Ο ήλιος έχει πέσει ώρες τώρα. Το μόνο
που έχει μείνει, είναι αυτά τα λίγα χρώματα του κόκκινου, που μεταμορφώνουν τον
μπλε ουρανό, σε σκοτεινό ουράνιο τόξο. Τα φώτα έχουν ανάψει στο λιμάνι όμως
κάτι έχει σβηστεί μες στην ψυχή μου.
Δεν ξέρω εάν φταίει το κρύο αεράκι, αλλά
κάτι με παγώνει. Τρώω άλλη μια μπουκιά από το παγωτό μου και συνεχίζω να
κοιτάζω τα φώτα. Γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω τον φάρο. Μετά από τόσα χρόνια,
αυτός παραμένει ίδιος, ίσως λιγάκι πιο φωτισμένος αλλά έτσι όπως τον βλέπουμε
στις παλιές καρτ ποστάλ.
Τα αστέρια έχουν βγει και μπορώ να αναγνωρίσω ήδη την
μεγάλη Άρκτο και την Κασσιόπη. Αν κοιτάξω καλύτερα, μπορεί να βρω και τον
Ωρίωνα. Απομονωμένη από τον κόσμο, ακούω μόνο την θάλασσα να ανατριχιάζει στο
απαλό άγγιγμα του αέρα.
Την προσοχή μου τραβάει ένας παππούς με την εγγονή του,
που κοιτάζουν τα χοντρά σκοινιά ενός μεγάλου πλοίου. Κρατώντας την από το ένα
χέρι, την ανεβάζει πάνω στα σκοινιά κι εκείνη γελάει χαρούμενη. Φαντάζεται ότι
έχει μαγικές δυνάμεις και ξεχνάει ότι ο παππούς της, την κρατάει από το χέρι.
Γιατί έτσι είναι η παιδική ψυχή. Αθώα, αγνή. Πιστεύει ότι με τις μαγικές αυτές
δυνάμεις, μπορεί να κατακτήσει τον κόσμο, ξεχνώντας ότι υπάρχει πάντα κάποιος
δίπλα να μην πέσει.
Μέχρι που μεγαλώνει και καταλαβαίνει πως θα είναι πάντα
μόνος. Ότι η μαγεία υπάρχει μόνο στα παραμύθια. Κοιτάζω μια τελευταία φορά τον
ουρανό. Δεν ξεχωρίζει πια από την θάλασσα. Τρώω την τελευταία κουταλιά από το
παγωτό μου και χάνομαι στους θορυβώδεις δρόμους της Πάτρας.
Συγγραφέας: Μαρία Αποστολάτου - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου