Κάποτε
σε ένα μυθιστόρημα, τότε που ακόμη δεν υπήρχαν ημερομηνίες να βάζουν σε τάξη
τις ημέρες, τις ώρες, τα χρόνια κι έτσι ο χρόνος μπορούσε να πηγαίνει όπου
ήθελε, μπροστά ή πίσω, χωρίς τίποτα ανθρώπινο να τον εμποδίζει και όταν
συμβαίνει αυτό δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για την αλήθεια, πόσο μάλλον για
το ψέμα που είναι το κρυμμένο φως κάθε αφήγησης, ένας πρωτότοκος γύριζε στο
σπίτι του μετά από μια μεγάλη περιπλάνηση στην έρημο του κόσμου. Το σπίτι του
ήταν άδειο, οι γονείς του είχαν φύγει, δεν θα ξαναγυρνούσαν πια.
Όταν
άνοιξε την πόρτα και μπόρεσε επιτέλους, να συγκρατήσει τους χτύπους της καρδιάς
του, όχι ακριβώς να τους συγκρατήσει αλλά να τους αφήσει να γίνουν δάκρυα, που
δεν κατάφεραν να κυλήσουν στο πρόσωπό του αλλά έμειναν στα βουρκωμένα του μάτια,
σήκωσε το κεφάλι του και είδε τα αγαπημένα έπιπλα μόνα τους, σταματημένα σε ένα
χρόνο που δεν υπήρχε, αλλά αυτό ήταν ψέμα. Δεν μπορεί παρά να ήταν ένα
ξεδιάντροπο ψέμα. Η απουσία ήταν ασφυκτική, σαν ένα χέρι που τον έπνιγε ή τον
βύθιζε σε σκοτεινό νερό, τόσο που δεν άντεξε να μπει πιο μέσα και ένιωσε μια
ανάγκη που σαν εξαρτημένο αντανακλαστικό, τον έσπρωχνε έξω από το νερό, τον
έκανε να θέλει να το βάλει στα πόδια, όπως τότε που ήταν παιδί και κατέβαινε
πηδώντας τις σκάλες για να βρει τους φίλους του, το σώμα του είχε φτερά από τη
χαρά, τώρα όμως μεγάλωσε, κάπου είχε αφήσει εκείνα τα φτερά, δεν θυμόταν που
ακριβώς, ίσως θυμάται κάποιος από τους φίλους του, που να είναι τώρα τα παιδιά,
ποιος ξέρει αν υπάρχουν ή αν θυμούνται;
Γυρισμένος
με την πλάτη προς την πόρτα του σπιτιού και όλα όσα εκείνο το κενό του
υπενθύμιζε, άκουσε ένα θρόισμα γνωστό, γύρισε αμέσως και είδε τη μητέρα του.
Ήταν απόμακρη, χλωμή, γερασμένη, με μια έκφραση στο πρόσωπο που θύμιζε πίκρα,
προσμονή ή απογοήτευση, ίσως γιατί προσπάθησε να τρέξει να την αγκαλιάσει αλλά
ανάμεσα τους υπήρχε μια τάφρος, πως δεν την είχε προσέξει πριν, τι ήταν αυτό το
απαίσιο άνοιγμα στο πάτωμα, θα πέσει το σπίτι μητέρα, μα πως είναι δυνατόν να
μένει ακόμη όρθιο;
Ας
πέσει αγόρι μου, τίποτα δεν γλιτώνει.
Γύρισα
μητέρα.
Δεν
γύρισες, αγόρι μου απλά πέρασες από εδώ, δεν μπορείς να γυρίσεις πια.
Μα
αυτό είναι το σπίτι μου.
Σπίτι
μας είναι οι άνθρωποι που μας περιμένουν, όταν οι άνθρωποι φεύγουν μένουν μόνο
οι τοίχοι, οι τοίχοι δεν περιμένουν να γυρίσεις.
Τι
είναι αυτή η τάφρος μητέρα;
Ένας
τοίχος είναι και αυτή, αγόρι μου μείνε μακριά, δεν πρέπει να τον περάσεις.
Θέλω
να σε αγκαλιάσω.
Άργησες
πολύ να γυρίσεις, πως μπόρεσες να αργήσεις τόσο;
Ήθελα
να δω μητέρα, ήθελα να γνωρίσω τον κόσμο.
Που
είναι τα φτερά σου, εκείνα που σου έδωσα όταν έφυγες και σου είπα μόνο αυτά να
φοράς, τα φτερά τα δικά σου, όχι άλλων.
Ήταν
μικρά μητέρα, ζήλεψα άλλα φτερά.
Έκλεψες;
Ναι.
Γιατί;
Έπρεπε να περιμένεις να μεγαλώσουν τα δικά σου.
Περίμενα
πολύ μητέρα αλλά ο κόσμος μου τα έκοβε.
Σκότωσες;
Δεν
ξέρω.
Πως
γίνεται να μην ξέρεις;
Δεν
θυμάμαι, έγιναν τόσα πολλά, δεν ξέρω πια, δεν θέλω να ξέρω.
Ούτε
τότε ήξερες, σε ρώτησα που πας; δεν ξέρω μητέρα που είπες κι έφυγες γρήγορα,
δεν πρόλαβα να σου πω να προσέχεις.
Έζησα
για χρόνια με το διάβολο και όταν με παράτησε γνώρισα το θεό, αυτόν όμως τον
παράτησα εγώ.
Τι
είναι αυτά που λες, ποιος μιλάει με το στόμα σου, ποιος είσαι, που είναι ο γιος
μου;
Εγώ
είμαι ο γιος σου.
Δεν
μπορεί να είσαι εσύ. Δεν σε πιστεύω.
Ούτε
τότε με πίστεψες μητέρα…
Το
μυθιστόρημα το ξέχασα σε μια γειτονιά, μαζί με λίγα πούπουλα από τα φτερά που
μου χάρισες, όταν μεγαλώνουν αφήνουν πίσω τα παλιά τους πούπουλα, που μένουν
σαν ψίχουλα στο έδαφος, σαν αυτά που άφησε ο κοντορεβιθούλης για να του
δείχνουν το δρόμο του γυρισμού, αν δεν υπήρχε ο άνεμος ή ο χρόνος να τα
σκορπίσει αδιάφορα. Εσύ όμως ξέρεις καλά τον τρόπο που φυτρώνουν τα φτερά στους
ώμους των παιδιών, σαν ποτάμια περνούσαν τα παιδιά από τα χέρια σου, από την
ψυχή σου, ποτάμια που βουτούσαν μέσα σου για να βρουν τα δρόμο τους, ο κόσμος
είναι σκοτεινός κάποιες φορές, όλοι χρειάζονται λίγο φως, ένα χάδι, ένα
χαμόγελο…
Γυρνάω
στο σπίτι μου μανούλα και ξέρω πως είσαι εκεί, πως θα τρέξεις να με
αγκαλιάσεις, να πιάσεις με τα χέρια σου το πρόσωπό μου όπως το έκανες κάθε
πρωί, όταν ξεκινούσαμε μαζί για το
σχολείο, τι τυχερός ήμουν που ήσουν εσύ η πρώτη μου δασκάλα, όχι γιατί με
αντιμετώπισες σαν κάτι ιδιαίτερο αλλά γιατί με αντιμετώπισες όπως ακριβώς
ήμουν, ένα παιδί ανάμεσα σε άλλα παιδιά. Θα πιάσω το πρόσωπο σου με τα χέρια
μου, θα σε κοιτάξω στα μάτια και οι λέξεις θα βγουν μόνες τους, σαν να
περίμεναν αυτή τη στιγμή από καιρό:
Γύρισα
τον κόσμο και είδα το τίποτα μανούλα και όταν γκρεμίστηκε το καημένο, σαν
χάρτινος τοίχος, το μόνο που έμεινε στο βάθος του ορίζοντα, σαν ένα αστέρι που
αρνείται για πάντα να δύσει, ήταν το πρόσωπό σου, που έλαμπε από το πιο όμορφο
χαμόγελο, σαν να μου έλεγε, σε πιστεύω αγόρι μου και πάντα θα σε πιστεύω.
Άλλα
φτερά δεν χρειάζεται ο άνθρωπος μανούλα, μα τι σου λέω, ποιος θα μπορούσε να το
ξέρει αυτό καλύτερα από εσένα…
~~~~~~~~~
Το κείμενο δραματοποιήθηκε για τις ανάγκες της παράστασης "Αγαπημένη μου μαμά" που έγινε στα πλαίσια της γιορτής της μητέρας, στις 10 Μαΐου 2015.
Το κείμενο δραματοποιήθηκε για τις ανάγκες της παράστασης "Αγαπημένη μου μαμά" που έγινε στα πλαίσια της γιορτής της μητέρας, στις 10 Μαΐου 2015.
"Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ"
Κείμενο: Παναγιώτης
Ζιάκας
Σκηνοθεσία:
Ζένια Χρυσανίδου
Ερμηνεύουν: Πελαγία Μπεκιάρη – Άγγελος Μπαμπάλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου