Ο
Λεοπόλδος ανοίγει βιαστικά την πόρτα του εστιατορίου «Το κουλουράκι της τύχης»,
περπατά με γοργό βήμα προς το γωνιακό τραπέζι και κάθεται αμίλητος στην θέση
που είχε πλέον πάρει το σχήμα του σώματός του. Με τρεμάμενη φωνή και μηχανικό
ρυθμό ομιλίας, σαν παιδάκι που απαγγέλει μάθημα στο σχολείο, παραγγέλνει με
προσοχή ακριβώς τα ίδια πιάτα. Έπειτα από κάποια λεπτά που του φάνηκαν αιώνες
μέσα στο προβληματισμένο μυαλουδάκι του, καταφθάνει η παραγγελία του.
Δίχως
να χάσει χρόνο, και με το που προσγειώνονται τα πρώτα πιάτα στο τραπέζι του, ο Λεοπόλδος τεντώνει σβέλτα το χέρι του και αρπάζει τα περιβόητο κουλουράκι της
τύχης. Το κάνει θρύψαλα σε κλάσματα δευτερολέπτου και ξεδιπλώνει το χαρτάκι που
είχε τοποθετηθεί με επαγγελματική ακρίβεια μέσα του. Το βλέμμα του παγώνει, και
αφού το έχει διαβάσει ήδη μια φορά, το διαβάζει δυνατά στον εαυτό του, μπας και
μπορέσει και ο ίδιος να πιστέψει ότι η ιστορία δυστυχώς επαναλαμβάνεται για μια
ακόμα φορά.
«Η
ζωή σου βρίσκεται σε κίνδυνο. Μην πεις σε κανέναν τίποτα. Πρέπει να φύγεις από
την πόλη αμέσως και να μην ξαναγυρίσεις». Ο Λεοπόλδος αφήνει ψύχραιμα το
χαρτάκι στο τραπέζι, αρπάζει το μαχαίρι και το καρφώνει στο λαιμό του με όλη
του την δύναμη. Πίδακες αίματος πιτσίλισαν το λευκό τραπεζομάντηλο και τα χρυσά
πλακάκια του εστιατορίου. Πέφτει στο πάτωμα, και παρατηρεί ατάραχος το χάος που
επικρατεί από τον πανικό των άτυχων θεατών. Ο Λεοπόλδος έπειτα από λίγο αφήνει
άμαχα την τελευταία του πνοή. Game
Over.
Ο
Λεοπόλδος τινάζεται απότομα από το κρεβάτι του, και με μια κραυγή απελπισίας
βγάζει και πετάει τα γυαλιά εικονικής πραγματικότητας στο πάτωμα. Αρχίζει και
περπατάει πάνω κάτω στο δωμάτιο αναψοκοκκινισμένος και ισοπεδώνει ότι βρίσκει
στο διάβα του. Ασύνδετες λέξεις και προτάσεις χωρίς νόημα βγαίνουν από το στόμα
του. Σταματά, σιωπαίνει, κατεβάζει το κεφάλι του και πιέζει τα δάχτυλά του στο
κεφάλι. Έχοντας καρφώσει το βλέμμα του στο πάτωμα προστάζει με δικτατορικό τόνο
τον εαυτό του να συγκεντρωθεί.
«Το
έχουμε» λέει ήρεμα και αποφασισμένα. «Η τελευταία πίστα είναι, λογικό είναι να
είναι δύσκολη. Κάτι κάνουμε με λάθος τρόπο. Συγκεντρώσου λίγο παραπάνω και το
έχουμε»
Ο
Λεοπόλδος σηκώνει το κεφάλι του και με σίγουρο βήμα προσεγγίζει το γραφείο του.
Ανοίγει το σκονισμένο συρτάρι και ψαχουλεύει με τα βρώμικα χέρια του το
περιεχόμενό του. Πιάνοντας το πολύτιμο κουτάκι του ένα πονηρό χαμόγελο
σχηματίζεται στο λευκό σαν πανί πρόσωπό του. Το ανοίγει προσεχτικά και με
ευλάβεια βγάζει 2 κίτρινα χαπάκια αυτήν την φορά στην παλάμη του αντί για ένα.
Τα καταπίνει αμέσως δίχως να κατεβάσει γουλιά από το αναψυκτικό του, σηκώνει τα
γυαλιά εικονικής πραγματικότητας από το πάτωμα, τα τοποθετεί και πάλι στο
λιγδιασμένο τριχωτό της κεφαλής του και ξαπλώνει και πάλι στο κρεβάτι του. Game
On.
Τελευταία πίστα «Τυχερός μπάσταρδος». 27
Φεβρουαρίου του 2048, τελευταία μέρα της Γιορτής των Φαναριών στην Κίνα. O
Λεοπόλδος ξυπνά για 13η φορά σήμερα στο κακόφημο ξενοδοχείο Dǎoméi de. Έχει 13
ώρες να ανακαλύψει που έχει κρύψει η κινέζικη μαφία τα λεφτά που του έκλεψαν
στην προηγούμενη πίστα. Σηκώνεται, πηγαίνει απευθείας στο μπάνιο και βάζει το
χέρι του στο θολό νερό της λεκάνης. Κρατώντας την ανάσα του το βάζει όσο πιο
βαθιά μπορεί και βγάζει ένα πλαστικό σακουλάκι. Το ανοίγει, και παίρνει
προσεχτικά τον χάρτη από μέσα.
Παίρνει
ένα στυλό και σημειώνει με μανία όλες τις τοποθεσίες από τις οποίες πέρασε τις
προηγούμενες φορές και σβήνει τα μέρη που επισκέφθηκε για να πάρει στοιχεία
σχετικά με την αποστολή του. «Ελπίζω να μην πρόλαβαν να αλλάξουν τον κώδικα
προγραμματισμού» σκέφτεται ενώ σχηματίζει μια νέα διαδρομή δράσης. Την κοιτά με
ένα κενό βλέμμα ξανά και ξανά ενώ λέει στον εαυτό του «Δεν πρέπει να έχει γίνει
ακόμα η επανεκκίνηση του συστήματος. Ίσως έχω ακόμα μια τελευταία ευκαιρία για
σήμερα».
Γυρνάει
τον χάρτη και γράφει αναλυτικά από πίσω όλα τα στοιχεία που είχε μαζέψει εκείνη
την ημέρα. Ήταν σίγουρος ότι το «Κουλουράκι της τύχης» ήταν ο τελευταίος του
σταθμός, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πως γινόταν κάθε φορά αντιληπτός από
την κινέζικη μαφία ούτε τον ακριβή συνδυασμό πιάτων που έπρεπε να παραγγείλει
ώστε να ενεργοποιηθεί η εντολή αποκάλυψης της τοποθεσίας των χρημάτων. Γνώριζε
ότι κάποιο κομβικό στοιχείο έλειπε ώστε να ολοκληρώσει την αποστολή του, και
δυστυχώς για τον ίδιο δεν είχε πολύ χρόνο στην διάθεσή του για να τα βγάλει εις
πέρας.
«Πως
γίνεται να είμαι τόσο άτυχος;” αναρωτιέται «Όλα ανάποδα μου πάνε σε αυτήν την
αποστολή». Και τότε, σαν να τον ηλέκτρισε ηλεκτροφόρο χέλι πετάγεται επάνω φωνάζοντας
σαν να μιλά στον ίδιο τον Θεό «Θα τα κάνω όλα ανάποδα για να τα κάνω σωστά!
Αφού με την τρέχουσα ροή των εντολών που εκτελώ η κινέζικη μαφία με πιάνει κάθε
φορά, και αφού ξέρω όλα τα στοιχεία, εάν αντιστρέψω την ροή των εντολών και τις
εκτελέσω με την αντίθετη σειρά θα μου ενεργοποιηθεί η αποκάλυψη τοποθεσίας»
Τρέχει με ορμή προς την πόρτα, την
ανοίγει διάπλατα και τρέχει να προλάβει να μαζέψει τα αντικείμενα της αποστολής
προτού σημάνει η λήξη του χρονικού περιθωρίου της ημερήσιας αποστολής. Κάτι τέτοιο
θα σήμαινε ότι την επόμενη μέρα θα έπρεπε να ψάχνει καινούργια στοιχεία ώστε να
ολοκληρώσει την ίδια αποστολή. Θα ήταν καταστροφικό για τον ίδιο καθώς δεν του
είχαν απομείνει πολλά από τα πολύτιμα μαγικά του χάπια. Ακολουθεί γεμάτος
αδρεναλίνη την καινούργια διαδρομή και μαζεύει σε χρόνο ντε τε τα απαραίτητα
αντικείμενα, ενώ καταφθάνει ιδρωμένος έξω από τoν τελικό του προορισμό.
Ο
Λεοπόλδος ανοίγει βιαστικά την πόρτα του εστιατορίου «Το κουλουράκι της τύχης», περπατά με γοργό βήμα προς το γωνιακό τραπέζι και κάθεται αμίλητος στην θέση
που είχε πλέον πάρει το σχήμα του σώματός του. Με τρεμάμενη φωνή και μηχανικό
ρυθμό ομιλίας, σαν παιδάκι που απαγγέλει μάθημα στο σχολείο, παραγγέλνει με
προσοχή ακριβώς τα ίδια πιάτα αλλά με αντίθετη σειρά αυτήν την φορά. Έτρεμε
ολόκληρος από τον ενθουσιασμό του ενώ κοίταζε τριγύρω του ασταμάτητα ώστε να
επιβεβαιώσει ότι δεν τον παρακολουθούσε κανένας αντίπαλός του σε αυτήν την
κίνηση ματ που πραγματοποιούσε. Ήταν σίγουρος ότι το σχέδιό του αυτήν την φορά
θα πετύχαινε.
Δίχως να χάσει χρόνο, και με το που
προσγειώνονται τα πρώτα πιάτα στο τραπέζι του, ο Λεοπόλδος τεντώνει σβέλτα το
χέρι του και αρπάζει τα περιβόητο κουλουράκι της τύχης. Το κάνει θρύψαλα σε
κλάσματα δευτερολέπτου και ξεδιπλώνει το χαρτάκι που είχε τοποθετηθεί με
επαγγελματική ακρίβεια μέσα του. Το βλέμμα του παγώνει καθώς βλέπει το
περιεχόμενό του. Ήταν κενό. Κοιτά με μεγαλύτερη προσοχή και παρατηρεί ότι μέσα
στο χαρτάκι φαίνεται αχνά το περίγραμμα του πρόσωπό του και κάποια
χαρακτηριστικά του.
Σαστίζει λίγο αλλά έπειτα από κάποια
δευτερόλεπτα αναλογίζεται «Μα φυσικά, αφού αντέστρεψα την διαδοχή των εντολών
της αποστολής σωστά, τα χρήματα θα βρίσκονται πίσω στην αρχική μου κρυψώνα».
Σηκώνεται βεβιασμένα και τρέχει προς την πόρτα, πάει να την ανοίξει αλλά δεν
μπορεί. Η εικόνα του πιξελιάζει, το σώμα του αρχίζει να μην υπακούει τις
εγκεφαλικές διαταγές του, και τότε συνειδητοποιεί ότι ο χρόνος τελείωσε. Game over.
Ο
Λεοπόλδος τινάζεται απότομα από το κρεβάτι του, και με μια κραυγή απελπισίας
βγάζει και πετάει τα γυαλιά εικονικής πραγματικότητας στο πάτωμα. Αποφασίζει να
παραγγείλει κινέζικο και προσπαθήσει ξανά την επόμενη μέρα. Ούτως η άλλως κάθε
μέρα ίδια ήταν για αυτόν. Μια αβάσταχτη επανάληψη αποτυχίας ή επιτυχίας που
στην πραγματικότητα τίποτα δεν άλλαζε.
Συγγραφέας: Ενένη Μακρή - Σπουδάστρια Tabula Rasa