Προχωρούσε στον μακρόστενο διάδρομο αργά
και διστακτικά, σχεδόν συρτά, με το κεφάλι σκυμμένο. Η βαριά αλυσίδα που ήταν
περασμένη στα χέρια και τα πόδια του, του δυσκόλευε το βήμα. Στα δεξιά και στα
αριστερά του τον συνόδευαν δύο φύλακες, οι οποίοι τον έσερναν από τα μπράτσα,
κάθε φορά που έμενε για πολύ ώρα στάσιμος. Χρειάστηκε λίγο χρόνο προκειμένου τα
μάτια του να συνηθίσουν στο μισοσκόταδο, αφού το φως ήταν λιγοστό, σχεδόν
μηδαμινό. Η ατμόσφαιρα ήταν ανυπόφορη από την υγρασία που του τρυπούσε τα
κόκαλα, ενώ η μυρωδιά της μούχλας γινόταν ολοένα και πιο δυνατή στα ρουθούνια
του, καθώς πλησίαζε στο τέλος του διαδρόμου.
«Σαν θανατοποινίτης που οδηγείται στην
ηλεκτρική καρέκλα για εκτέλεση», ήταν η σκέψη που του πέρασε ακαριαία στο
μυαλό. Ξαφνικά ένιωσε το αίμα του να παγώνει και κοκάλωσε ολόκληρος. Θα
μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα από αυτό. Θα μπορούσαν να τον κλείσουν σε
κανένα μπουντρούμι χωρίς νερό και τροφή και να τον ξεχάσουν εκεί μέχρι να
αποφασίσει μόνος του να τους κάνει τη χάρη και να πεθάνει.
Εξάλλου είχε διακρίνει το μίσος και την
απέχθεια στα βλέμματα των φυλάκων όταν εμφανίστηκε μπροστά τους και τους ομολόγησε
το αποτρόπαιο έγκλημά του, σαν να είχαν δει ένα φρικιαστικό τέρας. Ύστερα από
εβδομάδες ατελείωτων ανακρίσεων, τον είχαν μεταφέρει στην πτέρυγα των
κρατούντων υπό ψυχιατρική παρακολούθηση με βίαιη συμπεριφορά.
Και τώρα τον είχαν κατεβάσει σε έναν
σκοτεινό, υπόγειο διάδρομο χωρίς τελειωμό, με μία και μοναδική πόρτα στο τέλος
του. Όταν έφτασε μπροστά της, το φως είχε δυναμώσει. Κοντοστάθηκε για ώρα και
βάλθηκε να την περιεργάζεται. Ήταν μια βαριά, σιδερένια πόρτα ασφαλείας και
σχεδόν αμέσως ένιωσε το κορμί του να λυγίζει από το βάρος της.
Είχε
ακούσει για φυλακές-ιδρύματα όπως αυτή, στις οποίες πραγματοποιούσαν «μυστικά»
βασανιστήρια-πειράματα στους κρατούμενους που έχριζαν ψυχιατρικής
παρακολούθησης. Ξαφνικά ευχήθηκε να είχε δώσει λίγη περισσότερη προσοχή σε αυτά
που είχε ακούσει, για να είναι πιο ενήμερος για τις τακτικές τους.
Οι σκέψεις του άρχισαν να περιπλανώνται
στις αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία και του θόλωναν το μυαλό. Όταν σε
ηλικία οκτώ ετών το είχε σκάσει από το σπίτι του και έπεσε στα χέρια μιας
σπείρας κακοποιών, οι οποίοι συνήθιζαν να τον κλειδώνουν επί μέρες νηστικό στο
υπόγειο του αρχηγείου τους, δεμένο από το λαιμό με μια αλυσίδα σκύλου. Εκεί τον
κακοποιούσαν συστηματικά με κάθε είδους επώδυνο τρόπο και ασελγούσαν πάνω του.
Θυμόταν όλα τα φρικιαστικά πράγματα που
είχαν κάνει σε κατά καιρούς άλλους «συγκρατούμενούς» του, οι οποίοι δεν είχαν
σταθεί τόσο «τυχεροί» όσο αυτός και δεν είχαν επιβιώσει. Και όμως, ο ίδιος είχε
ευχηθεί πολλές φορές σε εκείνο το σκοτεινό υπόγειο να είχε τη δική τους μοίρα. Επί
έξι ολόκληρα χρόνια ζούσε έναν εφιάλτη αβάσταχτο σε εκείνο το υπόγειο. Όταν
κατάφερε μια μέρα να δραπετεύσει από τους απαγωγείς-βασανιστές του, είχε φτάσει
πια σε σημείο χωρίς γυρισμό.
Είχαν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από
τότε, και ο εφιάλτης ξυπνούσε και πάλι μέσα του, καθώς στεκόταν ανίσχυρος και
ανήμπορος μπροστά από αυτή την πόρτα. Οι δύο φύλακες-συνοδοί του - πάντα από τα
δεξιά και τα αριστερά του -, είχαν σταματήσει και εκείνοι και τον κοιτούσαν.
Του έβγαλαν την βαριά αλυσίδα και του ζήτησαν να ανοίξει την πόρτα και να περάσει
μέσα.
Και ενώ ήξερε πως δεν υπήρχε ίχνος πια από
τους απαγωγείς-βασανιστές του - είχε φροντίσει άλλωστε ο ίδιος γι’ αυτό από
πρώτο χέρι όταν είχε δραπετεύσει -, τον έλουσε κρύος ιδρώτας καθώς μια σκέψη
είχε αρχίσει να τον βασανίζει: πίσω από την πόρτα θα συναντούσε τους νέους
βασανιστές του, οι οποίοι αδίστακτοι όσο και οι πρώτοι, θα τον υπέβαλαν εκ νέου
σε βασανιστήρια, όπως αυτά που είχε βιώσει στην παιδική του ηλικία. Ένα
μουρμουρητό πόνου βγήκε από μέσα του, καθώς παρέμενε ακίνητος με βλέμμα σαν πληγωμένου
ζώου, μπροστά στην εφιαλτική πόρτα.
Οι φύλακες επανέλαβαν την εντολή και
εκείνος έκανε ένα βήμα μπροστά και άπλωσε το χέρι του στην πόρτα…
Συγγραφέας: Σπυριδούλα Σκούρα - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου