Είμαι μπροστά σε
μια μεγάλη σιδερένια πόρτα, δεν θέλω να φανταστώ τι υπάρχει από πίσω. Είναι η
μόνη έξοδος για την συνέχεια της ζωής μου. Πίσω μου το σκοτάδι όλο και
μεγαλώνει. Τρώει κάθε ίχνος φωτός. Αυτό το σκοτάδι είναι οικείο, είναι αυτό που
υπάρχει στα πιο σκοτεινά μονοπάτια του μυαλού μου. Αυτό της ανάγκης για
εξιλέωση που κάθε μέρα βρίσκω την δύναμη και το μετατρέπω σε φως. Θέλω να το
μοιράζομαι αυτό το φως, άλλωστε αυτή είναι η ουσία της ζωής, να μοιράζεσαι.
Μπορώ να πω πως μόνο με έναν άνθρωπο μοιράζομαι πραγματικά, τον πατέρα μου.
Ειναι τα πάντα για μένα, το μόνο μου στήριγμα. Η αχίλλειος πτέρνα μου.
Αυτός ο μονόλογος
ξεδιπλώνεται στο μυαλό μου, καθώς στέκω ακίνητη μπροστά στην τεράστια σιδερένια
πόρτα η οποία είναι γεμάτη πολύτιμα πετράδια. Χαϊδεύω την πόρτα , πιάνω το
χερούλι της, είναι παγωμένο. Γυαλίζουν όλα και γεννάνε φως, οι μικρές λάμψεις
σκίζουν το σκοτάδι που τριγύρω μου υπάρχει. Ιδρώνω, αγχώνομαι, νιώθω μια έξαψη
που ξεκινάει από το στομάχι και φτάνει στον λαιμό. Ένα κύμα φόβου με κατακλύζει,
οι σκέψεις στο μυαλό μου εναλλάσσονται με ταχύτητα φωτός. Βρίσκομαι μπροστά
στην σιδερένια πύλη που θα δώσει το τέλος στο σκοτάδι, μα είναι η πύλη που
δίνει αρχή στον μεγαλύτερο μου φόβο.
Είναι ένα διπλό
τέλος για μένα. Ένα σφίξιμο στην καρδιά μου. Πάγωσα ξανά! Οι σκέψεις
σταμάτησαν, είμαι σε σοκ μπροστά στην πόρτα. Είμαι δειλή, το παραδέχομαι δεν
θέλω να την ανοίξω. Πίσω από αυτήν την πόρτα ξεκινά να παίρνει ζωή ο
μεγαλύτερος μου φόβος. Εκεί που η καρδιά μου σε εκατομμύρια κομμάτια θα σπάσει
και θα χαθεί στο τίποτα.
Είμαι τόσο μόνη
χωρίς εσένα πατέρα. Τις πλείστες φορές ούτε να το πω δεν καταφέρνω και σε
κλάματα ξεσπώ. Ο μεγαλύτερος μου φόβος είναι να μην σε χάσω πατέρα. Είμαι τόσο
αδύναμη χωρίς εσένα, τόσο λίγη… Στέκομαι και αγκαλιάζω την πόρτα λες και είσαι
εσύ, κλαίω και είμαι τόσο αδύναμη να δώ τον μεγαλύτερο μου φόβο στα μάτια, δεν
θέλω εκείνη την αλήθεια να δω. Μακάρι να ήταν το δικό μου τέλος πίσω από εκείνη
την πόρτα, μα είναι σαν να πεθαίνω μαζί σου, διπλό τέλος.
Ποια ζωή χωρίς
εσένα; Χωρίς εμάς; Περνάνε από το μυαλό μου όλες οι χαρούμενες στιγμές, τα
γέλια μας, τα αστεία μας, οι βόλτες μας και οι εκατομμύρια φορές που ήσουν
δίπλα μου και με κράτησες να μην πέσω, να μην παραιτηθώ και το κεφάλι μου ψηλά
να το κρατήσω. Τα δάκρυα μου τρέχουν ασταμάτητα, είναι καυτά και σαν λεπίδες
σκίζουν τα παγωμένα από το ψύχος μαγουλα μου.
Πάγωσα ξανά,
βρίσκομαι ξαπλωμένη σε εμβρυακή στάση μισή στο σκοτάδι και μισή στην λάμψη που
η σιδερένια πύλη εκπέμπει. Σηκώνομαι με θάρρος και δύναμη, πιάνω το αναθεματισμένο
χερούλι της φανταχτερής σιδερένιας πόρτας που αποτελεί την μόνη επιλογή για την
εξιλέωση στην ζωή μου και βγάζω ένα κλειδί από την τσέπη μου. Την διπλοκλειδώνω
και χαμογελώντας γυρνάω την πλάτη μου και χάνομαι στο σκοτάδι. Όχι τώρα πατέρα,
δεν θα σε αφήσω να φύγεις και ας χάνομαι για πάντα στα σκοτάδια. Σαγαπώ!
Συγγραφέας: Τριανταφυλλιά Πλιάκα - Σπουδάστρια Tabula Rasa