Ο ήχος, που έφτανε από το διπλανό διαμέρισμα θύμιζε το κλάμα ενός μωρού. Στην αρχή ήταν χαμηλός και μετά έντονος και παρατεταμένος με διάφορες εξάρσεις.
Καθόμουνα στην πολυθρόνα, κοντά στο ανοιχτό παράθυρο, παραδομένη στις σκέψεις μου και παρατηρούσα τους διαβάτες που περνούσαν άλλοι βιαστικά και άλλοι αργά πηγαίνοντας στις δουλειές τους ή κάνοντας τη βόλτα τους. Ήμουνα εντελώς απορροφημένη και αφηρημένη, όταν άκουσα τον ήχο, με αποτέλεσμα να πεταχτώ επάνω σαν ελατήριο. Ησύχασα όμως, όταν θυμήθηκα ότι οι διπλανοί ένοικοι του διαμερίσματος είχαν ένα μικρό παιδάκι. Ποιος ξέρει τι έγινε σκέφτηκα και έβαλε τα κλάματα. Τα μικρά, αν τους χαλάσεις το χατίρι το έχουν εύκολο το κλάμα.
Ξανακάθισα στην πολυθρόνα και σκεφτόμουν τις δουλειές που είχα προγραμματίσει να κάνω. Ήταν αρκετές και άρχισα να κουράζομαι μόνο με τη σκέψη. Ας τεμπελιάσω λίγο ακόμα και τις κάνω αργότερα. Έκλεισα τα μάτια μου κι έστρεψα το πρόσωπό μου προς τον ολόλαμπρο ήλιο, που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο. Άρχισα να χαλαρώνω, όταν ξαφνικά πετάχτηκα και πάλι επάνω από τον ήχο του κλάματος, που ερχόταν από το διπλανό διαμέρισμα και που αυτή τη φορά ήταν πιο δυνατός. Περίμενα λίγο, να δω τι θα γίνει και ξαφνικά σταμάτησε.
Οι διπλανοί μου ήταν ένα ζευγάρι, νέοι άνθρωποι, με ένα μικρό παιδί προσχολικής ηλικίας. Φαίνονταν καλοί και ήσυχοι άνθρωποι, αλλά δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις, επειδή εργάζονταν αρκετές ώρες και δεν είχαν ελεύθερο χρόνο. Οι σχέσεις μας περιορίζονταν στο καλημέρα, καλησπέρα και το τι κάνετε. Το παιδάκι τους, ένα αγοράκι ενάμιση ετών ήταν ένα πανέμορφο μωρό, ένα αγγελουδάκι και ήταν σχετικά ήσυχο. Τώρα τι έγινε και κλαίει; Μήπως είναι άρρωστο; Περίεργο!
Ευτυχώς, που σταμάτησε! Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ και ξανάρχισε πιο έντονα και παραπονιάρικα αυτή τη φορά. Ήταν λες και το χτυπούσαν αλύπητα! Μα τι συμβαίνει; Έστησα αφτί για να καταλάβω τι γίνεται. Ακουγόταν και ένας δεύτερος υπόκωφος ήχος, που δεν μπόρεσα να προσδιορίσω τι είναι. Άρχισα να σκέφτομαι διάφορα.
Μήπως το χτυπούσε η μητέρα του, επειδή δεν έτρωγε το φαγητό του ή δεν ήθελε να κοιμηθεί; Αμάν, αυτές οι νέες κοπέλες δεν έχουν καθόλου υπομονή! Μπα, όμως όχι! Αυτή δε φαινόταν για τέτοιος άνθρωπος, αλλά δεν ξέρεις καμιά φορά. Τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι, όπως έλεγε η γιαγιά μου.
Ο ήχος σταμάτησε και πάλι για να αρχίσει πέντε λεπτά αργότερα. Τώρα ήταν πιο σπαρακτικός. Σου έσκιζε την καρδιά. Μήπως ο πατέρας χτυπούσε το μωρό; Μήπως το κακοποιούσαν; Τόσα και τόσα ακούμε στις ειδήσεις. Από ένα τσίριγμα που άκουγα, ένιωθα τα νεύρα μου να τεντώνονται όλο και περισσότερο. Κάτι πρέπει να κάνω σκεφτόμουν. Νευριασμένη κρεμάστηκα κυριολεκτικά έξω από το παράθυρο, μήπως δω κανέναν στο μπαλκόνι. Τίποτε. Το κλάμα εκεί, και η αγωνία και ο θυμός μου στα ύψη. Άρχισα να χτυπάω τον τοίχο. Το κλάμα σταματούσε για λίγο και ξανάρχιζε. Τώρα, τι κάνω; Περιμένω λίγο ακόμα και , όταν ξανακούω τον ήχο, βγαίνω από το σπίτι μου και αρχίζω να χτυπάω το κουδούνι του διπλανού διαμερίσματος. Δεν ξέρω τι θα τους πω, όταν τους δω μπροστά μου, εκείνο όμως που ξέρω, είναι ότι είμαι αγανακτισμένη και πλέον δε μπορώ να συγκρατηθώ. Δεν μου απαντάει κανένας. Κρύβονται. Μάλλον κλείσανε το στόμα του μωρού, γιατί τώρα δεν ακούγεται τίποτε. Κι αν το πνίξουν σκέφτομαι; Τι κακό μας βρήκε μ΄αυτούς τους παλιανθρώπους! Πρέπει να δράσω, πριν να είναι αργά. Θα πάρω την αστυνομία ή το «χαμόγελο του παιδιού», αυτοί θα ξέρουν τι πρέπει να κάνουν. Ψάχνω τα τηλέφωνα, αλλά έχω στραμμένη την προσοχή μου δίπλα, μήπως ακούσω κάτι. Εδώ και αρκετή ώρα το κλάμα έχει σταματήσει. Τι έγινε; Μήπως το παιδί έπαθε κάτι και δεν προλάβω. Η περιέργειά μου και η αγωνία μου έχει φτάσει στο κατακόρυφο.
Πλησιάζω και πάλι τον τοίχο και ακουμπάω το αφτί μου πάνω του. Ακούω κάτι σαν λυγμό και σαν κάποιοι να μιλάνε χαμηλόφωνα. Τρελαίνομαι! Κάτι γίνεται εδώ. Αρπάζω το τηλέφωνο και παίρνω αμέσως την αστυνομία. Χρειάστηκα αρκετή ώρα να τους εξηγήσω τι ακριβώς συμβαίνει, γιατί ήμουν φοβερά αναστατωμένη. Τους δίνω τη διεύθυνση και περιμένω να έρθουν έξω από την πόρτα του διπλανού διαμερίσματος. Με όλη αυτή την κατάσταση δεν κατάλαβα καθόλου ότι είχε φτάσει το απόγευμα και οι άνθρωποι επέστρεφαν από τις δουλειές τους. Κάποιοι από αυτούς, που με είδαν αλαφιασμένη, στάθηκαν να με ρωτήσουν τι έχω και έμειναν μαζί μου μέχρι να έρθει η αστυνομία. Άκουσαν κι αυτοί το κλάμα και δεν ήξεραν τι να υποθέσουν. Συγνώμη, μπορούμε να περάσουμε, γιατί έχετε κλείσει την πόρτα μας, ακούστηκε μια φωνή. Γυρίσαμε όλοι τα κεφάλια και είδαμε την κοπέλα του διαμερίσματος με τον άντρα της, που κρατούσε κοιμισμένο στην αγκαλιά το μωρό τους, που το πήραν από βρεφονηπιακό σταθμό, που το άφηναν κάθε πρωί φεύγοντας για τη δουλειά τους. Κάναμε ένα βήμα στην άκρη και μείναμε ακίνητοι, αποσβολωμένοι στη θέα του μωρού. Η γυναίκα έβαλε το κλειδί στην πόρτα και ανοίγοντας αντικρίσαμε δυο γατάκια, ένα μεγαλύτερο και ένα μικρότερο, που είχαν τρυπώσει από το ανοιχτό παράθυρο και μαλώνανε στο δωμάτιο, για το φαγητό. Το ένα έκλαιγε σαν μωρό. Άντε τώρα, να τους εξηγήσεις τι σκαρώνει το μυαλό του ανθρώπου. Χαμογέλασα και αποχώρησα σιγά, σιγά να προλάβω τους αστυνομικούς.
Συγγραφέας: Χρυσαυγή Τζουβάρα Πετάλη – Σπουδάστρια Tabula Rasa