Επιζήσαμε,
μπορείς να το πεις και έτσι. Εγώ ο Τζαμίλ και άλλοι πέντε. Ήταν παράνοια αυτό
που ζήσαμε. Μας μετέδωσαν έναν «υβριδικό» ιό μέσα από το σύστημα ύδρευσης,
μετατρέποντας το ανθρώπινο είδος σε ψυχασθενείς δολοφόνους. Ο φόβος να κλείσεις
τα μάτια σου, μη τυχόν αρρωστήσεις γιατί μετά τον πυρετό ότι ήσουν τέλος.
Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε μια καινούργια ζωή.
Σπίτια από καλάμια και σκεπές από
φοίνικα σαν ναυαγοί. Μετά αρρώστησαν πολλά γυναικόπαιδα, ο Τζαμίλ μόνο άντεχε
και τους θανάτωνε. Τους καίγαμε.
Υπήρχε μια οικογένεια ανάμεσα μας και είχαν
μια πανέμορφη κορούλα, αυτά τα μεγάλα γαλάζια μάτια. Πέθαναν… Πρώτα η μάνα και
ύστερα ο πατέρας, ο οποίος προσπάθησε να μας το κρύψει ότι ήταν άρρωστος. Την
αγαπούσανε την μικρή αλλά έμεινε ορφανή. Η μικρή είδε κάτι σε εκείνον τον ψυχρό
και ανελέητο άνδρα τον Τζαμίλ. Μας είπαν ότι έκαμνε ανακρίσεις μέσω βασανισμών
στο πόλεμο στο Ιράκ. Ποτέ δεν χαμογέλασε σε κανέναν. Η μικρή ήταν συνέχεια από
δίπλα του. Τον άκουσα μετά, όταν τέλειωσαν όλα, εκεί στο κέντρο που μας πήγανε,
«…χτίσαμε πύργους στην άμμο και με όρισε βασιλιά του κάστρου και αυτή η μικρή
πριγκίπισσα που τώρα εγώ θα προστατεύω από τους κακούς….». Εκεί είχα δει
φευγαλέα ένα μικρό χαμόγελο του και μετά κλάμα, σαν μικρού παιδιού. Η Ρεβέκκα
καθόταν στην φωτιά τα βράδια μαζί με το Τζαμίλ και τους εκλεκτούς του, άνδρες
γεροδεμένοι που κράτησε ο Τζαμίλ, για να μας προστατεύουν. Τους παρακολουθούσε
όλους, ήταν έξυπνο παιδί η Ρεβέκκα.
Ακόμα
θυμάμαι τις κραυγές. Ο Τζαμίλ τους είπε,
πως η μικρή τον προειδοποίησε ότι ο Τζον ήταν άρρωστος. Το απέκρυψε και μας
κατάστρεψε. Ο πυρετός ένα βραδύ τον μετάλλαξε, κατασπάραξε τους περισσότερους
την ώρα που κοιμόντουσαν. Ουρλιαχτά…. Ακολούθησαν και άλλοι, πανικός. Ο Τζαμίλ
προσπάθησε να μαζέψει τα παιδιά. Αυτός ο ψυχρός "δολοφόνος¨ έτρεχε να
σώσει τα παιδιά. Εκείνο το ξημέρωμα μύριζε θάνατο. Λίγο πριν χαράξει η μικρή
Ρεβέκκα, ως συνήθως έτρεψε πίσω του, δεν την είδε. Εγώ λίγο πιο πέρα με δύο άτομα ακόμα, φώναξα, όχι τσίριζα. Άκουσε
την κραυγή αλλά ήταν αργά, ο Τζον την είχε αρπάξει… αίματα, σφαίρες.
Λίγες ώρες μετά ο στρατός. Ήμασταν οι
επιζώντες. Μετά την αφήγηση του ο Τζαμίλ, μουρμούριζε «… Δεν την προστάτεψα…
Δεν την πίστεψα…» Δεν μπορούσαν με τίποτα να τον επαναφέρουν στο τώρα, μόνο
ψέλλιζε αυτές τις λέξεις και μετά η κραυγή του, διαπέρασε τους τοίχους, έγινε
ηχώ στην ερειπωμένη πόλη, διέσχισε τους ουρανούς και βυθίστηκε στο απέραντο
γαλάζιο εκείνου του νησιού.
Συγγραφέας: Εύα Κουλιαρίδου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου