Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

"Ναίτες" της Βικτώριας Τσακίρη

Μέσα στους αποπνικτικούς καπνούς, βαριανασαίνοντας, με δακρυσμένα μάτια το ‘βαλε στα πόδια και δίχως να γυρίσει να ρίξει πίσω του ματιά άρχισε να τρέχει και να τρέχει χωρίς σταματημό. Ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα όταν τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του. Έπεσε κατάχαμα. Τα πόδια του δεν πήγαιναν άλλο. Τα μάτια του κατακόκκινα απ’ το κλάμα που στέρεψε επιτέλους, έτσουζαν τώρα και τον πονούσαν φρικτά. Ολομόναχος στο σκοτεινό δάσος, κάτω από τα πανύψηλα δέντρα, αισθανόταν ασήμαντος κι απελπισμένος.

«Απόψε θα πεθάνω» σκέφτηκε. Έτρεμε σαν τα κλαδιά των δέντρων που εκείνη την καταραμένη νύχτα ο άνεμος τα ‘κανε να πάρουν φωτιά με μιας και να κάψουν όλα τα σπίτια του χωριού. Μα τίποτα δεν τον ένοιαζε περισσότερο από το δικό του το φτωχικό καλυβάκι. «Αχ μάνα μου, μανούλα μου!» ξεφώνισε μονομιάς και σέρνοντας σα να ‘ταν ερπετό κατάφερε γδαρμένος και ματωμένος να αραδιάσει το ταλαιπωρημένο του σώμα ανάμεσα σε δυο πελώριους θάμνους που σε άλλη περίπτωση θα τους είχε φτάσει με μια δρασκελιά.

«Πατέρα που είσαι! Πάρε με από δω!» η φωνή του μια στριγκλιά που χάραξε την αιώνια αρμονία της ερημιάς. Κι άρχισε ξανά να κλαίει, ώσπου τον κατάπιε ο λήθαργος του πυρετού. Αν τον έπιανε ανθρώπινο χέρι ‘κείνη τη στιγμή θα γινόταν στάχτη, σαν τα ρημάδια που άφησε πίσω του. Τόσο πια φλεγόταν το αποκαμωμένο του κορμί. Κι είδε τότε τη μάνα του να στέκεται μπροστά του φορώντας ΄κείνο το ολόλευκο με τις οργάντζες φουστάνι που την είχε δει μια φορά μονάχα να το προβάρει κι από τότε του ‘μεινε η εικόνα της σαν αναμνηστική φωτογραφία στο μυαλό.

«Σύρε και πες του να φανεί,

του ‘χω ψωμάκι και τουρσί..»

Κι όπως χαμογελούσε γλυκά, σιγά σιγά το κεράκι του έσβηνε. Ώσπου τότε…σταμάτησε μπροστά του ένα κατάμαυρο σαν τη καυτή πίσσα, γεροδεμένο άλογο κι ο καβαλάρης του ένας άντρας δυο μέτρα με μπράτσα γερά και σταυρό κόκκινο στη φορεσιά του, σήκωσε το παιδί απ’ το χώμα σα να πιάνει σακί γεμάτο με γλυκοπατάτες και με μιας τ’ απίθωσε στη πλάτη τ’ αλόγου του. Και σα να τον κυνηγούσε ο χρόνος κι όλες μαζί οι ζωές που ‘χε κόψει ως τότε, ανέβηκε κι αυτός πάνω στ’ άλογο και δίνοντας του μια με το να του πόδι, άρχισε αυτό να τρέχει. Και πίσω του ακολουθούσε αλαφιασμένος στρατός από άλογα κι άλλους, ολόιδιους θαρρείς, σταυροφορεμένους πολεμιστές.

Κάπως έτσι λοιπόν, ο Ιάκωβος, μικρό παιδί, 6 χρονών, σώθηκε απ’ το χέρι του ανθρώπου που ‘βαλε τη φωτιά κι έκαψε το σπιτικό του και μαζί τη μάνα, τον πατέρα του, τ’ αδέρφια του κι όλα τα φτωχονοικοκυριά  του χωριού του. Δε θα ξανάβλεπε ποτέ πια κανέναν τους. Θα γινόταν κι αυτός ένα Ναϊτης δίνοντας όρκο τιμής να υπερασπίζεται ισόβια τους Αγίους Τόπους και να σκοτώνει δίχως έλεος στο όνομα του ιερού τάγματος. Η μοίρα του άτυχου μικρού αγοριού σφραγίστηκε εκείνο το βράδυ.

Η μήπως όχι……….

 

Συγγραφέας: Βικτώρια Τσακίρη - Σπουδάστρια Tabula Rasa 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου