
"Θέλω
να τους σκοτώσετε όλους..." φώναξε ο Μεγάλος Βασιλιάς. "Να μη μείνει
κανένα, όλα τα πλάσματα και μέσα σε αυτούς οι μάγοι και οι μάγισσες".
Ο
Αμβρόσιος ως επικεφαλής είχε παγώσει από τα νέα αλλά ήξερε ό, τι θα έλεγε ο
Βασιλιάς θα έπρεπε να εκτελεστεί. Έκανε
ένα βήμα μπροστά και πήρε τον λόγο, " Μεγάλε Βασιλιά, θα κάνουμε όπως
προστάξεις αλλά οδηγούμε τον κόσμο σ' ένα καινούργιο πόλεμο. Μάγοι και
μάγισσες, είναι θνητοί..."
"Από
σήμερα τους κηρύσσω και αυτούς πλάσματα", απάντησε ο Βασιλιάς.
"Βασιλιά
μου οι μάγοι έχουν χαθεί πάνω από εκατό χρόνια αλλά η τελευταία γενιά από μάγισσες...
Βασιλιά μου, είναι η αδερφή σας. Θέλετε να σκοτώσουμε την αδερφή σας;".
Ο
Μεγάλος Βασιλιάς έδωσε την θανατική καταδίκη της αδερφής του. Ο Αμβρόσιος ήταν
δεύτερος στην σειρά διαδοχής από την βασιλική φρουρά και υποψήφιος για να γίνει
πρώτος. Το μεγαλύτερο αξίωμα που ονειρεύεται κάθε ιππότης, όταν μπει στην
Βασιλική Φρουρά. Ο πατέρας του Αμβρόσιου ήταν για χρόνια πρώτος, είχε πεθάνει
στον Πρώτο Πόλεμο. Ο Αμβρόσιος ήταν αυτός που έπρεπε να εκτελέσει την απόφαση
του Βασιλιά.

Έτσι
εκείνη την ημέρα όταν ο Αμβρόσιος συνέλαβε και προφυλάκισε την γλυκιά Φρέγια,
έβρεχε ασταμάτητα και οι αστραπές πέφταν επανωτά. Οι γάτες ούρλιαζαν σαν λύκοι.
Ο Αμβρόσιος ήταν ο μόνος που δεν τον τρόμαζε η Φρέγια και εκείνη δεν είχε
σταματήσει να κλαίει. Ο Μεγάλος Βασιλιάς είχε βγάλει ετυμηγορία, να καεί η
Φρέγια στην πυρά. Ο Αμβρόσιος ήταν εκείνος που της πήγαινε φαγητό μέσα στο κελί
της και κάθε φορά την ρωτούσε αν θα ήθελε τίποτα άλλο. Η Φρέγια έμενε ασάλευτη
στην γωνιά της και τα μαλλιά της ήταν μούσκεμα από το κλάμα.



Έμεναν
μόνο τρεις μέρες πριν φτάσει στο τέλος της η Φρέγια και ο Αμβρόσιος είχε
αρχίσει να αναπτύσσει μία ιδιαίτερη συμπάθεια στην νεαρή μάγισσα. Της είχε
φέρει κρυφά την χτένα της αλλά εκείνη ήταν αλυσοδεμένη. Γύρω από τις αλυσίδες
της, περασμένες πέτρες από ίασπι, για να περιορίζουν τις δυνάμεις της αλλά
εκείνη δεν είχε ακόμα την δύναμη της φλόγας, ούτε την δύναμη να σπάει ατσάλι,
ούτε κάτι άλλο. Έτσι ο Αμβρόσιος προσφέρθηκε να της χτενίσει τα μακριά ξανθά
μαλλιά της. Εκείνη τον κοιτούσε στα μάτια μονάχα για λίγο και έπειτα έσκυβε το
βλέμμα της. Κάθε τόσο έριχνε και ένα δάκρυ, που μεταμορφωνόταν σε χρυσό.
Ο
Αμβρόσιος για πρώτη φορά ήταν έτοιμος να αψηφήσει την τιμή του, να χάσει την
θέση του και να ακολουθήσει αυτό που μέχρι πρότινος δεν ήξερε ότι χτυπάει έτσι
σαν τρελό μπροστά από μια όμορφη νεαρή ύπαρξη, την καρδιά του. Ο Αμβρόσιος
ελευθέρωσε την Φρέγια και την πήρε από το μπουντρούμι. Εκείνος είχε βγάλει την
χρυσή στολή του και τον θώρακά του, που κάποτε επιμελώς περιποιόταν και φόρεσε
μια απλή μάλλινη τουνίκα. Την έπιασε από το χέρι, δίχως φόβο και απλά της
ζήτησε να τον ακολουθήσει. Φύγανε μέσα από το παλιό πέρασμα της Στενής Πύλης,
που οδηγούσε στον Βορά και στο Απέραντο Τέλος. Περάσανε μέσα από τις κατακόμβες
και τα περάσματα που έμοιαζαν σαν φίδια και οδηγούσαν έξω από την πόλη.
Είχαν
καταφέρει να φτάσουν αρκετά μακριά από την πόλη. Περπατούσαν στα σύσβατα μονοπάτια,
περνούσαν ανάμεσα από πουρνάρια και τις αστοίβιδες. Μέσα στο μισοσκόταδο ο
Αμβρόσιος κοίταξε ότι καταπάνω τους ερχόντουσαν ένα σμήνος με κοράκια. Οι Θεοί
τον τιμωρούσαν, είχε πει στον εαυτό του αλλά η Φρέγια του είπε ακριβώς το
αντίθετο. Η Φρέγια στάθηκε μαρμαρωμένη πάνω σ' ένα βράχο και ο Αμβρόσιος δεν
ήξερε πλέον τι να κάνει, η Φρέγια δεν τον άκουγε, φώναζε ότι έπρεπε να τρέξουν.
Τα κοράκια είχαν κατέβει στο έδαφος και μια αγέλη από λύκους είχε εμφανισθεί, ο
Αμβρόσιος είχε βάλει το χέρι στο σπαθί. Η Φρέγια χαμογέλασε και εκείνος απλά
δεν καταλάβαινε.
"Μη
φοβάσαι καλέ μου ιππότη, είναι οι βαλκυρίες μαζί τους λύκους."

Τον
Αμβρόσιο και την Φρέγια τους κυνήγησαν ιππότες και μισθοφόροι του Μεγάλου
Βασιλιά. Η Φρέγια και ο Αμβρόσιος είχαν ερωτευτεί και προστατευόντουσαν από τα
Ξωτικά αλλά οι μέρες της ευτυχίας ήταν λίγες. Στα σύνορά τους είχε καταφτάσει
μεγάλος στρατός, που αποζητούσε όχι μόνο τον θάνατο του Αμβρόσιου και της
Φρέγιας αλλά και όλων των πλασμάτων. Ο βασιλιάς των Ξωτικών Άβας, αναγκάστηκε
να πάρει την μεγάλη απόφαση, για να σώσει όσους περισσότερους μπορούσε. Ξωτικά,
νάνοι, λυκάνθρωποι, νεράιδες, βαλκυρίες, τελώνια, όλα τα πλάσματα είχαν
μαζευτεί και μία μάγισσα.
Η
απόφαση του Βασιλιά Άβα ήταν ξεκάθαρη, "Με μαγικό τρόπο θα χωρίσουμε,
αυτόν τον κόσμο, η δύση θα είναι δικιά μας και η ανατολή δικιά τους. Κανείς από
τα πλάσματα δε θα μπορεί να μπει στην ανατολή και κανένας άνθρωπος δεν θα
μπορεί να μπει στην δύση. Φρέγια, εσύ, έχεις διπλή ιδιότητα, μπορείς να πας και
από την άλλη πλευρά αλλά εδώ σε χρειαζόμαστε".
"Ναι
αλλά άμα μείνω εγώ από εδώ, ο Αμβρόσιος θα πρέπει να φύγει και άμα φύγει θα τον
σκοτώσουν. Όχι δε μπορώ, καλύτερα μαζί του" η γλυκιά Φρέγια άρχισε να
δακρύζει και να τρέμει.
"Εσύ,
πολυαγαπημένη μου θα μείνεις. Εδώ είναι το σπίτι σου. Είχες δίκιο, υπάρχουν
παντού καλοί και κακοί. Δεν θέλω να κλαις για μένα γιατί και αυτό σαν ιππότης
πρέπει να το αντιμετωπίσω. Φρέγια ήρθε η ώρα μου να τιμωρηθώ αλλά ποτέ δεν θα
το μετανιώσω που σε έσωσα, που σε αγάπησα".
Οι
δυο του αποχωρίστηκαν για πάντα και μαζί με αυτούς χωρίστηκε και αυτός ο
κόσμος. Ο Αμβρόσιος για την Στενή Πύλη έγινε συνώνυμο με την προδοσία και όχι
για τον ηρωισμό του αλλά αυτός ο κοινός θνητός ήταν ο ήρωας για τον κόσμο των
πλασμάτων, γιατί τους έδωσε κάτι που για πάρα πολλά χρόνια είχε χαθεί.
Συγγραφέας: Εύα Κουλιαρίδου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου