Φυλακή, χωρίς σίδερα. Τείχη, σιωπή,
μέσα στη ζωή. Φως και μοναξιά, αναπνοή
και πάλι φυλακή. Δρόμος ανεκμετάλλευτος. Ερημιά, μόνο το φως στις λάμπες των
δρόμων φωτίζουν την καρδιά. Αστέρια ταξιδεύουν, παράθυρα ερμητικά κλειστά, μελαγχολία
έπεσε στην πόλη.
Οι άνθρωποι μόνο ονειρεύονται και
περπατούν όχι στα σύννεφα, μέσα στο δωμάτιο, τρίζει το πάτωμα. Είναι ψίθυροι
ενός σπιτιού, είναι ψίθυροι μιας ζωής. «Που πας;» μου ψιθύρισαν. «Πουθενά εδώ είμαι, εδώ μέχρι
το ξημέρωμα και μέχρι το βράδυ και ξανά και ξανά θα σε περπατώ, θα σε ακουμπώ
και συ θα μου ψιθυρίζεις όχι μέσα στο αυτί, μέσα στην ψυχή και κυλάει ο χρόνος,
φεύγει σαν νερό και εγω εδώ περιμένω να ελευθερωθώ σε ένα σταθμό, χωρίς τρένα, σε
ένα σταθμό χωρίς φωνή. Κάποιος σφυρίζει. Αλλά ποιος; Δεν βλέπω κανέναν, αόρατοι
άνθρωποι, γυμνοί, χωρίς μάσκες αλλά και με μάσκες, άσπρα προσωπεία, έφυγε η
ευτυχία. Φυλακή νιώθω στην ψυχή, κάποιος την κλείδωσε και πήρε τα κλειδιά και
μια γροθιά μέσα μου βαθιά κάτι περιμένει, μάλλον τον άνεμο. Είναι ο μόνος που
μπορεί να μπει στη φυλακή μου, αλλά γέμισε ο κόσμος φυλακές, χαμένα κλειδιά, χαμένες
σκέψεις, χαμένα γιατί;
Μια πνοή έφυγε σαν πεταλούδα. Μα
από που δραπέτευσε; Πως ξέφυγε από τη φυλακή; «Ψιτ» μου φώναξε από ψηλά «είμαι
η δύναμή σου, με είχες δεμένη και πιασμένη, βρήκα το μαγικό ψαλίδι και έκοψα το
δίχτυ. Ανέβηκα ψηλά, τόσο ψηλά που
αγναντεύω φυλακές αμέτρητες».
Το πάτωμα τρίζει, το μυαλό
ταξιδεύει. Το φεγγάρι δεν βγήκε απόψε. Θύμωσε από τις πολλές φυλακές, αλλά είδα
μια ηλιαχτίδα που μου χτύπησε το τζάμι, τότε είδα μια τσιχλόφουσκα, σαν μαγική μπάλα «τι
όμορφη που είναι» σκέφτηκα, ήταν διάφανη
και μέσα είδα μια διαδρομή, την είδα είμαι σίγουρη. Φυλακή σε τσιχλόφουσκα, φυλακή
και μια επιγραφή «απαγορεύεται το επισκεπτήριο». Χτύπησε το τηλέφωνο. Ευτυχώς η
φυλακή μου απέχτησε λευκά κάγκελα .
Η μοναξιά κούνησε το μαντήλι, έμοιαζε
με ρόδο του Απρίλη. Ένα χελιδόνι φάνηκε και νόμιζαν ήρθε η άνοιξη. Δεν ήρθε
όμως, παρέμεινε χειμώνας, κρύος, παγωμένος και γυμνός. Η θλίψη έκλεισε τα
βλέφαρα, ήθελε να κοιμηθεί .Ο πόνος της ψυχής άρχισε να κλαίει. Πλησίαζε η
άνοιξη, αλλά αργεί τόσο που κοντεύω να λιποθυμήσω. Παραλίγο να μισήσω τη σιωπή
που με σκοτώνει ,αλλά σκέφτηκα να την αφήσω να ζήσει για να μου κάνει παρέα τις
νύχτες και τις μέρες της μοναξιάς. Πολύ σιωπή, τόσο που με τρυπάει τα αυτιά. Με
τραυμάτισε.
Νύχτωσε πάλι. Έξω βγήκε βόλτα η
ερημιά. Δεν αντέχω να την βλέπω. Κάθε φορά που βγαίνω στο μπαλκόνι τη συναντώ. Φοράει
τα ίδια ρούχα. Γκρίζα και θλιβερά. Δεν μου αρέσει καθόλου η εικόνα της ερημιάς,
αλλά έχω ανάγκη κάτι να δω και το βλέμμα πέφτει στο κενό. Αέρας κλεμμένος, φωνή
καμιά. Είμαι μέσα σε γυάλα, αλλά μόνη, ούτε χρυσόψαρο δεν έχει.
Ευτυχώς που ξημέρωσε και πήρα
λίγες σταγόνες ζωής, να έχω το βράδυ. Ευτυχώς που βγήκε ο ήλιος που παίρνει το
σκοτάδι και αναπνέω. Ευτυχώς που φυσάει ο αγέρας και βλέπω τα δέντρα να κουνιούνται,
μάλλον με μιλούν, αλλά δεν τα ακούω. Τίποτα πια δεν ακούω, τι κρίμα ούτε καν
ψίθυροι.
Συγγραφέας: Θωμαή Τσιμέρικα - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου