Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

"Ο μεγαλύτερος εφιάλτης" της Ευαγγελίας Αντωνάκη


Ο μεγαλύτερος εφιάλτης μου ήταν πάντα  να χρειαστεί να ζήσω σε ένα σπίτι  χωρίς θέρμανση και στο κρύο δωμάτιο να με περιμένει ένα βουνό ρούχα που χρειάζονται σιδέρωμα.
Δεν υπήρχε σε αυτό το σενάριο πείνα, δίψα, ούτε καν άδειο πορτοφόλι. Δεν είχε κλέφτες να με απειλούν, ούτε σκυλιά να με κυνηγούν πέντε η ώρα το πρωί στους έρημους δρόμους ούτε εμένα παγιδευμένη σε χαλάσματα μετά από σεισμό με ένα μπουκαλάκι νερό που πρέπει να μην τελειώσει ποτέ, ή να βρίσκομαι σε μία άγνωστη πόλη που βυθίζεται στο σκοτάδι από καταιγίδα που μαίνεται έξω, με τον αέρα να βογκάει αναποδογυρίζοντας κάδους και ξεριζώνοντας δέντρα. Δεν έμενα με το αυτοκίνητο από βενζίνη στη Βασιλίσσης Σοφίας ενώ είχα μπει παράνομα στο δακτύλιο, δεν είχε το φόβο να χτυπήσει στις 11 το τηλέφωνο και να είναι από το σχολείο των παιδιών,  ή να έχει τελειώσει ο καφές και να το διαπιστώνω στις έξι  το πρωί, ούτε να ταξιδεύω  χωρίς να έχω πάρει το  βιβλίο μου.
Πόσο μάλλον το φόβο ότι κάνω πάρτι και δεν σηκώνεται κανείς να χορέψει, ή ότι  μία μέρα με εγκαταλείπουν όλοι μου οι φίλοι σαν να μην υπήρξα ποτέ.
Η συλλογή μου είναι πολύ πλούσια.


Ότι θα χάσω την ακοή μου και δεν θα μπορώ να ακούω μουσική, ότι θα είμαι γριά, άρρωστη, μόνη και από περηφάνια δεν θα φωνάζω κανέναν να με βοηθήσει.
Στο σενάριο φαντάσου, δεν υπήρχε καν η σκηνή που βρίσκω τον άντρα μου με άλλη να πίνει τρυφερό καφέ σε γνωστό στέκι στην Αθήνα αντί να είναι στη δουλειά, κι εγώ τον βλέπω αλλά εκείνος δεν με βλέπει.
Και φυσικά πουθενά στη λίστα μου δεν υπήρχε αυτό που ζούμε τώρα. Γιατί αντίθετα, αυτό δεν είναι παρά ένα όνειρο.  Μοιάζει σαν να  κολυμπούσα πριν σε μία ασταθή, αψυχολόγητη, βαθιά θάλασσα, που άλλοτε έσκαγαν τα κύματα σε κοφτερούς βράχους και άλλοτε γινόταν χάδι σε αμμουδερή παραλία, ενώ τώρα βρέθηκα να χαλαρώνω σε μία μοντέρνα πισίνα με υπερχείλιση και γαλάζια ουράνια πλακάκια που κάνει διάφανο το νερό και ξεχωρίζω την παραμικρή απόχρωση από το μαγιό μου καθώς κολυμπάω ανέμελα και  πίνω κοκτέιλ ελεύθερα, χωρίς να πληρώνω, είναι όλα προσφορά του resort που μένω, τα γρασίδια όλα δικά μου και η μουσική παίζει μόνο για μένα, μπορώ να διαλέξω να κοιμάμαι κάθε βράδυ σε διαφορετικό δωμάτιο, και κάνω πάρτι χωρίς καλεσμένους, δεν με νοιάζει, φοράω τις πυτζάμες μου και κατεβαίνω στο σαλόνι, όλοι είναι αλλού, εγώ μόνο είμαι εδώ, και δεν φοβάμαι τίποτε. Η κουζίνα έχει προμήθειες για απίθανες συνταγές, και παρασκευές εξωτικές, θέλω να τα φάω όλα, να μαγειρεύω κάθε μέρα και να δοκιμάζω διαφορετικές γεύσεις, δεν ακολουθώ το χρόνο, γίνεται η μέρα μου τσουλήθρα , που γλιστράω ελεύθερα, με τα χέρια ανοιχτά σαν να πετάω, χωρίς ενοχές  για μία και μοναδική φορά στη ζωή μου. Δεν πρέπει να κάνω κάτι. Οφείλω να μην κάνω τίποτα.
Πρώτη φορά μπορώ να καθίσω ήσυχη. Λίγο  σαν  παιχνίδι  που μοιάζει με κρυφτό, αλλά είμαστε μεγάλοι που το παίζουμε, και έχουμε ξεχάσει την παιδική αγωνία που η καρδιά χτυπά δυνατά μην με βρει ο φίλος μου που είναι τώρα αντίπαλος, ίσως και εχθρός, που μοιάζει να με πλησιάζει απειλητικά κι εγώ δεν πρέπει να βγάλω κιχ πολλά μπορώ να σκέφτομαι κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα, που κρατάω την ανάσα μου, μην με βρει, μην με ακούσει, μην με πλησιάσει, μήπως είμαι σε  δάσος που ο λύκος καραδοκεί κι εγώ πρέπει να κρατήσω αναπνοή και τα χέρια μου δεμένα, τους χτύπους της καρδιάς σε σίγαση, τα λόγια να τα καταπιώ για να σωθώ εγώ, και όλοι όσοι αγαπώ.
Όταν ήμασταν μικρά μαθαίναμε να κολυμπάμε, και κάποια στιγμή μετά από ένα, δύο καλοκαίρια νιώθαμε για πρώτη φορά ότι μπορούμε να επιβληθούμε στο σώμα μας και να το ελέγξουμε , να το κρατήσουμε ανάσκελα, ακίνητο πάνω στο νερό σαν ανάλαφρη σανίδα  που αφήνεται  με εμπιστοσύνη στο απαλό κυματάκι, στο ρεύμα,  έτσι αφήνομαι αυτές τις μέρες,  χωρίς φόβο, χωρίς προσμονή, μόνο με μία υγρή υπομονή να με πάει όπου θέλει ή και πουθενά.
Ξέρω ότι δεν θα κρατήσει πολύ αυτή η παρένθεση. Είναι η ζωή πολύ άγρια όπως έχει πει ο ηλικιωμένος φίλος μου ο κύριος Κωνσταντίνος και δεν μας αφήνει σε ησυχία. Ο καιρός τώρα είναι καλός  για εμάς τους δειλούς τους φοβητσιάρηδες.  Η φωλιά έχει βαμβάκια, χαδάκια, φιλάκια παιδικά, αγκαλίτσες ασφαλείς, τραμπολίνο από ζαχαρωτά που άνετα χοροπηδάμε χωρίς φόβο μην πέσουμε σε άγνωστα τραύματα, ένα μοντέρνο κουκούλι. Να ζήσουμε επίσημα  στην κρυψώνα μας σαν να είναι διαταγή, σαν να είναι φυσικός νόμος.
Παίζω μόνη μου μονόπολυ και  κερδίζω συνεχώς. Ο καναπές έχει γίνει ο πιο εξωτικός προορισμός και η κουζίνα όλο το σύμπαν με τα αστέρια και τα ηλιακά συστήματα και τους μετεωρίτες και τα φεγγάρια. Ο διάδρομος ανάμεσα στα δωμάτια είναι κυλιόμενος και με πάει γρήγορα στο επόμενο gate να μην χάσω την πτήση. Τα ρούχα δεν χρειάζονται σιδέρωμα είναι άχρηστα πια, τα πολλά τα άπειρα ρούχα. Είμαι με τη φόρμα, είμαι με παντόφλες, είμαι χωρίς ρουζ, είμαι.
Όμως μέσα σε όλα αυτά, δεν είσαι εσύ μαζί μου, πουθενά.

Συγγραφέας: Ευαγγελία Αντωνάκη - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου