Ήταν
κάποτε σε μια χώρα μακρινή, ένα μικρό κοριτσάκι που ζούσε με την οικογένειά της
κοντά στο πράσινο δάσος. Η μικρή Κιτρινομπλουζοφουστίτσα έπαιζε καθημερινά στην
αυλή της με τα ζωάκια και ήταν ένα χαρούμενο και ευτυχισμένο κοριτσάκι.
Μια
μέρα η μαμά της τη φώναξε και τις είπε ότι πρέπει να πάει ένα καλάθι με πίτες
(μάλλον τυρόπιτα και σπανακόπιτα θα ήταν) φρούτα και σαλάτες (εποχής
φαντάζομαι) στην άρρωστη γιαγιά της που ζούσε στην άλλη άκρη του πράσινου
δάσους. Τη συμβούλεψε μάλιστα να μην σταματήσει για κανέναν λόγο, να μην
αλλάξει δρόμο και φυσικά, να μην μιλήσει με κανέναν άγνωστο. Η
Κιτρινομπλουζοφουστίτσα αφού συμφώνησε, πήρε με χαρά το καλάθι και ξεκίνησε.
Εκείνο
το πρωινό ο ήλιος είχε μεγάλα κέφια. Ήταν ψηλά και αγκάλιαζε όλη την πλάση. Η
μικρή φίλη μας έκλεισε τα μάτια της, άφησε τις αχτίδες του ήλιου να χαϊδέψουν
το πρόσωπό της, μύρισε το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών και παίρνοντας μια
βαθιά ανάσα, άρχισε να κάνει κύκλους και να χορεύει να γυρίζει, να στροβιλίζει,
ώσπου στο τέλος κατρακύλησε στο καταπράσινο γρασίδι και χώθηκε στην αγκαλιά των
λουλουδιών. Πόσο ευτυχισμένη ένιωθε!
Καθώς
συνέχισε να γυρίζει σαν το βαρέλι στην κατηφόρα και να στροβιλίζει, σταματά
απότομα και δύο φωνές: Ωχ, Αχ ακούστηκαν
και δυο καλάθια (ένα κίτρινο και ένα κόκκινο) πετάχτηκαν, συγκρούστηκαν στον
αέρα και προσγειώθηκαν και πάλι στο έδαφος με κρότο. Πίτες από εδώ, φρούτα από
εκεί, σαλάτες παραπέρα και λογιών λογιών φαγητά
σκόρπισαν παντού…
- Εγώ
ποια είμαι; Δεν με αναγνώρισες; Δεν βλέπεις το κόκκινο σκουφάκι μου;
- Μην
μου πεις …ότι είσαι η Κοκκινοσκουφίτσα του παραμυθιού;
- Εγώ
είμαι, αλλά εσύ ποια είσαι;
- Εγώ
είμαι η Κιτρινομπλουζοφουστίτσα…
- Και
τι θέλεις στο δικό μου παραμύθι και μάλιστα μαζεύεις τα δικά μου λουλούδια;!
-
Πηγαίνω πίτες, φρούτα και σαλάτες στη γιαγιά μου που ζει στο καλυβάκι στην άκρη
του δάσους.
- Εκεί
μένει η δικήήή μου γιαγιά, λέει θυμωμένα η Κοκκινοσκουφίτσα που άρχισε να
μαζεύει τα καλά τυλιγμένα τρόφιμά της και
να παίρνει ενοχλημένη το καλάθι της για να φύγει.
Το
ίδιο έκανε και η Κιτρινομπλουζοφουστίτσα, μόνο που αυτή ήταν στενοχωρημένη που
της μίλησε έτσι η Κόκκινοσκουφίτσα. Γιατί να μην μπορεί κι αυτή να μαζέψει
λουλούδια για τη γιαγιά της, γιατί η γιαγιά της δεν της είχε πει τίποτα για τη
νέα γειτόνισσα και γιατί…γιατί….
Χίλια
αναπάντητα ερωτήματα γύριζαν στο μυαλό της Κιτρινομπλουζοφουστίτσας, καθώς
μάζευε κι αυτή τα δικά της πράγματα στο καλάθι, ερωτήματα που έπρεπε οπωσδήποτε
να τα συζητήσει με τη γιαγιά της.
Καθώς όμως
κάνει να φύγει, σε διαφορετική κατεύθυνση η μία από την άλλη, εμφανίζεται από
το πουθενά μπροστά τους ο άγριος λύκος της περιοχής. Τα δύο κορίτσια έτρεξαν γρήγορα
και κρύφτηκαν πίσω από έναν βράχο που βρήκαν εκεί κοντά και αγκαλιασμένες τώρα,
έτρεμαν για τη ζωή τους.
Ο
άγριος λύκος πλησίασε και προσπάθησε να γλυκάνει τη φωνή του για να καλοπιάσει
τα κορίτσια. Αυτό που βγήκε από την προσπάθεια ήταν το ακόλουθο:
- -Γιατί μαλώνετε καλέθ μου φίλεθ; Δεν κθέλετε ότι
οι δυο γιαγιαδεθ μένουν πολύ κοντά και κάνουν παλέα η μία θτην άλλη;
Τα κορίτσια έμειναν έκπληκτα!
Ένας λύκος που μιλάει, λίγο διαφορετικά βέβαια από ότι εκείνες… αλλά μιλάει! Φοβερό!
-Τιθ είδα, συνεχίζει ο λύκος,
πολλέθ φολλέθ να πίνουν τον καθέ τουθ στην αυλή τηθ καλύβαθ και γύλο γύλο από
αθτήν, ο κυνηγοόθ τους έφτιαξε έναν πθηλό φλάχτη! Κανείθ δεν μπολεί να μπει…
-Εγώ, έχω το κλειδί είπε η
Κιτρινομπλουζοφουστίτσα. Μου το έδωσε η μαμά για να μπω χωρίς να ανησυχήσω τη
γιαγιά.
- -Ωλαία, θα κάνουμε μια θίκαιη ανταλλαγή. Εθύ θα
μου δώθεις το κλειδί κι εγώ δεν θα θας φάω και μάλιθτα θα θαθ δίκθω ποιον δλόμο
θα πάλετε για να βλείτε τα πιο όμορλφα λουλούθια.
Με επιφύλαξη και δισταγμό για
την ανταλλαγή, εάν είναι πράγματι δίκαια, έδωσε το τρομαγμένο κορίτσι το κλειδί
στο λύκο και συμφώνησαν να προχωρήσουν ακόμη πιο βαθιά στο δάσος, ψάχνοντας για
τα ωραιότερα λουλούδια για να κάνουν τα ωραιότερα μπουκέτα, για τις γιαγιάδες
τους.
Ο λύκος χαρούμενος τράβηξε για
το καλυβάκι και τρέχοντας ήδη τα σάλια του, άνοιξε την πόρτα του ψηλού φράχτη
και χτύπησε το κουδούνι…
-Ήρθες κιόλας
Κιτρινομπλουζοφουστίτσα μου;… και ανοίγει την πόρτα…
Α!!!Κύριε
Λύκε δεν σε περιμέναμε. Λιγάκι αναστατωμένο σε βλέπω. Δεν περνάς μέσα να σε
τρατάρω κάτι, να πάρεις και μια ανάσα; Έχω και τη γειτόνισσα εδώ και θα σου
βάλω να δοκιμάσεις τις νοστιμιές που μου
έφερε. Έλα τι στέκεσαι στο κατώφλι… Έλα, έλα πέρασε μέσα…
Ο
λύκος μπερδεύτηκε με την καλοσύνη της γιαγιάς και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει.
Παγωμένος και μαζεύοντας τα σάλια του, πλησίασε στο όμορφο και νοικοκυρεμένο
δωμάτιο κι εκεί είδε τη γειτόνισσα, όπου ο πατέρας του ο μεγάλο λύκος,
κυνηγούσε να την πιάσει κι εκείνη κρύφτηκε στην ντουλάπα να γλυτώσει. Μόλις τον
είδε, χωρίς να φοβηθεί έκανε χώρο για να τον καλοδεχτεί.
-Έλα
λύκε, του είπε, κάθισε να μας κάνεις παρέα. Περιμένουμε και τις εγγονές μας,
κάθισε να τις γνωρίσεις…
Τι να
πει ο κακόμοιρος ο λύκος με όλα αυτά που του συνέβαιναν! Είχε χάσει τη λαλιά
του. Σκεφτόταν τις δύο επιλογές που είχε: Να φάει τις δύο γιαγιάδες και να
καταχραστεί τη φιλοξενία τους ή να φάει όλα τα καλούδια που απλόχερα είχαν
φέρει κοντά του και συνέχιζαν να φέρνουν. Ποιο ξεκούραστη του φάνηκε η δεύτερη
ιδέα και χαλάρωσε για να πιεί τον καφέ του και να αρχίσει σιγά σιγά να τρώει,
γιατί πολύ το είχε καθυστερήσει.
Δεν
είχε περάσει πολύ ώρα και ενώ ο λύκος είχε πέσει με τα μούτρα στο φαί,
ακούστηκαν οι χαρούμενες φωνούλες των κοριτσιών, που εντωμεταξύ είχαν γίνει
φίλες γιατί πολλά περισσότερα ήταν αυτά που τους ένωναν, παρά αυτά που τους
χώριζαν. Κουβαλούσαν τα καλάθια τους και από μια αγκαλιά λουλούδια που ωραιότερα,
δεν έχω ματαδεί.
Βλέποντας
το λύκο έβγαλαν μια φωνή και έτρεξαν να κρυφτούν. Η γιαγιά τις διαβεβαίωσε ότι
δεν κινδύνευαν γιατί ο λύκος ήταν φίλος τους πια και τα κορίτσια έβγαλαν δειλά
τα κεφαλάκι τους, κοίταξαν το λύκο που είχε αδειάσει όλα τα πιάτα και ήταν
έτοιμος να κοιμηθεί πάνω στο τραπέζι.
Πάνω
στην ώρα χτύπησε το κουδούνι. Η Κιτρινομπλουζοφουστίτσα έτρεξε να ανοίξει και
βλέπονταν τον κυνηγό, κούρνιασε στην αγκαλιά του για παρηγοριά, γιατί δεν είχε
χωνέψει ακόμη ότι οι γιαγιάδες έπιναν καφέ μ΄ έναν λ ύ κ ο!
Η
σειρά του κυνηγού ήταν τώρα να μείνει έκπληκτος από την εικόνα που αντίκριζε!
Και όταν σήκωσε το τουφέκι ενάντια στον λύκο, οι δύο γιαγιάδες μπήκαν μπροστά
για να τον προστατεύσουν.
-Άλλο
και τούτο είπε ο κυνηγός, πρώτη φορά βλέπω τέτοιο θέαμα! Μάλλον ήρθε η ώρα να
αλλάξω επάγγελμα...
Σε
λίγο κάθονταν όλοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι και εάν δεν με πιστεύετε μπορείτε
να πάτε στο πράσινο δάσος να τους δείτε κι εσείς! Είναι ακόμη εκεί…
Συγγραφέας: Ελένη Μπλιούμη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου