Όλα τα σπίτια ήταν φωτισμένα, έξω είχε κρύο και χιόνιζε – πάντα χιονίζει τέτοια εποχή. Ήταν
Χριστούγεννα. Σ’ ένα μικρό χωριουδάκι κατάλευκο από το χιόνι, που υπήρχαν μόνο 5 σπίτια-τόσο μικρό ήταν, ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι. Η μικρή Νεφέλη.
Το χωριουδάκι βρισκόταν μέσα σε ένα δάσος, κι είχε μόνο 5 σπιτάκια. Το χιόνι κάλυπτε το δάσος κι έτσι όλα μοιαζαν γιορτινά. Η μικρή Νεφέλη ζούσε στο σπιτάκι κάτω από τη βελανιδιά, όλα τ’ αλλά ήταν αδειανά. Η νύχτα ήταν παγωμένη και φυσούσε δυνατά ο αγέρας – η βελανιδιά χόρευε έναν τρελό χορό, τα κλαδιά της χτυπούσαν με μανία το παράθυρο της Νεφέλη και αυτό την τρόμαζε. Ωστόσο ο ήχος που έκαναν τα κλαδιά πάνω στο παράθυρο κοιμισαν τη μικρή Νεφέλη.
Είδε λοιπόν ένα γλυκό όνειρο, είδε πως ήταν σε μια πόλη μαγική. Εκεί υπήρχαν παιχνίδια, κλόουν, γλυκά, γλυφιτζουρια και πολλά δώρα. «Μα που βρίσκομαι άραγε;» Σκέφτηκε μες το όνειρο το μικρό κορίτσι. «Είναι όλα τόσο όμορφα εδώ.»
Και με αυτό το όμορφο τοπίο στο μυαλό της αποκοιμήθηκε για τα καλά. Το φεγγάρι όμως νύσταξε κι έδωσε τη θέση του στον ήλιο που μπαίνοντας στο δωμάτιο της Νεφέλης την ξύπνησε. Η μικρή Νεφέλη άνοιξε τα ματάκια της κι αμέσως σηκώθηκε απ’ το ζεστό της κρεβατάκι, κι ένιωσε το κρύο να περνά κάτω από την πόρτα.
Ανοίγοντας το παράθυρο είδε το μεσαίο σπιτάκι φωτεινό και καπνός έβγαινε από την καμινάδα του. Η μικρή Νεφέλη απόρησε. «Μα πώς γίνεται αυτό, αφού εχτές κάνεις δεν έμενε σε αυτό το σπίτι;» Κι αφού πρώτα φόρεσε το χοντρό της παλτό που έφτανε ως τα πόδια της κάτω, βγήκε έξω και ξεκίνησε για το φωτεινό σπίτι.
«Ντουκ, Ντουκ» Ακούστηκε ο ήχος της πόρτας πίσω από το σπιτάκι, μα κανείς δεν φάνηκε. Η μικρή Νεφέλη ξανά χτύπησε, κανείς όμως δε φάνηκε. Κι έτσι η μικρή Νεφέλη κίνησε να φύγει.
Η περιέργεια τής την οδήγησε βαθιά μέσα στο δάσος. Εκεί προς έκπληξη της είδε έναν τάρανδο, διάσπαρτα έλατα, άλλα πράσινα άλλα λευκά, και κάπου εκεί ένα παράξενο γκρι φορτηγάκι – μα ποιανού να είναι αυτό το φορτηγάκι; Σκέφτηκε και συνέχισε το δρόμο της. Καθώς περπατούσε μες στο δάσος που και που εμφανιζόταν κι από ένα ελάφι.
«Μα πόσα ελάφια είναι τελικά;»
Μα τώρα το χιόνι είχε παγώσει κι η Νεφέλη δεν μπορούσε να περπατήσει, ένα βήμα να έκανε ήξερε πως θα γλιστρήσει, το παιδικό μυαλό της όμως δεν άκουσε τον φόβο της και κίνησε να φύγει.
Ένα «σλουρπ» στον πάγο έφτανε για να καταλήξει έξω από το φορτηγάκι. Από τη τσουλήθρα που έκανε, χτύπησε το κεφάλι της πάνω στο φορτηγάκι και λιποθύμησε, όταν ξύπνησε όμως βρισκόταν στην αγκαλιά ενός γλυκού γεράκου.
-Που είμαι ποιος είσαι εσύ;
-Μη φοβάσαι δε θα σου κάνω κακό. Εδώ είναι το σπίτι μου, σε βρήκα στο δάσος μες στο χιόνι, ήσουν παγωμένη. Ζεστάθηκες τώρα.
-Ναι, νομίζω. Και προσπάθησε να σηκωθεί.
-Μη βιάζεσαι να σηκωθείς. Κάτσε μες στα ζεστά. Θα σε πάω εγώ στο σπίτι σου.
Της είπε και της χάιδεψε τα μαλλιά, κι ευθύς την πήρε γλυκά ο ύπνος. Μόλις ξύπνησε ο ήλιος πλημύριζε το δωμάτιο, το χιόνι όμως κάλυπτε ολόκληρο το χωριό. Σε λίγο ο γεράκος μπήκε μες στο σπίτι.
-Ξύπνησες μικρή μου καλεσμένη;
-Που ήσουν; Ρώτησε με τα ματάκια της γεμάτα απορία.
-Πήγα να μαζέψω ξύλα έχει παγωνιά έξω.
Κι ευθύς άναψε το τζάκι. Η μικρή Νεφέλη ξεθάρρεψε κι άρχισε να τον ρωτάει.
-Έχεις οικογένεια; Παιδιά;
-Ναι.
-Και που είναι;
-Ζουν μακριά.
-Πολύ μακριά;
-Μία μέρα δρόμος.
-Και γιατί δε πας να τους δεις, ή ακόμα να έρθουν αυτοί εδώ;
-Δε γίνεται μένω σε μικρό σπίτι και δε χωράμε.
-Έχεις πολλά παιδιά.
-Μία ντουζίνα. «Την παραμύθιασε ο γεράκος για να μη κάνει άλλες ερωτήσεις. Ξέρεις πόσο είναι μια ντουζίνα; Συνέχισε το παραμύθι.
-Πόσο;
12.
-Πω πω πολλά παιδιά έχεις.
-Κι εδώ τι κάνεις;
-Δουλεύω.
Η μικρή Νεφέλη φάνηκε ικανοποιημένη και σταμάτησε να ρωτά. Κι έτσι πέρασε κι αυτή η μέρα, μα τη μικρή Νεφέλη πάλι την πήρε ο ύπνος στο σπίτι του γεράκου. Φαίνεται την συνεπήρε η φωτιά, και τα ματάκια κλείσανε μεμιάς.
Αυτή η νύχτα ήταν η νύχτα των Χριστουγέννων, και ο γεράκος αφού φρόντισε να αφήσει τη μικρή Νεφέλη στα ζεστά κίνησε για το δάσος. Εκεί έγινε η μεταμόρφωση του.
Τα απλά ρούχα που φορούσε ο γεράκος μεταμορφώθηκαν σε μία κόκκινη φανταχτερή στολή, το έλκηθρο βρισκόταν στη θέση του φωτεινό κι ο τάρανδος με μια πνοή του ανέμου πήρε ζωή. Κι έτσι ξεκίνησε το ταξίδι του.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, το ταξίδι αυτό θα διαρκούσε μια βδομάδα, κι έπρεπε μέχρι την παραμονή Πρωτοχρονιάς να έχει πάει σ’ όλα τα σπίτια. Μα με το μαγικό του το ραβδί το έλκηθρο έτρεχε πιο γρήγορα κι από την σκέψη, κι αυτό έκανε. Έτσι πετούσε πάνω απ’ όλα τα σπίτια, και σε κάθε καμινάδα έριχνε και ένα δώρο. Μα δεν ήταν όλα χαρωπά και φωτεινά στους δρόμους - σε μερικά απόμακρα χωριά ζούσαν ζητιάνοι. Καθώς διέσχιζε τα σύννεφα σκεφτόταν: Σαν τι μπορώ να κάνω για να βοηθήσω αυτούς τους ανθρώπους. Κι αυτή η σκέψη στοίχειωνε στο μυαλό του.
Πίσω στο μικρό χωριό μες στο δάσος η μικρή Νεφέλη κοιμόταν ανάλαφρα κι ονειρευόταν. Έβλεπε τον Άγιο Βασίλη να διασχίζει με το έλκηθρο του πόλις και χωριά, και παντού άφηνε από ένα δώρο. Τέλος είδε πως έφτασε και στο δικό της σπίτι μα κάτω από το δέντρο δεν υπήρχε ούτε ένα δώρο. Η μικρή Νεφέλη ξύπνησε με δάκρυα στα μάτια, μα όλα γύρω της ήταν φωτεινά, το τζάκι αναμένω και το πιο παράξενο ήταν ότι βρισκόταν στο δικό της σπίτι στο δικό της δωμάτιο.
-Μα πως έγινε αυτό; «Αναρωτήθηκε η μικρή Νεφέλη. Μα η κούραση της δεν την άφησε ξάγρυπνη, τα μάτια της βασίλευαν κι αφέθηκε ξανά στα όνειρα της. Είδε λοιπόν τον Άγιο Βασίλη να περνά πάνω από πόλις κι από χωριά και να ταξιδεύει δίχως σταματημό. Κάποια στιγμή μαύρισαν όλα μπροστά της μα άξαφνα 12 μικρά παιδάκια φάνηκαν μπροστά της – τα βρήκε μες στο δάσος.
Ήταν τα 12 παιδιά που της είπε ο γεράκος μα πως γίνεται αυτό; Αυτός να ‘ταν τάχα ο Άγιος Βασίλης; Μα πως γινόταν αυτό; Αφού δεν της είχε πει ο γεράκος τι δουλειά κάνει, μόνο πως ζει μακριά από την οικογένειά του γιατί δουλεύει, μα όχι πως είναι αυτός ο Άγιος Βασίλης. Όλες αυτές τις απορίες τις είχε μες στο όνειρό της. Και θα έμεναν για πάντα αναπάντητες στο υποσυνείδητο της.
Το επόμενο πρωί προς έκπληξη της μικρής Νεφέλης και τα υπόλοιπα σπιτάκια μες στο χωριουδάκι ήταν φωτισμένα - όλα ήταν γιορτινά. Το χιονισμένο χωριό ήταν στολισμένο και κατάλευκο από το χιόνι. Η μυρωδιά από τα ψωμιά και κάθε γλύκισμα που έβγαινε από τον μικρό φούρνο κάλυπτε όλο το χωριουδάκι. Το χιόνι που είχε πέσει όλη τη νύχτα επέτρεψε στη μικρή Νεφέλη να παίζει ώρες ατελείωτες μες στο δάσος.
Το βράδυ που το χιόνι καλύφθηκε από το σκοτάδι, η μικρή Νεφέλη μπήκε πια στο μικρό σπιτάκι. Μα να, τι είχε ξεχάσει να αγοράσει, μια καυτή σοκολάτα. Πριν ακόμα καλά, καλά βγάλει τα βρεγμένα ρούχα, έτρεξε στον φούρνο και πήρε μια καυτή σοκολάτα που ήταν σε μεγάλη κανάτα μέσα για να μην καεί, κι έτρεξε ευθύς στο ζεστό σπιτάκι της.
Χώθηκε κάτω από το χοντρό πάπλωμα κι έπινε το ένα ποτήρι μετά το άλλο καυτή σοκολάτα. Άδειασε όλη την κανάτα κι έπειτα την πήρε γλυκά ο ύπνος.
Το όνειρο συνέχισε – έβλεπε πάλι τον Άγιο Βασίλη, τώρα βρισκόταν σε άλλες πολιτείες μακρινές άγνωστες σε εκείνη, με παράξενους ανθρώπους – και τι μ’ αυτό, ήταν ο Άγιος Βασίλης όλου του κόσμου, ταξίδευε σε όλον τον κόσμο και μοίραζε χαμόγελα και χαρά. Αυτό το όνειρο της άρεσε πολύ, γιατί έβλεπε τον γεράκο που τόσο πολύ είχε αγαπήσει. Ώρες αργότερα ένας γέρος με κόκκινη φανταχτερή φορεσιά ήρθε στο όνειρο της.
-Μικρή μου καλεσμένη, χάρηκα τόσο πολύ που σε γνώρισα. Ήρθα απόψε στο όνειρο σου να σε χαιρετήσω, θα ξανά έρθω του χρόνου το Δεκέμβρη, εκεί που σε βρήκα εκείνη την παγερη νύχτα. Καλή χρονιά «μικρή μου καλεσμένη.» Και ξάφνου βρέθηκε μες στο δάσος με τον τάρανδο που έσερνε το έλκηθρο έτοιμο να πετάξει, το φορτηγάκι λίγο πιο πέρα, και τον Άγιο Βασίλη, τον γεράκο που γνώρισε μια παγερη νύχτα μες στο δάσος – έτοιμο στο έλκηθρο για το μεγάλο του ταξίδι.
Το φορτηγάκι, και το έλκηθρο με τους τάρανδους χάθηκαν με μιας και τα φωτισμένα χιονισμένα έλατα σβήσανε τα γιορτινά τους φώτα. Κι όπως έσβησαν όλα μες στο δάσος έσβησε και το όνειρο της μικρής Νεφέλης.
Ήταν πρώτη μέρα του χρόνου. Όλο το χωριό ήταν στολισμένο κι από όλα τα σπίτια έβγαιναν γλυκιές μυρωδιές και χαρούμενες μελωδίες. Η μικρή Νεφέλη όμως ήταν λυπημένη, γιατί της έλειπε ο Άγιος Βασίλης της ο χαμογελαστός γεράκος.
Την πρώτη μέρα του χρόνου η μικρή Νεφέλη την πέρασε στο δάσος του μικρού χωριού,
νοσταλγοντας όλες τις μέρες που πέρασε με τον γεράκο. Εκεί είδε νοερά το γκρι φορτηγάκι, το έλκηθρο, τον έναν και μοναδικό τάρανδο και τον Άγιο Βασίλη να της χαμογελά και να της λέει:Του χρόνου πάλι μικρή μου.
-Του χρόνου. «Ψέλλισε κι η μικρή Νεφέλη κι έμεινε να κοίτα τον ουρανό.»
Συγγραφέας: Μαρία Χοχορέλου – Σπουδάστρια Tabula Rasa