυ, που μεταμορφωνόταν σε χρυσό.
Ο Αμβρόσιος για πρώτη φορά ήταν έτοιμος να αψηφήσει την τιμή του, να χάσει την θέση του και να ακολουθήσει αυτό που μέχρι πρότινος δεν ήξερε ότι χτυπάει έτσι σαν τρελό μπροστά από μια όμορφη νεαρή ύπαρξη, την καρδιά του. Ο Αμβρόσιος ελευθέρωσε την Φρέγια και την πήρε από το μπουντρούμι. Εκείνος είχε βγάλει την χρυσή στολή του και τον θώρακά του, που κάποτε επιμελώς περιποιόταν και φόρεσε μια απλή μάλλινη τουνίκα. Την έπιασε από το χέρι, δίχως φόβο και απλά της ζήτησε να τον ακολουθήσει. Φύγανε μέσα από το παλιό πέρασμα της Στενής Πύλης, που οδηγούσε στον Βορά και στο Απέραντο Τέλος. Περάσανε μέσα από τις κατακόμβες και τα περάσματα που έμοιαζαν σαν φίδια και οδηγούσαν έξω από την πόλη.
Είχαν καταφέρει να φτάσουν αρκετά μακριά από την πόλη. Περπατούσαν στα σύσβατα μονοπάτια, περνούσαν ανάμεσα από πουρνάρια και τις αστοίβιδες. Μέσα στο μισοσκόταδο ο Αμβρόσιος κοίταξε ότι καταπάνω τους ερχόντουσαν ένα σμήνος με κοράκια. Οι Θεοί τον τιμωρούσαν, είχε πει στον εαυτό του αλλά η Φρέγια του είπε ακριβώς το αντίθετο. Η Φρέγια στάθηκε μαρμαρωμένη πάνω σ' ένα βράχο και ο Αμβρόσιος δεν ήξερε πλέον τι να κάνει, η Φρέγια δεν τον άκουγε, φώναζε ότι έπρεπε να τρέξουν. Τα κοράκια είχαν κατέβει στο έδαφος και μια αγέλη από λύκους είχε εμφανισθεί, ο Αμβρόσιος είχε βάλει το χέρι στο σπαθί. Η Φρέγια χαμογέλασε και εκείνος απλά δεν καταλάβαινε.
"Μη φοβάσαι καλέ μου ιππότη, είναι οι βαλκυρίες μαζί τους λύκους."
Εκείνος τις ήξερε μόνο από μύθους. Αναρωτιόταν αν ήταν αλήθεια αυτό που ζούσε, "τελικά τα πλάσματα αναγνωρίζονται και τρέχουν στην ανάγκη τους;" αναρωτήθηκε. Πριν ολοκληρώσει τις σκέψεις του, οι βαλκυρίες γίναν γυναίκες που τους πρόσταζαν να τους ακολουθήσουν, καλπάζοντας έναν από τους λύκους τους. Μέχρι το ξημέρωμα έτρεχαν μέσα από τα αχανή δάση, όταν κάποια στιγμή η Φρέγια ανακοίνωσε στον Αμβρόσιο ότι οι βαλκυρίες πρέπει να τους αφήσουν. Τότε ο Αμβρόσιος είχε συνειδητοποιήσει ότι είχαν φτάσει στα βουνά των Ξωτικών.
Τον Αμβρόσιο και την Φρέγια τους κυνήγησαν ιππότες και μισθοφόροι του Μεγάλου Βασιλιά. Η Φρέγια και ο Αμβρόσιος είχαν ερωτευτεί και προστατευόντουσαν από τα Ξωτικά αλλά οι μέρες της ευτυχίας ήταν λίγες. Στα σύνορά τους είχε καταφτάσει μεγάλος στρατός, που αποζητούσε όχι μόνο τον θάνατο του Αμβρόσιου και της Φρέγιας αλλά και όλων των πλασμάτων. Ο βασιλιάς των Ξωτικών Άβας, αναγκάστηκε να πάρει την μεγάλη απόφαση, για να σώσει όσους περισσότερους μπορούσε. Ξωτικά, νάνοι, λυκάνθρωποι, νεράιδες, βαλκυρίες, τελώνια, όλα τα πλάσματα είχαν μαζευτεί και μία μάγισσα.
Η απόφαση του Βασιλιά Άβα ήταν ξεκάθαρη, "Με μαγικό τρόπο θα χωρίσουμε, αυτόν τον κόσμο, η δύση θα είναι δικιά μας και η ανατολή δικιά τους. Κανείς από τα πλάσματα δε θα μπορεί να μπει στην ανατολή και κανένας άνθρωπος δεν θα μπορεί να μπει στην δύση. Φρέγια, εσύ, έχεις διπλή ιδιότητα, μπορείς να πας και από την άλλη πλευρά αλλά εδώ σε χρειαζόμαστε".
"Ναι αλλά άμα μείνω εγώ από εδώ, ο Αμβρόσιος θα πρέπει να φύγει και άμα φύγει θα τον σκοτώσουν. Όχι δε μπορώ, καλύτερα μαζί του" η γλυκιά Φρέγια άρχισε να δακρύζει και να τρέμει.
"Εσύ, πολυαγαπημένη μου θα μείνεις. Εδώ είναι το σπίτι σου. Είχες δίκιο, υπάρχουν παντού καλοί και κακοί. Δεν θέλω να κλαις για μένα γιατί και αυτό σαν ιππότης πρέπει να το αντιμετωπίσω. Φρέγια ήρθε η ώρα μου να τιμωρηθώ αλλά ποτέ δεν θα το μετανιώσω που σε έσωσα, που σε αγάπησα".
Οι δυο του αποχωρίστηκαν για πάντα και μαζί με αυτούς χωρίστηκε και αυτός ο κόσμος. Ο Αμβρόσιος για την Στενή Πύλη έγινε συνώνυμο με την προδοσία και όχι για τον ηρωισμό του αλλά αυτός ο κοινός θνητός ήταν ο ήρωας για τον κόσμο των πλασμάτων, γιατί τους έδωσε κάτι που για πάρα πολλά χρόνια είχε χαθεί.

Συγγραφέας: Εύα Κουλιαρίδου - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου