Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

"Η ιστορία ενός γαρύφαλλου" της Σταυρούλας Δάμπαλη



Κι ύστερα σου λέει ότι η ζωή ενός λουλουδιού είναι βαρετή…
Γεννιέται και πεθαίνει στον αγρό, στον κήπο ή σε μια γλάστρα και αν είναι τυχερό θα το κόψει κάποιος και θ’ αλλάξει και δυο χέρια…
Καλέ τι δυο χέρια; Σου μιλάω γύρισα όλο τον κόσμο για να φτάσω εδώ που είμαι σήμερα!


Εντάξει... υπερβολή! Όχι και όλο! Έχω ακούσει ότι ο κόσμος είναι τεράστιος και δε γυρίζεται σε μια ζωή... αλλά, περιπλανήθηκα αρκετά… και ναι, το 'νιωσα ότι την έζησα την ζωή μου!

Γεννήθηκα το ξημέρωμα της 3ης Μαΐου στον κήπο του κυρ Ηλία δίπλα σ’ ένα ροζ. Καλό γαρύφαλλο, δε λέω, αλλά πολύ γκρινιάρικο! Το ένα του ξίνιζε και το άλλο του μύριζε! Είχε ήλιο... ζεσταινόταν, έβρεχε... ένιωθε πως πνίγεται απ’ το πολύ νερό, φυσούσε... κρύωνε! Δεν το έπιανες από πουθενά! Όσο για την λεγόμενη περιπέτεια δε νοιαζόταν καθόλου. Εγώ πάλι τρελαινόμουν!

Απ’ την πρώτη μέρα που άνοιξαν τα ματάκια μου και είδα το φως του ήλιου, τον ουρανό, τον κόσμο τριγύρω μου ονειρευόμουν τη στιγμή που κάποιος καλός άνθρωπος θα με προσέξει και θα με κόψει κι έτσι θα έχω την ευκαιρία να αλλάξω παραστάσεις, να δω καινούρια πράγματα, να παρατηρήσω τον ήλιο από άλλη πλευρά.

Κι έτσι κι έγινε! Ο Δημητράκης… τι γλυκό αγόρι... ήρθε ένα πρωί και με έκλεψε απ’ τον κυρ Ηλία για να με προσφέρει στην αγαπημένη του, την Αλίκη, γειτόνισσα απ’ το διπλανό σπίτι. Τώρα θα μου πεις…
«Σιγά! Μακριά πήγες! Στο διπλανό σπίτι!»
Αμ, δε!

Η Αλίκη μετά από λίγες μέρες μετακόμισε, πήγε για σπουδές σ’ ένα πολύ όμορφο νησί. Αχ, να δεις πως το λέγανε... μμμμμ... δε συγκρατώ ονόματα συγνώμη, είμαι ξέρεις οπτικός τύπος, μου μένουν μόνο οι εικόνες.
Το καλό της μετακόμισης της Αλίκης ήταν ότι επειδή της έλειπε ο Δημήτρης με κουβαλούσε πάντα μαζί της για να τον νιώθει κοντά της κι έτσι εγώ γύρισα όλο το νησί. Με είχε βάλει σε ένα πολύ όμορφο σπιτάκι που το είχε φτιάξει μόνη της. Είχε τρυπούλες για να παίρνω αέρα και επαρκή νερό για να μη πεθάνω απ’ τη δίψα. Με πρόσεχε και με νοιαζόταν.


Μια μέρα όμως την Αλίκη την χτύπησε αυτοκίνητο. Απ’ την σύγκρουση έφυγα απ’ την τσάντα της και δε την ξαναείδα.

Τότε ήταν που με πήρε στα χέρια της η Έλλη, ένα κοριτσάκι γύρω στα επτά. Ο Κόναν ο βάρβαρος μπροστά της φαινόταν η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων! Μικρό τερατάκι, σου λέω! Ζωηρή, υπερδραστήρια, πειραχτήρι αλλά… καλή ψυχή! Ώρες-ώρες βέβαια μου τσιμπούσε τα πέταλα και πολλές φορές ξεχνούσε να μου ανανεώσει το νερό αλλά μ’ αγαπούσε, το έβλεπα στα μάτια της καθώς με κοιτούσε και ένιωθα τόσο γεμάτο που την έκανα χαρούμενη.

Μια μέρα, με έκανε δώρο στην νονά της η οποία ζούσε κάπου διαφορετικά. Εκεί οι άνθρωποι δεν ήταν εμφανισιακά σαν αυτούς που είχα δει μέχρι τότε. Ήταν μαύροι και το ντύσιμό τους διέφερε πολύ απ’ αυτό που είχα συνηθίσει. Βέβαια και ο τόπος τους διέφερε. Ήταν τελείως… αλλιώς! Τα σπίτια τους, τα μαγαζιά τους, το ιατρείο της Λήδας, της νονάς της Έλλης... όλα ήταν πρωτόγνωρα για μένα. Το κακό εκεί ήταν ότι είχε πολύ ζέστη και διψούσα συνέχεια! Έπινα συνέχεια νερό και φούσκωνε η κοιλιά μου! Αλλά κατά τ’ άλλα ήξερα πως αυτή η ευκαιρία που μου δόθηκε να ζήσω εκεί δε θα την είχαν πολλά γαρύφαλλα κι έτσι δε παραπονιόμουν. Όταν, δε, άκουσα κάποιον να λέει στη Λήδα ότι είμαι σχετικά σπάνιο λουλούδι για τον τόπο τους ένιωσα πολύ τυχερός! Και όχι, δεν της το ‘πε όποιος και όποιος! Ήταν ένας απ’ τους καλύτερους ζωγράφους εκεί, ο οποίος μάλιστα ζήτησε απ’ τη Λήδα να του επιτρέψει να μου κάνει το πορτραίτο μου!

Έτσι έφτασα εδώ, σ’ αυτό το ατελιέ, και έτσι ελπίζω μέσα απ’ τη ζωγραφιά που θα μου κάνει ο Μάο να μπω και στα σπίτια πολλών άλλων ανθρώπων που μπορεί να μη τους βλέπω αλλά αν μ’ αγαπάνε… θα τους νιώθω!

Συγγραφέας: Σταυρούλα Δάμπαλη - απόφοιτη Tabula Rasa 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου