Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

"Κλείσε μου το μάτι" του Νεκτάριου Μπουτεράκου (1ο βραβείο λογοτεχνίας)


Ο αριστούχος απόφοιτος του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής Tabula Rasa, Νεκτάριος Μπουτεράκος, λαμβάνοντας μέρος στο λογοτεχνικό διαγωνισμό "Οι ιστορίες της πόλης μας - Ιωάννινα", του εκδοτικού οίκου i-Write, κατάφερε να διακριθεί και το διήγημά του να πάρει το Α' βραβείο. Διαβάστε παρακάτω το διήγημά του με τίτλο: «Κλείσε μου το Μάτι» που κυκλοφορεί στη συλλογή διηγημάτων "Οι ιστορίες της πόλης μας - Ιωάννινα".

ΚΛΕΙΣΕ ΜΟΥ ΤΟ ΜΑΤΙ του Νεκτάριου Μπουτεράκου

Περπατούσε στο μεγάλο παζάρι, μέσα στο κάστρο των Ιωαννίνων. Τριγύρω σκόνη και χρώματα κάθε λογής. Έριξε το βλέμμα στο έδαφος και διέκρινε το μεγάλο του δάχτυλο να έχει ξεπροβάλει από το χιλιοφορεμένο του παπούτσι. Το νύχι ήταν κατάμαυρο και η άκρη του δέρματος ξερή, ξεφλουδισμένη, σχεδόν μαύρη κι αυτή από τη βρώμα. Είχε έρθει ο καιρός να αγοράσει καινούργια παπούτσια. Μια χαρά τον είχαν συντροφεύσει αυτά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Έχωσε το τριχωτό του χέρι στην τσέπη, μήπως βρει κάνα ξεχασμένο νόμισμα. Ο δείχτης χώθηκε σε μια τρύπα και με τα υπόλοιπα δάχτυλα ανακάλυψε ένα ξεχασμένο αμύγδαλο. Το έβγαλε και το κοίταξε. Η άκρη του είχε αρχίσει να πρασινίζει από την μούχλα. Ανασήκωσε τους ώμους και το έβαλε στο στόμα.

Ξέχασε τα τρύπια παπούτσια, όταν ανακάλυψε μια καλή γωνιά δίπλα σε μια παράγκα γεμάτη από μεταξωτά υφάσματα. Κόκκινα, πορτοκαλιά, ροδαλά σαν τα μάγουλά του. Ζαλίστηκε από την πολυχρωμία. Κάθισε πάνω σε ένα ξεφτισμένο τσόλι που έβγαλε από το ταγάρι του. Μαζί με αυτό τράβηξε και τον αυλό του. Τον τίναξε λίγο για να φύγουν οι σκόνες και τον ακούμπησε με τα ξεραμένα χείλη του. Μια ηχητική παρωδία, γεμάτη φάλτσους ήχους, σαν ξεφωνήματα αγριεμένων θηλυκών, γέμισαν την αγορά του κάστρου. Η γυναίκα, στην οποία άνηκε ο πάγκος με τα υφάσματα, τον πήρε στο κατόπι με ένα τόπι ύφασμα για να του το φέρει στο κεφάλι. Έφτασε, ασθμαίνοντας, σε μια άλλη παράγκα γεμάτη κλουβιά με διαφόρων ειδών ζώα. Έσκουζαν, έχοντας εξαγριωθεί από τους θορύβους του αυλού του. Ο Καρίμ στάθηκε μπροστά από ένα κλουβί με ένα μικρό, αλλόκοτο μαϊμουδάκι, όπου ανήσυχο γύριζε τριγύρω. Ήταν αρκετά μικροκαμωμένο, με τεράστιες βλεφαρίδες γύρω από τα μάτια, σαν μικρές βεντάλιες. Οι εκφράσεις του προσώπου του θύμιζαν ανθρώπινες. Έσκυψε λίγο και το πλησίασε. Έχωσε ταυτόχρονα το χέρι του στη φαρδιά του βράκα κι έξυσε με δύναμη τον τριχωτό πισινό του. Το περίεργο ζωάκι για μια στιγμή σταμάτησε και τον κοίταξε στα μάτια. Άνοιξε διάπλατα το στόμα, δείχνοντας τα δόντια του, ενώ ξαφνικά του έκλεισε το δεξί του μάτι.

«Μου έκλεισε το μάτι! Μου έκλεισε το μάτι!», άρχισε να ουρλιάζει ο Καρίμ, αναστατώνοντας για μια ακόμα φορά την αγορά.
«Πάψε, καπετάν φασαρία», του πέταξε ο Τούρκος πραματευτής στη μούρη, «Δεν έφτανε η δαιμονισμένη μουσική σου, τώρα με τις γκαροφωνάρες σου μου αναστατώνεις τα ζώα».
«Να με συμπαθάς, αλλά, να... μου έκλεισε το μάτι», προσπάθησε να δικαιολογηθεί εκείνος.
«Οι μαϊμούδες δεν κλείνουν τα μάτια», τσίριξε ο πραματευτής.
«Πόσο την πουλάς ρε μπατσανάκ; Τη θέλω!», ρώτησε, χαμένος στο όνειρο πως θα μπορούσε να γεμίσει τις τσέπες του χρυσά νομίσματα με τη μαϊμού, που κλείνει το μάτι.
«Δέκα χρυσά νομίσματα μόνο».
«Δέκα; Έχω μόνο πέντε, φτάνουν;», είπε ο Καρίμ βγάζοντας το πουγκί που είχε κρεμάσει από το λαιμό του. Τα χρυσά εκείνα νομίσματα τα είχε διπλοφυλαγμένα για πολύ σοβαρούς σκοπούς, οι οποίοι δεν έφταναν ούτε τα τρύπια του παπούτσια και τη χιλιομπαλωμένη του βράκα. Όμως, κάτι τον έτρωγε να αγοράσει εκείνο το ζώο.
«Τσακίσου φύγε από δω που θες και να με κλέψεις», φώναξε αγριεμένος ο ντόπιος πραματευτής.

Ο Καρίμ έκανε να φύγει, μα η μικρή μαϊμού άρχισε να κράζει και να ωρύεται μέσα στο κλουβί της. Γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε μέσα σ’ εκείνα τα σχεδόν ανθρώπινα μάτια της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι κι άρχισε να απομακρύνεται. Το ζωντανό χτυπιόταν μέσα στα σίδερα και ο πραματευτής δεν μπορούσε να το συνεφέρει. Φώναξε τότε πίσω τον Καρίμ και δέχτηκε να του την δώσει για πέντε χρυσά νομίσματα.

«Έχει μπει ο δαίμονας του Γκρέκου μέσα της. Πάρ’ την... Πάρ’ την... Από την αρχή δεν την ήθελα. Καλύτερα να την ξεφορτωθώ», του έλεγε καθώς έδενε την αλυσίδα γύρω από τον λαιμό της. Πριν προλάβει να του τη δώσει, όμως, το ζωντανό του πάτησε μια γερή δαγκωνιά στο χέρι και πήδηξε στον ώμο του νέου του αφεντικού. Ο πραματευτής άρχισε να βρίζει την τύχη του, ενώ ο Καρίμ έτρεχε πλέον μακριά.


Κασσάνδρα τη βάφτισε στη διαδρομή. Έτριβε τα χοντροκομμένα χέρια του και σκεφτόταν τα πλούτη που θα κέρδιζε, εξαιτίας της. Πήγε στην άλλη άκρη του παζαριού, προς την είσοδο του κάστρου, κι άρχισε να φωνάζει.

«Ελάτε κόσμε να δείτε την Κασσάνδρα που κλείνει το μάτι της».

Περίεργοι περαστικοί σταμάτησαν για να δουν το περίεργο ζώο. Ο Καρίμ την πλησίασε και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.

«Έλα Κασσάνδρα, κλείσε μου το μάτι...», είπε και περίμενε καρτερικά. Καμία, όμως, κίνηση.
«Έλα, γλυκιά μου, κλείσε στον μπαμπά το μάτι».
Τίποτα η Κασσάνδρα.

Οι περαστικοί Οθωμανοί έβαλαν τα γέλια κι άρχισαν να χλευάζουν τον Καρίμ. Η Κασσάνδρα τότε όρμησε κατά πάνω τους κι άρχισε να τους δαγκώνει. Εκείνος την τράβηξε με όλη του τη δύναμη και το έβαλε στα πόδια, για να γλιτώσει από την οργή τους.

Το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο από την τρεχάλα, μα κι από τον θυμό συνάμα. Δεν φτάνει που δεν κέρδισε κανένα χρυσό νόμισμα, είχε φορτωθεί στην πλάτη του και μια άχρηστη μαϊμού. Διπλή μερίδα φαί. Το χειρότερο ήταν ότι έχασε και τα πέντε χρυσά νομίσματα για χάρη της.

Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και η κοιλιά του Καρίμ γουργούριζε δυνατά. Χώθηκε σε μια γωνία για να κοιμηθεί πάνω στην άμμο. Έβγαλε και την αλυσίδα από την Κασσάνδρα μπας και γλιτώσει από δαύτη. Πράγματι με δύο δρασκελιές εκείνη εξαφανίστηκε. Χάρηκε ο Καρίμ. Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε το ροχαλητό ήσυχος. Ξαφνικά ένιωσε κάτι δροσερό να κυλάει στο κεφάλι του. Άνοιξε το ένα μάτι και είδε ένα τεράστιο αβοκάντο πάνω του. Η Κασσάνδρα άρχισε να χοροπηδάει τριγύρω με ένα ακόμα ζουμερό φρούτο στα χέρια της. Ο Καρίμ άρχισε να τρώει λαίμαργα το φρούτο του, χωρίς να δει τα δόντια της Κασσάνδρας που ήταν βουτηγμένα στο αίμα.

Μετά από λίγες μέρες βρέθηκε πάλι στο παζάρι με την Κασσάνδρα. Χάζευε στην αγορά, όταν πρόσεξε μπροστά την παράγκα με τα ζώα. Ο πραματευτής, όμως, δεν υπήρχε εκεί. Ένας νεαρός καθόταν στη θέση του.

«Που πήγε τ’ αφεντικό;», ρώτησε τον νεαρό.
«Τον βρήκαν νεκρό προχτές», απάντησε εκείνος αδιάφορα.
«Από τι; Τι συνέβη;».
«Ώχου, μπάρμπα παράτα με! Είπαν πως δηλητηριάστηκε από κάτι που τον δάγκωσε. Ξέρω γω; Θες έναν παπαγάλο που καπνίζει ναργιλέ;».

Ο Καρίμ δεν μπορούσε να κουνηθεί από τη θέση του. Κοίταξε την Κασσάνδρα κι αυτή ανέβηκε ανέμελα στον ώμο του. Συνέχισε τον δρόμο του σαν χαμένος. Οι αισθήσεις του δεν δούλευαν πλέον. Δεν άκουγε, δεν έβλεπε, δεν άγγιζε. Μόνο περπατούσε. Βγαίνοντας από το παζάρι, είχε συνέλθει λίγο σαν είδε αρκετό κόσμο μαζεμένο. Πήγε κοντά. Από τα κενά που δημιουργούσε ο ανθρώπινος τοίχος παρατήρησε έναν άνδρα πεσμένο κατάχαμα. Ακούγοντας μισόλογα, κατάλαβε πως ήταν νεκρός. Έσπρωξε, πάτησε, αλλά κατάφερε και πέρασε μπροστά. Τον αναγνώρισε αμέσως καθώς ήταν ένας από τους περαστικούς που πέρασε να δει τη μαϊμού που κλείνει το μάτι και τον είχε δαγκώσει στο χέρι η Κασσάνδρα. Ένα μπλαβί σημάδι που έτρεχε πύον έχασκε πάνω στο μπράτσο του. Ακριβώς εκεί που είχε γίνει το δάγκωμα. Ο Καρίμ πανικοβλήθηκε. Βγήκε από τον κλοιό, άρπαξε την αλυσίδα με την Κασσάνδρα κι άρχισε να τρέχει σαν τρελός.

Κρύφτηκε σε μια αποθήκη και αγκομαχούσε. Κοίταξε τη μικρή μαϊμού που έπαιζε αδιάφορα κι έσμιξε τα φρύδια.

«Δεν μπορεί», μονολόγησε, «στο μυαλό μου είναι όλα».

Η Κασσάνδρα τον πλησίασε, έδειξε τα δόντια της και, προς μεγάλη του έκπληξη, έκλεισε το μάτι της. Πετάχτηκε απότομα, ξεχνώντας όσα είχαν συμβεί, και πλησίασε το ζωάκι.

«Έλα μικρή μου, κάντο πάλι! Για τον Καρίμ σου...».

Για μια ακόμα φορά η Κασσάνδρα έκλεισε το μάτι. Ευθύς εκείνος άρχισε να πλέει σε πελάγη ευτυχίας. Χοροπηδούσε, χτύπαγε τη μεγάλη του κοιλιά και τραβούσε την τρύπια βράκα του που έπεφτε συνέχεια. Κάθε φορά που ζητούσε από τη μαϊμού να του κλείσει το μάτι, εκείνη το εκτελούσε πιστά.

Από εκείνη τη μέρα και μετά ο Καρίμ γέμιζε το τσίγκινο κύπελλό του με χρυσά νομίσματα. Η σκισμένη βράκα του αλλάχτηκε με μια ολοκαίνουργια ακριβή και μεταξένια, τα τρύπια παπούτσια του με δερμάτινα, γυαλιστερά. Μάλιστα ξύρισε και το σκωροφαγωμένο μούσι του. Από τη μεγάλη του χαρά άρχισε πάλι να παίζει με τον αυλό του, κάνοντας την Κασσάνδρα να βουλώνει τα αυτιά της.

Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο παραμελούσε ο Καρίμ την Κασσάνδρα. Ήταν δεδομένη για εκείνον η συντροφιά της και η επιτυχία που είχε στον κόσμο. Οπότε τις ελεύθερες ώρες του έπαιζε μόνο με τον αυλό του, δίχως να της δίνει καμία σημασία. Κάποια μέρα, καθώς η φρικαλέα μουσική του αυλού του αναστάτωνε τα Ιωάννινα και τα τύμπανα των περαστικών, η Κασσάνδρα όρμησε, του δάγκωσε το πόδι και βούτηξε το τσίγκινο κύπελλο με τα χρυσά νομίσματα. Ο Καρίμ, ουρλιάζοντας από τον πόνο, τα έχασε και δεν ήξερε τι να πρωτοκάμει. Να τρέξει να πιάσει την Κασσάνδρα με τα νομίσματα ή να σώσει τον εαυτόν του, πηγαίνοντας σε έναν φαρμακοτρίφτη. Θυμήθηκε τότε τον νεκρό άντρα που είχε δει φαρδύ πλατύ στο έδαφος και το αίμα του πάγωσε.

Έτρεξε, λοιπόν, για να βρει γιατρικό σ’ έναν Έλληνα φαρμακοτρίφτη στην άκρη της πόλης, σιμά στη λίμνη. Εξήγησε στον φαρμακοτρίφτη όλη την ιστορία. Αυτός του έφτιαξε ένα κατάπλασμα και το έβαλε στην πληγή.

«Μη φοβάσαι γιαβρί μου! Γλήγορα θα γιάνει το ποδάρι σου! Μα πες μου, πως ήταν το αναθεματισμένο το ζώο».

Περιέγραψε εκείνος την Κασσάνδρα και ο φαρμακοτρίφτης παγωμένος γούρλωσε τα μάτια του.

«Τι συνέβη; Γιατί σε βλέπω να αργοπεθαίνεις;», ρώτησε ο Καρίμ.
«Τίποτα… Τίποτα… Άντε φεύγα τώρα από δω. Έχω δουλειές. Θα γιάνει είπαμε το ποδάρι σου…», τα μάσαγε εκείνος.

Ο Καρίμ έφυγε προβληματισμένος. Τότε ο φαρμακοτρίφτης, αφού διπλοκλείδωσε κι αμπάρωσε το μαγαζί του, έβγαλε από ένα σκονισμένο κουτί ένα βιβλίο διπλωμένο με κόκκινο βελούδο. Το άνοιξε και χάθηκε στις σελίδες του. Τα μάτια του έλαμψαν, σαν διάβασε κατιτίς από κει μέσα.

«Δεν μπορεί να είναι εκείνη», μονολόγησε, «είναι μόνο ένα μύθος. Την έπνιξαν και τώρα εκδικείται…».

Έκλεισε με δύναμη το βιβλίο, το έκρυψε κι άνοιξε πάλι την πόρτα. Είδε στο βάθος τον Καρίμ να σέρνεται με το πληγωμένο του πόδι και τον φώναξε με όση δύναμη είχε μέσα του. Ύστερα από λίγο βρίσκονταν ο ένας απέναντι από τον άλλον. Του εξήγησε πως μόνο αν το σκότωνε θα γλίτωνε τη ζωή του. Δεν μπορούσε να του πει περισσότερα. Ίδρωσε, ξεΐδρωσε ο Καρίμ από τα κακά μαντάτα και τον ρώτησε τον τρόπο με τον οποίο θα την σκότωνε.

«Μόνο ένα δηλητήριο θα το σκοτώσει το τρισκατάρατο! Θα στο σιάξω με τα χεράκια μου».

Έβαλε εκχυλίσματα, πρόσθεσε αφεψήματα φύλλων, έκανε τα μαγικά του και του έφτιαξε ένα δηλητήριο τόσο ισχυρό που και δαίμονες σκοτώνει. Πήρε το μπουκαλάκι ο Καρίμ κι άρχισε να ψάχνει την Κασσάνδρα.

Για μέρες γύριζε, αλλά ήταν άφαντη η μαϊμού. Το πόδι του πρηζόταν. Μια μέρα ξύπνησε ψημένος στον πυρετό. Η πληγή του έτρεχε πράσινο πύον, που βρωμούσε. Τα μάτια του έτσουζαν και δεν μπορούσε να τ’ ανοίξει. Τότε ένιωσε στο κεφάλι του κάτι δροσερό. Ψηλάφισε με το χέρι του και έπιασε ένα αβοκάντο. Δίπλα του χόρευε η Κασσάνδρα και γελούσε. Ανέβηκε πάνω στο πόδι του και του κατούρησε την πληγή. Ο Καρίμ αποκαμωμένος έπεσε ξανά σε ύπνο βαθύ. Δεν μπορούσε να λογαριάσει πόσες μέρες πέρασαν, αλλά σαν συνήλθε ήταν τελείως καλά. Ούτε σημάδι δεν του είχε αφήσει η πληγή. Ολόγυρα ήταν υπολείμματα φρούτων, από όσα του είχε φέρει η Κασσάνδρα και τον τάιζε. Δίπλα στο ταγάρι του ήταν το τσίγκινο κύπελλο με τα χρυσά τα νομίσματα. Το μόνο που έλειπε ήταν ο αυλός του. Προσευχήθηκε για το θαύμα που έγινε και σώθηκε η ζωή του. Βρισκόταν σε μεγάλο δίλλημα, όμως, για την τύχη της Κασσάνδρας. Αν την άφηνε να ζήσει θα ήταν κίνδυνος για εκείνον. Από την άλλη του είχε σώσει τη ζωή και της χρωστούσε χάρη. Μα ο φόβος από πάντα ήταν κακός σύμβουλος κι έτσι αποφάσισε να της δώσει το δηλητήριο. Μαζί με όλα τα φρούτα, η Κασσάνδρα είχε φέρει κι ένα τσαμπί με μπανάνες. Πήρε μια και της έριξε κρυφά το δηλητήριο. Της την έδωσε, μα η μαϊμού την πήρε στα χέρια της και την κοίταζε για ώρα. Μετά την επέστρεψε στον Καρίμ και άρχισε να χοροπηδάει. Εκείνος την ξαναέδωσε, δίχως αποτέλεσμα. Το ζωντανό πάλι την επέστρεψε. Σκέφτηκε τότε πονηρά και πήρε άλλη μια. Την δάγκωσε στην άκρη και κοίταξε την Κασσάνδρα. Εκείνη τότε πήρε τη μπανάνα στα χέρια της, την πλησίασε στο στόμα, μα λίγο πριν τη δαγκώσει, πήδηξε έξω από την πόρτα κι άρχισε να τρέχει με την μπανάνα στο χέρι. Ο Καρίμ βγήκε κι άρχισε να την κυνηγά. Κατάφερε να του ξεφύγει κι αποκαμωμένος επέστρεψε στην αποθήκη.

Προς μεγάλη του έκπληξη η Κασσάνδρα βρισκόταν ήδη εκεί, κρατώντας την μπανάνα της δαγκωμένη στην άκρη. Κοίταξε τον Καρίμ και του έκλεισε το μάτι. Εκείνος πήρε στα χέρια του τη δική του μπανάνα κι έφαγε μια ακόμα μπουκιά, δήθεν πως της κάνει συντροφιά. Μέχρι που τελείωσαν οι δύο μπανάνες. Ευχαριστημένος ο Καρίμ για το κατόρθωμά του, περίμενε να δει την Κασσάνδρα να ξεψυχά. Αντί αυτού, όμως, ένιωσε έναν δυνατό πόνο στο στομάχι. Διπλώθηκε στα δύο κι άρχισε να βγάζει αφρούς από το στόμα. Το κορμί του άρχισε να τρέμει και να παγώνει. Η Κασσάνδρα τον κοιτούσε μέσα στα μάτια. Τότε άρχισε να αλλάζει μορφή. Ψήλωνε και οι τρίχες έπεφταν. Έγινε μια ψηλή γυναίκα με δύο τεράστια μάτια κι ένα αστραφτερό χαμόγελο. Πλησίασε τον άντρα που ψυχορραγούσε.

«Νόμιζα πως διέφερες του σιναφιού σου, αλλά όλοι το ίδιο είστε. Πες στους πασάδες σου, που σύντομα θα δεις στην κόλαση, πως η Φροσύνη είναι πάλι εδώ μέχρι να ξεπαστρέψει κάθε λογής περαστικούς της χώρας της», του ψιθύρισε στο αυτί κι ευθύς σηκώθηκε.

Κοίταξε τον Καρίμ που αργοπέθαινε και του έκλεισε το μάτι. Έκανε μεταβολή κι άρχισε να απομακρύνεται. Το τελευταίο που είδε ο Καρίμ πριν ξεψυχήσει ήταν μια ουρά να κουνιέται στην άκρη του φορέματος...



Συγγραφέας: Νεκτάριος Μπουτεράκος - Απόφοιτος Tabula Rasa


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου