Γύρισα από τη
δουλειά και κοίταξα το ρολόι. Έξι και μισή. Δεν είχα και πολύ χρόνο στη διάθεση
μου, οπότε παρέλειψα το γεύμα που σκόπευα να φάω – πρώτον είχα φάει μια σαλάτα
στο γραφείο το μεσημέρι αν και φυσικά η ώρα είχε περάσει και πεινούσα, δεύτερον
ήλπιζα ότι ο Μάνος θα με πήγαινε σε ένα ωραίο εστιατόριο δίνοντας μου την
ευκαιρία να αναπληρώσω το χαμένο γεύμα εκεί, και τρίτον, υπήρχε πάντα ο
κίνδυνος αν έτρωγα λίγο παραπάνω να μην μου έμπαινε κανένα φόρεμα – και έτρεξα
στο μπάνιο.
Μπήκα βιαστικά στη
μπανιέρα, ξεχνώντας όπως πάντα να παραμερίσω μέχρι τέρμα την κουρτίνα, και χτύπησα
το κεφάλι μου στο παραθυράκι. Έβαλα το χέρι στο κεφάλι μου και το κοίταξα με
προσοχή. Δεν μάτωνα, δεν θα χρειαζόμουν ράμματα και νοσοκομεία, αλλά θα έβαζα
λίγο βούτυρο για να μην γίνει μεγάλο καρούμπαλο. Από την άλλη, ίσως ένα
καρούμπαλο να βοηθούσε κάπως την κατάσταση και να φούσκωνε τα λιγοστά και χωρίς
όγκο μαλλιά μου. Βγήκα από την μπανιέρα, πασάλειψα το κεφάλι μου με μισό
κεσεδάκι βιτάμ και όσο περίμενα να κάνει τη δουλειά του και να εξαφανίσει το
καρούμπαλο, γνωρίζοντας ότι θα ήταν μάταιο να πλυθώ αφού θα έπρεπε να λουστώ
ξανά, αποφάσισα να διαλέξω τα ρούχα μου.
Βγήκα γυμνή από το
μπάνιο και ένιωσα ένα ρίγος μπαίνοντας στο δωμάτιο. Η πόρτα που άφηνα για τον
γάτο ήταν ακόμα ανοιχτή. Την έκλεισα τρέμοντας και όσο κατευθυνόμουν στην
ντουλάπα, ένιωσα να πατάω κάτι περίεργο. Μαλακό, γλοιώδες και ζεστό.
«Όχι ρε Ψιψίκο,
πάλι έκανες εμετό στο χαλί;» τον μάλωσα κοιτάζοντας με αηδία το λερωμένο μου
πόδι.
Ο Ψιψίκος με κοιτούσε
απαθέστατος και αφού κατάλαβε πως δεν είχα σκοπό να τον χαϊδέψω, να παίξω μαζί
του, ούτε να του δώσω καμία λιχουδιά, μου γύρισε την πλάτη απαξιωτικά και ξαπλώθηκε
στο μαξιλάρι μου.
Επέστρεψα στο
μπάνιο πηδώντας, έβγαλα ένα μωρομάντιλο και έσκυψα να σκουπίσω το πόδι. Το χαλί
θα το έπλενα άλλη στιγμή. Ρίχνοντας μια ματιά στον καθρέφτη με έπιασε ένας
μικρός πανικό. Ο Μάνος θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή και εγώ είχα τα μαύρα
μου τα χάλια. Πέταξα το μωρομάντιλο μακριά, δεν προλάβαινε να δράσει το βούτυρο,
έπρεπε να κάνω μπάνιο τώρα αμέσως.
Μπήκα ξανά στην
μπανιέρα προσέχοντας το παραθυράκι αυτή τη φορά και άνοιξα το νερό. Κρύο,
μπούζι. Έσφιξα τα δόντια μου και προσπάθησα να κάνω ωραίες σκέψεις, να πάω στο
μέρος της ευτυχίας μου – έτσι μου έλεγε η ψυχολόγος μου να κάνω αν και μέχρι
στιγμής δεν το είχα καταφέρει ποτέ – και να αγνοήσω τις παγωμένες βελόνες που
μου τρυπούσαν το κορμί και το κρανίο. Δεν το κατάφερα και πάλι, όπως ήταν
φυσικό και αναμενόμενο, έτσι άρχισα να σκέφτομαι τον Μάνο.
Μου άρεσε από την
πρώτη στιγμή που τον είδα και ποτέ δεν περίμενα ότι θα πρόσεχε κάποια σαν
εμένα. Αυτός ήταν θεός… Ένας θεός με καταγάλανα μάτια, μαύρα, σπαστά μαλλιά,
χαμόγελο που με έκανε να λιώνω, να χάνω τα λόγια μου. Όσο για το κορμί του,
μπορούσες να μετρήσεις τους κοιλιακούς του ακόμα και κάτω από το αυστηρό
κοστούμι που φορούσε κάθε μέρα στο γραφείο. Και εγώ… Εγώ καιγόμουν!
Κυριολεκτικά!
Το ζεστό νερό
αποφάσισε να έρθει όλο μαζεμένο και εκεί που βρισκόμουν στην Σιβηρία,
μετατοπίστηκα στα καζάνια της Κολάσεως μέσα σε ένα τσακ. Έβγαλα μια τσιρίδα και
βγήκα κουτρουβαλώντας από την μπανιέρα, αφήνοντας το ζεματιστό νερό να
πετάγεται ανεξέλεγκτο σαν τρελό σιντριβάνι. Έριξα μια πετσέτα πάνω μου και
άπλωσα το χέρι να το κλείσω, τα νερά θα τα μάζευα μετά.
Έτρεξα στην
κρεβατοκάμαρα και κοίταξα το ρολόι στο κομοδίνο μου. Εφτά παρά δέκα. Δέκα μόνο
λεπτά. Είχα καιρό ακόμα.
Ντριν… Το
θυροτηλέφωνο.
Δεν είχα καιρό!
Εντελώς πανικόβλητη άνοιξα την ντουλάπα μου και άρπαξα το πρώτο ρούχο που είδα
μπροστά μου, ένα ροζ, μακρύ φόρεμα με χαμηλό ντεκολτέ και φουσκωτά μανίκια, που
είχα φορέσει πρόπερσι στον γάμο της ξαδέλφης μου για να γίνω παράνυμφος. Άπλωσα
το χέρι να πάρω κάτι άλλο, όμως το θυροτηλέφωνο χτύπησε ξανά και το φόρεσα
χωρίς πολλά πολλά.
Τρέχοντας στον
διάδρομο, πάτησα το κουμπί για να ανοίξω την πόρτα της πολυκατοικίας και σαν φουφουλωτός, ροζ σίφουνας, χώθηκα και
πάλι στο μπάνιο. Δεν ήμουν έτοιμη, αλλά δεν ήθελα και να χάσω τον Μάνο! Ήταν ο
έρωτας της ζωής μου, ο άντρας που περίμενα πάντα, ο ιππότης με το άσπρο άλογο!
Που θα μου δινόταν η ευκαιρία να τον βρω ξανά;
Έβγαλα το βαλιτσάκι
με τα σύνεργα του μακιγιάζ και έβαψα γρήγορα το δεξί μου μάτι με μαύρο μολύβι.
Δεν προλάβαινα να κάνω τίποτα ιδιαίτερο οπότε βάζοντας το δάχτυλο μου το έτριψα
για να πασαλειφτεί το μολύβι παντού και να κάνω smokey eyes. Έβαψα και το άλλο
επαναλαμβάνοντας την διαδικασία. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι της
εξώπορτας.
«Έρχομαι!» φώναξα
ξέπνοη βγάζοντας το κατακόκκινο κραγιόν που αγόρασα χθες ειδικά για την
περίσταση. Έβαλα στα χείλη μου αλλά δεν είχα χρόνο για ρουζ οπότε έκανα από ένα
μικρό κόκκινο κυκλάκι σε κάθε μου μάγουλο και άρχισα να το πασαλείβω όσο έτρεχα
προς την πόρτα.
Την ίδια στιγμή,
άρχισε να χτυπάει και το κινητό μου, μέσα από την τσάντα μου στο καθιστικό.
Έβγαλα τα παπούτσια μου από την παπουτσοθήκη, έσκυψα και φόρεσα το ένα και η
πετσέτα που είχα τυλίξει τα μαλλιά μου προσγειώθηκε μπροστά στα πόδια μου. Την
σήκωσα και την πέταξα στο μπάνιο – δεν με ενδιέφερε και πολύ που μπορεί να
προσγειώθηκε, θα την μάζευα μετά – άνοιξα με το ένα χέρι την πόρτα λέγοντας με
την πιο γλυκιά μου φωνή «Πέρασε μέσα για λίγο Μάνο μου, σε ένα λεπτάκι έρχομαι!»
και έτρεξα κουτσαίνοντας να σηκώσω το κινητό.
Το έβγαλα από την
τσάντα μου και κοίταξα την οθόνη. Έγραφε «Μάνος».
«Μα γιατί με
παίρνεις τηλέφωνο, αφού είσαι ήδη εδώ;» τον ρώτησα γλυκά.
Μπιπ. Μήνυμα.
«Σοφάκι, σόρι. Κάτι
μου έτυχε, άκυρο για απόψε» διάβασα πριν τα μάτια μου αρχίσουν να τσούζουν και
να δακρύζουν. Το ονειρεμένο ραντεβού μου είχε χαθεί. Αλλά ποιόν είχα βάλει μέσα
στο σπίτι μου;
Πίεσα τον εαυτό μου
να ξεπεράσει την απογοήτευση και να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Έτρεξα πανικόβλητη στην είσοδο και είδα την αδερφή μου να με κοιτάζει διπλωμένη
από τα γέλια.
«Τι συμβαίνει;» την
ρώτησα αγριεμένη. «Που είναι τα κλειδιά σου; Και γιατί γελάς;»
Και το έκανα.
Φορούσα μόνο ένα παπούτσι, άσπρο, πέδιλο της παραλίας. Από πάνω το φουφουλωτό,
απαίσιο φόρεμα του γάμου που ήταν και ξεκούμπωτο. Στη βιασύνη μου είχα αμελήσει
εντελώς να βάλω εσώρουχα – εντάξει, αυτό δεν ήταν και απαραίτητα κακό – και τα
μαλλιά μου κρέμονταν σε βουτυρωμένα τσουλούφια στάζοντας νερά στο πάτωμα. Ένα
τεράστιο καρούμπαλο ξεπρόβαλε μεγαλόπρεπα σαν κέρατο ρινόκερου στην αρχή του
κρανίου μου πάνω από το μέτωπο χωρίζοντας στη μέση τα μαλλιά, αλλά το καλύτερο
ήταν το πρόσωπο. Μουτζουρωμένα μάτια αρκούδας πάντα, κατακόκκινα μάγουλα σαν
κλόουν, κατακόκκινα, στραβοβαμμένα χείλη και ένα μικρό έγκαυμα από το νερό στο
κούτελο.
«Σκόπευες να πας
κάπου;» με ρώτησε η αδερφή μου ξεσπώντας σε ένα καινούριο ντελίριο γέλιου.
«Όχι, ευτυχώς» της
είπα και άρχισα να γελάω μαζί της.
Συγγραφέας: Χρυσάνθη Μίσκου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου