Γλυκέ μου στρατιώτη.
Σε βλέπω να με κοιτάς. Μου χαμογελάς τρυφερά. Η στολή σου είναι πάντα καλοσιδερωμένη και επιβλητική. Το σώμα σου ευθυτενές και περήφανο.
Την τελευταία φορά, σαν να μου έκανες νεύμα με το κεφάλι.
Ψάχνεις κι εσύ άραγε να με δεις;
Ψάχνεις κι εσύ άραγε να με δεις;
Ακούς τη γλυκιά μελωδία που βγαίνει από το κουτί μου;
Διακρίνεις το παράπονό μου; Βλέπεις τον πόνο που μου σκίζει τα σωθικά;
Τα πόδια μου βιδωμένα στη βάση, βυθισμένα σε ακλόνητο γύψο.
Τα χέρια μου αγκυλωμένα χρόνια τώρα σε στάση opposition.
Τα ρούχα μου αστραφτερά μα άπλυτα από τότε που γεννήθηκα.
Λένε πως η ζωή είναι απλώς ένα διάλλειμα από το αιώνιο
σκοτάδι του θανάτου.
Έτσι νιώθω κι εγώ. Η ζωή μου ολόκληρη λίγες ανάσες φωτός
από την στιγμή που ανοίγει η πόρτα της φυλακής μου, από την στιγμή που σε
αντικρύζω.
Μετρώ τα δευτερόλεπτα μέχρι το σώμα μου να φέρει μια
ολόκληρη βόλτα και να γυρίσω πάλι προς εσένα.
4, 3, 2, 1..
4 ολόκληρα βασανιστικά δευτερόλεπτα παραζάλης μέχρι να σε
ξαναδώ.
Ο χρόνος σταματάει για μένα όταν βρίσκεσαι απέναντί μου
και με κοιτάς μέσα στα μάτια.
Και εκείνο το καρδιοχτύπι Θεέ μου μην τύχει και
ξεκουρδιστώ με την πλάτη γυρισμένη.
Αν είχα καρδιά σίγουρα θα έκαιγε κάθε φορά που πέφτει η
ταχύτητα των στροφών και ξεμακραίνω από σένα.
Αν είχα αδένες, τα σφιγμένα μου χέρια θα ίδρωναν από
αγωνία και τα μάτια μου θα βούρκωναν απ’ τον πόνο.
Αν είχα φωνή, θα ούρλιαζα στο κοριτσάκι που με κουρδίζει,
να βιαστεί, να γυρίσει και πάλι γρήγορα την πεταλούδα για να γυρίσω προς τη
θωριά σου.
Αν είχα φλέβες, θα ένιωθα το αίμα να ανεβαίνει προς την
καρδιά με ιλιγγιώδη ταχύτητα κάθε φορά που τα μάτια μου συναντούν τα δικά σου.
Αν είχα νευρώνες, κύματα ανατριχίλας θα αγκάλιαζαν σαν
σπιράλ το κορμί μου, από τις πουέντ, μέχρι ψηλά στον αυχένα μου, στη βάση του
περίτεχνου κότσου μου.
Αν είχα μια ευχή πριν πεταχτώ στον κάδο απορριμμάτων, ή
ξεχαστώ θαμμένη σε κάποιο ανήλιο υπόγειο, αυτή θα ήταν να αποκτήσω για λίγο
ζωή.
Να πάρω στα χέρια μου μια βαριοπούλα και να σπάσω τα
μπετά που με κρατάνε αιχμάλωτη σε αυτό το κουτί.
Να πετάξω τις πουέντ μου.
Να τρέξω ξυπόλητη προς το μέρος σου.
Να σε αγκαλιάσω σφιχτά.
Να σου βγάλω το καπέλο και να σου χαϊδέψω τα όμορφα
καστανά σου μαλλιά.
Να ακουμπήσω απαλά το μάγουλό μου πάνω στο δικό σου.
Να φιλήσω τρυφερά τα αλαβάστρινα χείλη σου.
Να σου δώσω πνοή από την πνοή μου.
Λένε πως όταν θες κάτι πραγματικά, τότε το σύμπαν συνωμοτεί
για να το αποκτήσεις.
Μα εγώ στέκω εδώ, μόνη στον μονότονο χορό μου,
απογοητευμένη.
Όσο κι αν προσπαθώ μέρες ολόκληρες με τη δύναμη του
μυαλού μου να σου μιλήσω, το στόμα μου παραμένει σφραγισμένο.
Αυτοσυγκεντρώνομαι με τις ώρες κάθε βράδυ που είμαι
βυθισμένη στο σκοτάδι μου και είμαι βέβαιη ότι την επόμενη φορά που θα ανοίξει
το κουτί εγώ θα ξεπηδήσω ολοζώντανη και θα τρέξω στην αγκαλιά σου.
Μα κάθε φορά ο ίδιος σκοπός, η ίδια φιγούρα, ο ίδιος
χορός.
Σε παρακαλώ, αν διαβάζεις αυτό το μήνυμα που σου στέλνω
με τη δύναμη της σκέψης μου, αύριο το πρωί, όταν το κοριτσάκι με βγάλει από το
κουτί μου, δώσε μου ένα σημάδι.
Πέσε πάνω μου, ρίξε το αρκουδάκι από το κρεβάτι, κάνε
κάτι....
Σε παρακαλώ. Σε ικετεύω. Άκουσέ με. Σ ’αγαπώ.
Συγγραφέας: Χριστίνα Γαβρίλη - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου