Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

"Η πραγματικότητα των άλλων" του Ραφαήλ Μπεζώνη



Ο Μάιος αποχαιρετούσε τις τελευταίες του ημέρες. Το κύμα έσκαγε στο μόλο και οι στάλες δρόσιζαν την έρημη άσφαλτο. Για καιρό ήταν άδειος ο δρόμος. Κανείς δεν ήθελε να θυμάται αυτά που είχαν συμβεί εκεί.


Οι σκληρές αναμνήσεις είχαν πιτσιλιστεί στις κολώνες και τα πεζοδρόμια. Καβάλα στο ποδήλατό του, ο Ζαχαρίας πέρασε αστραπιαία. Το τόλμησε. Με την άκρη του ματιού του, είδε τα ξεθωριασμένα αίματα. Τέντωσε το σώμα του, άφησε τα χέρια του ελεύθερα και πήρε μια βαθιά ανάσα, ατενίζοντας  πέρα τα βουνά. Ένα κόμπος στο λαιμό του, τον ανάγκασε να φρενάρει απότομα.

Τα μάτια του γέμισαν. Άρχισε να φέρνει στο μυαλό του τα γεγονότα. Παράτησε το ποδήλατο καταμεσής. Ύστερα κάθισε στο παγκάκι. Εκείνο το σκουριασμένο παγκάκι, που στις αρχές του μήνα ήταν φορτωμένο με δυο κορμιά γεμάτα μίσος. Δυο άνθρωποι που ένιωθαν απέχθεια και είχαν μετανιώσει φρικτά για μια λάθος κίνηση. Ο Ζαχαρίας ψιθύριζε τα τελευταία λόγια του Θοδωρή.
«Απόδειξέ τους την αλήθεια. Είναι ψέμα. Αυτό που ξέρουν είναι ψέμα. Ακούς; Ψέμα.»

Το καθαρό βλέμμα του ήταν αντιμέτωπο με την τρικυμία. Τόσο αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση που δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά. Δε μπορούσε να βρει έναν τρόπο να τους πείσει. Θα ήταν ανώφελο έτσι κι αλλιώς. Ίσως να μην τον πίστευαν. Αλλά και να τον πίστευαν τι θα άλλαζε;

Πλησίασε αργά την κολώνα. Χάιδεψε το σημείο με τα αίματα. Σαν να τον αισθανόταν. Σαν να χάιδευε το άφθαρτο δέρμα του. Έπειτα προχώρησε στο μόλο. Πότε-πότε βρεχόταν, αλλά παρέμενε ακίνητος. Δεν τον ενοχλούσε τίποτε. Ένα βήμα ακόμη και οτιδήποτε άνηκε σ’ αυτήν την άδικη ιστορία, θα περνούσε στο παρελθόν. Όλοι είχαν ξεχάσει. Δεν τους ένοιαζε πια.

Για λίγα λεπτά, υπήρξε η απόλυτη σιωπή. Ακουγόντουσαν μονάχα τα δέντρα που σιάζονταν και τα κύματα της θάλασσας που τρακαρίζονταν μεταξύ τους. Η μελωδία της φύσης σταμάτησε όταν το κινητό του χτύπησε απ’ την αριστερή τσέπη του. Με μανία σχεδόν το έβγαλε και ετοιμασμένος να το πετάξει, είδε στην οθόνη το όνομα «Ελπίδα». Δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Καθυστέρησε να απαντήσει. Η Ελπίδα του ζητούσε επίμονα να συναντιόντουσαν στο παγκάκι. Απορημένος έψαχνε τριγύρω μήπως ήταν εκεί. Μήπως κάποιος τον παρακολουθούσε. Αλλά και πάλι γιατί;

Κάθισε ξανά και περίμενε να εμφανιστεί η Ελπίδα. Ήθελε μόνο να άκουγε όσα θα του έλεγε και στη συνέχεια να έδινε τέλος. Με το λίγο μυαλό που του είχε μείνει, κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα. Ότι ποτέ δεν ήταν περισσότερο μπερδεμένος.

1η Ιουνίου. Η συμφωνία μόλις είχε κλείσει. Δεν ήξερε αν ήταν σωστό ή ένα ακόμη λάθος. Κάθε πρωί στο γνωστό μέρος. Βρισκόντουσαν για αρκετές ώρες. Ανάλογα, με το πόσα είχαν να πουν. Ο Ζαχαρίας διηγιόταν στην Ελπίδα όσα είχαν χαραχθεί στη μνήμη του. Με την προσπάθεια αυτή, επανερχόντουσαν κι άλλες αναμνήσεις στο νου του, που είχαν αποσυρθεί. Το βιβλίο μπορεί να ήταν λύτρωση. Τουλάχιστον θα μοιραζόταν αυτά που μόνο εκείνος ήξερε. Το ίδιο έτος, έγινε η έκδοση. Το καλοκαίρι έφυγε δίχως να το καταλάβει.

Είχε φτάσει ο αγαπημένος του μήνας, ο Νοέμβριος. Τα σκίαστρα των παραθύρων κλειστά. Όλο το σπίτι μοιρασμένο σε κούτες. Ο Ζαχαρίας θα μετακόμιζε σε άλλη περιοχή. Η ψιλή βροχή επιχειρούσε να τον εγκλωβίσει. Μια έκπληξη θα τον πήγαινε για άλλη μια φορά πίσω στα σχέδια του. Ανοίγοντας την πόρτα, μια γυναίκα γονατισμένη κρατούσε το βιβλίο, έχοντάς το στη σελίδα 68-69. Τον κοίταξε δακρυσμένη. Με βραχνή φωνή απ’ το κλάμα, τον παρακάλεσε να περάσει. Εκείνος δέχτηκε, παρόλο που του φαινόταν άγνωστη. Καθισμένοι στο πάτωμα με την πλάτη στον τοίχο, αντάλλαζαν συγγνώμες και συγχωρέσεις.

«Τι έχεις διαβάσει μέχρι τώρα», τη ρώτησε.
«Αλήθειες που δε δέχτηκα», απάντησε.

Η βροχή είχε δυναμώσει επικίνδυνα. Τα φώτα της γειτονιάς είχαν σβήσει και τα μουντά σύννεφα υποδεχόντουσαν τη δύσκολη νύχτα. Ο Ζαχαρίας δανείστηκε μερικά κεριά από το δίπλα διαμέρισμα. Πίστευε πως θα τελείωνε τη μετακόμιση πριν να εμφανιζόταν το σκοτάδι. Η βουρκωμένη γυναίκα συνέχισε την ανάγνωση.

«Τον είχαν πείσει πως ήταν άρρωστος. Του έλεγαν διαρκώς ότι ο θάνατος του θα ερχόταν σύντομα. Δεν τον πρόσεχαν καθόλου. Αντιθέτως, τον αγνοούσαν. Σαν να τον θεωρούσαν ήδη νεκρό.»

Ο Ζαχαρίας της φώναξε να πάψει. Της άρπαξε το βιβλίο και την έδιωξε. Συνέχισε να διαβάζει μόνος του. Είχε θυμώσει. Σαν εφιάλτης ζωντάνεψε μπροστά του η χειρότερη στιγμή της ζωής του. Τότε, που ο αδερφός του έπιασε το μαχαίρι και έκοψε τις φλέβες του. Που τα αίματα του τυπώθηκαν στο πεζοδρόμιο και σε εκείνη την κολώνα.

«Ήταν άδικο. Συγγνώμη που σ’ άφησα να πεθάνεις», μουρμούρισε.

Μια κραυγή τον απέσπασε. Έτρεξε με το βιβλίο στο χέρι και βγήκε στο δρόμο. Όταν είδε τη μητέρα του να κλαίει σωριασμένη στον πλημμυρισμένο δρόμο, τρύπωσε στα αυτιά του ο ήχος της βουτιάς. Ήταν εκείνη η βουτιά του Θοδωρή στη θάλασσα. Ή στον παράδεισο. Ένα σφάλμα. Μια λάθος διάγνωση. Μια πραγματικότητα που τον υπέβαλλε να ζήσει σαν αιώνια ετοιμοθάνατος. Όχι η δική του, αλλά η πραγματικότητα των άλλων.


Συγγραφέας: Ραφαήλ Μπεζώνης - φοιτητής Tabula Rasa

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου