Έτρεχε στο διάδρομο.
Τα πόδια του γλιστρούσαν και η σόλα των παπουτσιών ήταν τόσο βρεγμένη και τόσο
παλιά που ήταν έτοιμη να ξεκολλήσει. Αυτός όμως συνέχιζε να τρέχει και που και
που γύριζε πίσω του και κοίταγε. Κανένας όμως. Ευτυχώς. Δεν πρέπει να τον είχε
δει κανένας. Εξάλλου ήταν πολύ αργά και ο φρουρός στην πτέρυγά του έλειπε
εκείνα τα πέντε λεπτά, όσο χρειαζόταν δηλαδή για να απομακρυνθεί.
Δεν ήξερε
ακριβώς που βρισκόταν, δεν είχε φτάσει ποτέ τόσο μακριά και ας είχει κάνει
πολλές απόπειρες. Πρέπει να βρίσκονταν
στην πτέρυγα Γ, την απαγορευμένη. Ήταν η
πιο παλιά από όλες και όλοι έλεγαν πως εκεί υπήρχε μια πόρτα που έβγαζε στο
δάσος πίσω από τις φυλακές. Ένα τεράστιο δάσος που χώριζε τον κόσμο τους με τον
υπόλοιπο κόσμο. Ήταν σίγουρος πως αυτή τη φορά θα τα κατάφερνε. Δεν μπορούσε να
σταματήσει να τρέχει και ας είχε λαχανιάσει. Το γυμνό και γεμάτο χαρακιές
στήθος του ανεβοκατέβαινε γρήγορα. Κάθε
τρεις και λίγο έξυνε νευρικά το κεφάλι του. Δεν είχε μαλλιά και του άρεσε να νιώθει αυτόν τον
ελαφρύ πόνο που του προκαλούσαν τα μακριά βρώμικα νύχια του.
Ξαφνικά σταμάτησε
απότομα. Έριξε το κεφάλι του προς τα κάτω και ακούμπησε με τα χέρια του τα
γόνατά του. Ανάσαινε βαθιά και έβηχε. Κάθε φορά που έβρεχε τον έπιανε αυτός ο
βήχας, και έβρεχε πολύ συχνά. Στάθηκε όρθιος. Κοίταζε γύρω του χωρίς να γυρίζει
το κεφάλι του, μόνο τις γαλάζιες κόρες των ματιών του. Δεξιά, αριστερά,
πάνω. Εδώ οι τοίχοι δεν ήταν άσπροι όπως
στις υπόλοιπες πτέρυγες, αλλά κεραμιδί αφού τα τούβλα δεν είχαν βαφτεί ποτέ. Οι
πόρτες ίδιες, παντού ίδιες. Τεράστιες, βαριές, με μεγάλες κλειδαριές και
σύρτες. Όμως, λίγο πιο πάνω παρατήρησε
μια πόρτα διαφορετική. Μια πόρτα τελείως αλλιώτικη από τις άλλες. Αν και ήταν
βαριά και σιδερένια ήταν καθαρή και από μια μικρή τρυπούλα που είχε πάνω της
του φάνηκε πως έβγαινε φως. Ένα έντονο λευκό φως και ας ήταν τρεις παρά είκοσι
το βράδυ. Αφού κοίταξε ακόμα μια φορά πίσω του, πλησίασε με αργά, προσεκτικά, και
πλάγια βήματα έχοντας το ένα χέρι του τεντωμένο μπροστά και το άλλο πίσω. Στάθηκε μπροστά στην πόρτα και την κοίταγε με ορθάνοιχτα μάτια από πάνω μέχρι
κάτω.
Αυτή ήταν η πόρτα που όλοι λέγανε, ήταν η πόρτα που θα τον έβγαζε στο
δάσος. Δεν φαινόταν κλειδωμένη, οι σύρτες ήταν πάνω. Του φάνηκε πολύ περίεργο
μια τέτοια πόρτα να μην είναι κλειδωμένη. Πήγε να την ανοίξει. Σταμάτησε. Και
αν δεν ήταν η πόρτα που φανταζόταν; Και αν δεν τον έβγαζε στο δάσος; Μήπως από
πίσω ήταν και εδώ γιατροί, και τελικά δεν τους είχε ξεφύγει; Άρχισε να φοβάται
και η δύναμη που ένιωθε μέχρι τώρα, χάθηκε μέσα σε δευτερόλεπτα. Κατάπινε
γρήγορα για να μην βήξει, ένιωθε πως όταν έβηχε δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.
Αυτοί του είχαν προξενήσει τον βήχα, αυτοί οι γιατροί εκεί μέσα, με τα
φάρμακά που του έδιναν. Δεν θέλανε να τον αφήσουν να σκεφτεί καθαρά, γιατί ήταν
πολύ πιο έξυπνος από αυτούς. Όταν πήγαινε σχολείο, ήταν ο καλύτερος στα
μαθηματικά. Μ’ αυτήν τη σκέψη, θυμήθηκε τα σχολικά του χρόνια στο Δημοτικό. Άρχισε να ξύνει το κεφάλι του πάλι. Φοβόταν
από τότε τον ήχο του μολυβιού. Μήπως πίσω από την πόρτα υπήρχε μια τάξη; Μήπως
υπήρχανε μολύβια; Έβηξε πολλές φορές και δυνατά. Έφτυσε κάτω. Έπρεπε να φύγει
από εκεί μέσα και η πόρτα αυτή ήταν η λύση. Όμως δεν γινόταν να την ανοίξει.
Ήταν σίγουρος πως θα έβλεπε, και θα άκουγε παντού, τα μολύβια.
Του ήρθε στο μυαλό το πρόσωπο του δάσκαλού του, όπου τον είχε
για πέντε χρόνια στο Δημοτικό. Καταγόταν από ένα μικρό χωριό, πολύ έξω από το
Λίβερπουλ, και ήταν τυχερός, και που πήγε σχολείο. Ο κύριος Τζόουνς ήταν ένας
ανύπαντρος, αυστηρός σαρανταπεντάρης, με μεγάλη αγάπη για τα μαθηματικά.
Θυμήθηκε πόσο φόβο αισθανόταν όταν τον σήκωνε στον πίνακα. Μια φορά μάλιστα, που ο κύριος Τζόουνς έγραφε
γρήγορα και έντονα, με μολύβι, πάνω στο τετράδιό του, ενώ του φώναζε, εκείνος
έβαλε τα κλάματα μπροστά σε όλη την τάξη.
Πλησίασε λίγο την πόρτα ενώ έτρεμε ολόκληρος. Είχε
καμπουριάσει ελαφρώς, οι αγκώνες του ήταν κολλημένοι στα πλευρά του και έξυνε
τα δάχτυλά του. Έξω έβρεχε, άστραπτε και
φύσαγε δυνατά, όμως εκείνος δεν έτρεμε από το κρύο. Έτρεμε, γιατί είχε αρχίσει να
ακούει πάλι, μέσα στο κεφάλι του, αυτό τον ήχο των μολυβιών. Πήγε να αγγίξει το
πόμολο και κατευθείαν λύγισε με δύναμη τα δάχτυλά του. Έπεσε κάτω, και άρχισε να
ξύνει το κεφάλι του με κυκλικές, νευρικές κινήσεις. Έτσι έκανε και ο
δάσκαλός του, εκείνη την μέρα, που τον είχε καλέσει μόνο του, μέσα στην τάξη, αφού
είχανε σχολάσει. Του είχε πει, πόσο καλός ήταν στα μαθηματικά, και ότι θα έπρεπε, παρόλα αυτά, να διαβάζει λίγο
παραπάνω. Μετά τον ρώτησε, αν θα μπορούσε να κατεβάσει το παντελόνι του. Του
φάνηκε πολύ περίεργο, που ο δάσκαλός του, του είπε κάτι τέτοιο, και ντράπηκε πολύ.
Όμως τον υπάκουσε. Μετά από αυτό, δεν θυμάται καθαρά. Του είχε μείνει μόνο ένας
έντονος πόνος, που πάντα τον κουβάλαγε μαζί του, και ανακουφιζόταν μόνο όταν τον μοιραζόταν.
Κόλλησε το αυτί του με προσοχή, στο παγωμένο σίδερο της
πόρτας, μήπως και ακούσει κάτι. Μάταια όμως. Απόλυτη σιωπή. Όπως η σιωπή που
υπήρχε στο σπίτι του, μετά τις οκτώ, που γύρναγε ο πατέρας του από το εργοστάσιο,
όπως η σιωπή που υπήρχε στην τάξη, όταν γράφανε επαναληπτικό διαγώνισμα, όπως η
σιωπή που υπήρχε στο δωμάτιο εκείνης της κοπέλας, όταν της έκανε μια βαθιά
χαρακιά στον λαιμό για να δείχνει ακόμα πιο όμορφη
Γύρισε το κεφάλι του από την άλλη, και χάζεψε για λίγο το
δάσος, μέσα από ένα μικρό παραθυράκι με χοντρά σιδερένια κάγκελα. Το σκούρο
πράσινο των δέντρων, ξεχώριζε από το μαύρο που κάλυπτε τα πάντα, και αυτό, μόνο
όταν άστραπτε. Ήθελε τόσο πολύ να βγει εκεί έξω. Ήθελε να φτάσει στην
ελευθερία, και ας ήταν αυτή βαμμένη με σκούρα χρώματα, δεν τον πείραζε. Εξάλλου
του άρεσε το μαύρο. Ήταν αποφασισμένος, θα άνοιγε την πόρτα. Ακούμπησε με
δύναμη το πόμολο, έξυσε το κεφάλι του, και το γύρισε προς τα κάτω, ώστε να
ανοίξει η πόρτα μια σπιθαμή. Την τράβηξε
προς το μέρος του, σιγά σιγά, και την
κράταγε με τα δύο του χέρια. Είχε ανοιχτό το στόμα του, καθώς ένιωθε πως δεν
μπορούσε να ανασάνει. Το έντονο, λευκό φως, που ξεχείλιζε από το δωμάτιο, τον έκανε
να κλείσει για λίγο τα μάτια του. Έκανε τρία μικρά βήματα προς τα μπροστά και
μπήκε μέσα στην αίθουσα. Στάθηκε ακίνητος για λίγο και περιεργάστηκε με τα
μάτια του τον τεράστιο χώρο. Υπήρχαν παντού ράφια , με ιατρικά εργαλεία και άσπρα
μπουκαλάκια, κάποιες βιβλιοθήκες και κρεβάτια, όπως αυτά που τους έβαζαν για να
τους εξετάσουν, όχι όπως αυτά που κοιμόντουσαν. Ήταν πολύ καθαρά και οι τρεις
λάμπες που υπήρχαν, έβγαζαν αυτό το έντονο φως, που δεν υπήρχε σε κανένα άλλο
δωμάτιο ή αίθουσα, σε καμία πτέρυγα.
Περπάταγε αργά και κοίταζε γεμάτος
περιέργεια τον χώρο, όχι γιατί του φαινόντουσαν ξένα όλα αυτά τα αντικείμενα,
αλλά γιατί έψαχνε μια σκάλα ή μια άλλη πόρτα που θα τον οδηγούσε έξω. Ξαφνικά σ’ ένα κρεβάτι είδε έναν άνθρωπο
ξαπλωμένο. Πλησίασε. Ήταν η κυρία Σέρλεϊ από την πτέρυγα Α. Ήταν γυμνή και είχε
ορθάνοιχτα μάτια. Το κεφάλι της ήταν ξυρισμένο και είχε ράμματα από το μέτωπο
μέχρι τον αυχένα. Και γι αυτό ψέματα τους είχαν πει. Το ήξερε πολύ καλά πως η
κυρία Σέρλεϊ δεν είχε χαθεί. Μπορεί να ήταν γριά, αλλά χαζή δεν ήταν, να χαθεί
έτσι απλά. Παρατήρησε λίγο τις ρυτίδες του προσώπου της, τους μοβ κύκλους
κάτω από τα μάτια της, και συνέχισε την εξερεύνησή του.
Λίγο πιο κάτω, δίπλα σε μια βιβλιοθήκη, υπήρχε ένα μεγάλο
ξύλινο γραφείο με πολλά χαρτιά. Για κάποιο λόγο, του τράβηξε την περιέργεια και
το πλησίασε. Υπήρχε ένα τασάκι με ένα σβησμένο τσιγάρο που ακόμα μύριζε.
Κάποιος μάλλον θα επέστρεφε σύντομα, έπρεπε να βιαστεί. Παρόλα αυτά, κοίταξε για
λίγο τα σχέδια πάνω στα χαρτιά, κι ας μην μπορούσε να καταλάβει, και πολλά.
Υπήρχαν παντού ζωγραφισμένα κρανία, και γύρω γύρω άγνωστες σ’ αυτόν λέξεις.
Καθώς ψαχούλευε, ένιωσε να ακουμπάει κάτι που έκανε την καρδιά του να τρέμει.
Σήκωσε το χέρι του, ενώ κρατούσε αυτό το αντικείμενο, και το έφερε μπροστά στο
πρόσωπό του. Ένα μικρό, καλοξυσμένο μολύβι. Το πέταξε κάτω, έκλεισε τα αυτιά του
με τις παλάμες του, και άρχισε να ουρλιάζει. Έτρεχε να βγει προς τον διάδρομο,
όταν ένας γιατρός μαζί με έναν φύλακα μπήκαν στην αίθουσα. Δεν μπορούσε να
σταματήσει να ουρλιάζει. Αν σταμάταγε θα άκουγε ακόμα πιο δυνατά το μολύβι. Τον
πιάσανε από τα μπράτσα και τον ξαπλώσανε σ’ ένα από τα κρεβάτια. Τρανταζόταν ολόκληρος γιατί φοβόταν μήπως του
κατεβάσουν το ξεσκισμένο του παντελόνι. Έφτυνε τον γιατρό στο πρόσωπο. Ένιωσε κάτι να τον τρυπάει ελαφρά στο χέρι.
Ξύπνησε την επόμενη μέρα στο θάλαμό του, και όλοι τον
κοίταγαν περίεργα, όλοι, εκτός από τους γιατρούς και τις νοσοκόμες, που είχαν
πάντα αυτό το ψεύτικο χαμόγελο. Σηκώθηκε με δυσκολία από το κρεβάτι και πλησίασε
ένα κοντινό παράθυρο. Έριχνε ψιλόβροχο και το δάσος φαινόταν τόσο όμορφο. Ίσως
τελικά να μην πείραζε και τόσο. Ίσως η ελευθερία να ήταν πολύ επικίνδυνη γι’
αυτόν. Πιο επικίνδυνη, από το να βρισκόταν και αυτός, κάποια στιγμή, στη θέση της
κυρίας Σέρλεϊ.
Συγγραφέας: Γεωργία Τσουκαλοχωρίτη - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου