15 Αυγούστου και ο κόσμος γιορτάζει στους δρόμους
χαρούμενος.
Κάποιοι όμως κρύβονται στην σκιά των δέντρων για να μην
τους αγγίζει ο ήλιος…
Κάποιοι κλείνουν τ' αυτιά τους στην πρωινή μελωδία των
καμπανών...
Γιατί μέσα στο φως του καλοκαιριού, υπάρχει ένα μέρος που
έχει σκοτάδι. Εκεί ποτέ δεν ξημερώνει. Οι ακτίνες του ήλιου δεν φτάνουν. Οι
άνθρωποι, περπατούν με τα μάτια τους θολά και στοιχειωμένα με εφιάλτες. Δεν
μιλάνε μεταξύ τους, παρά μόνο περπατάνε χαμένοι στις σκέψεις τους. Η φρίκη του
κόσμου, είναι ζωγραφισμένη στο βλέμμα τους. Μπορείς να τη δεις να καθρεπτίζεται
στα πρόσωπά τους. Τα χαμένα όνειρα των ανθρώπων, γίνονται
αστέρια και κολλούν
στον μαύρο θόλο που
για εκείνους λέγεται «ουρανός».
Λίγο πιο πέρα απ' το σκοτάδι, υπάρχει ένα ξέφωτο, που θα 'λεγε
κανείς ότι όλη η
λάμψη του ήλιου πέφτει μονάχα εκεί. Ακόμα και τις νύχτες, το φεγγάρι είναι τόσο
φωτεινό που θυμίζει μέρα. Σ’ αυτό το ξέφωτο
ζει ένα μικρό κορίτσι,
ούτε οχτώ χρονών, αλλά κάτι στα μάτια του θυμίζει ώριμη γυναίκα.
Δεκαπέντε Αυγούστου και το κορίτσι χορεύει στο άκουσμα των
καμπανών. Ξαφνικά, σταματά το χορό και στέκεται στο κέντρο του ξέφωτου. Σηκώνει
το βλέμμα του στον ουρανό και ψιθυρίζει κάτι σε μία γλώσσα τελείως ξένη.
Ένα λευκό κρίνο πέφτει μπροστά στα πόδια του από το
πουθενά. Το παίρνει στα μικροκαμωμένα χέρια του και μ' ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα
τρέχει προς το σκοτεινό μέρος. Κοντοστέκεται για λίγο πίσω ακριβώς από την
σκοτεινή λωρίδα και κοιτάζει τους ανθρώπους. Παίρνει βαθιά ανάσα και με βλέμμα
νεραϊδίσιο, κάνει δύο βήματα μπρος.
Αμέσως, το σκοτεινό σημείο που πατά, γεμίζει με φως. Όλοι
γυρίζουν και το κοιτάζουν εκστασιασμένοι. Κάθε βήμα που κάνει, το μέρος γίνεται
όλο και πιο φωτεινό. Και το κοριτσάκι, σαν από θαύμα, όσο προχωράει, τόσο
μεγαλώνει. Και τα μάτια του, γίνονται όλο και πιο σοβαρά.
Φτάνοντας στη μέση, γίνεται όμορφη κοπέλα, που η όψη της ήταν όμοια με θεάς. Με μακριά,
καστανά μαλλιά, σαν θυμαρίσιο μέλι. Με μάτια πράσινα, σαν σμαράγδια και χείλη
κόκκινα, σαρκώδη. Το μέρος φωτίζεται ολάκερο και τα πρόσωπα των ανθρώπων παίρνουν
γαλήνια έκφραση, σαν να εξαγνίστηκαν όλες οι αμαρτίες τους.
Και τότε η κοπέλα χαμογελάει πλατιά, αφήνει το κρίνο να
πέσει από τα χέρια της, κοιτάζει ψηλά τον ουρανό και ανυψώνεται.
Συγγραφέας: Μαρία Σπυριδούλα Αποστολάτου - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου