Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν στο λιμάνι χωρίς να ξέρω
που θα πάω. Είχα βαρεθεί αυτή την
προγραμματισμένη ζωή όπου όλα έπρεπε να
τα κλείνω μήνες πριν.
Είχα γίνει ένα καλοκαρδισμένο ρολόι που κάθε πρωί πήγαινα στη δουλειά και συναντούσα επί χρόνια τα ίδια πρόσωπα στη στάση του λεωφορείου ή στην αποβάθρα του ηλεκτρικού. Καλοκαρδισμένοι και εκείνοι πήγαιναν στις... "δουλίτσες" τους. Και ύστερα γύριζαν στο... σπιτάκι τους. Ζωή σε μικρογραφία και σε μικρές δόσεις. Φρόνιμοι άνθρωποι με σκυμμένα κεφάλια, απρόσωποι, σε στοίχιση σαν τις φιγούρες του Γαϊτη.
Είχα γίνει ένα καλοκαρδισμένο ρολόι που κάθε πρωί πήγαινα στη δουλειά και συναντούσα επί χρόνια τα ίδια πρόσωπα στη στάση του λεωφορείου ή στην αποβάθρα του ηλεκτρικού. Καλοκαρδισμένοι και εκείνοι πήγαιναν στις... "δουλίτσες" τους. Και ύστερα γύριζαν στο... σπιτάκι τους. Ζωή σε μικρογραφία και σε μικρές δόσεις. Φρόνιμοι άνθρωποι με σκυμμένα κεφάλια, απρόσωποι, σε στοίχιση σαν τις φιγούρες του Γαϊτη.
Έσερνα τη βαλίτσα μου στους δρόμους του Πειραιά. Πως κατάντησε αυτή η χιλιοτραγουδισμένη πόλη που ήταν έμπνευση για στίχους και για
τον ελληνικό κινηματογράφο! Στη μύτη μου ερχόταν η τσίκνα από ένα παρακμιακό σουβλατζίδικο με λίγδα στα τζάμια που
μόλις είχε ανάψει τις τσίμπλικες λάμπες
«οικονομίας». Την τσίκνα διαδεχόταν η μυρωδιά της μούχλας που αναδυόταν από τα κουφάρια των
"σπιτιών" της Τρούμπας με τα “κόκκινα φανάρια”, ότι είχε απομείνει από μία εποχή που είχε μια
γεύση αμαρτίας γεμάτη ιστορίες και
θρύλους. Ήθελα να φύγω αλλά έτσι χωρίς
πρόγραμμα μόνο να φυσήξει θαλασσινός αέρας να πάρει τη μιζέρια μακριά και τα
κύματα να λύσουν τα μάγια που κρατάνε τους ανθρώπους ακίνητους σαν στρατιωτάκια
στη σειρά.
Μια γνώριμη φιγούρα από τα παλιά φάνηκε μέσα στο πλήθος που
περίμενε το καράβι. Ήταν ο Ανέστης, η
γραφική φιγούρα του Πειραιά, που γύριζε εδώ και χρόνια τους δρόμους
πουλώντας την πραμάτεια του μαζί με μια γερή δόση τρέλας. Έλεγε παράξενα
πράγματα στις παρέες στις καφετέριες που
όμως βγήκαν όλα αληθινά και ας τον κοροϊδεύαμε. Έτρεξα πίσω του. Η κατάλληλη παρέα για το ταξίδι μου στο
άγνωστο χωρίς προορισμό. Είχε ένα
κασετόφωνο με ρεμπέτικα και περπατούσε με χορευτικό βήμα. Ήθελα να τον ρωτήσω πως ήξερε ότι εκείνος με το σημάδι
στην «κουρούπα», όπως έλεγε, ήταν ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης.
Τον πλησίασα και του μίλησα. Με θυμόταν! Όπως θυμόταν και
το όνομα της καφετέριας που είχε κλείσει εδώ και χρόνια. Το βλέμμα του ήταν
γαλάζιο και σχεδόν νεανικό αλλά δεν ήταν πια νέος. Οι ηλικιωμένοι τον θυμόντουσαν
απαράλλακτο να πουλάει αναπτήρες στο «Ρολόι»,
τόπο συνάντησης ζευγαριών πριν
ισοπεδωθεί και στη θέση του χτιστεί εκείνο το «στοιχειό» που το έλεγαν με
καμάρι ουρανοξύστη. Κανείς δεν ήξερε την
ηλικία του, ούτε και το ελιξίριο της αιώνιας νιότης του. Μόνο εγώ το ήξερα και ήταν εκείνη η
τρελή φλόγα που τον έκανε να λάμπει. Όπως
είχα διαβάσει σε κάποιο βιβλίο οι μόνοι άνθρωποι που έχουν ενδιαφέρον είναι
αυτοί που οι άλλοι, οι σοβαροί, ονομάζουν τρελούς. Δυνάμωσε τη μουσική στο κασετόφωνο και ένοιωσα
να μας καρφώνουν άγρια βλοσυρά βλέμματα. Έβαλα τα γέλια.
«Όταν μπούμε στο καράβι θα πιάσουμε θέση στο πιο ψηλό
σημείο και εκεί θα κάνουμε γλέντια. Όποιος θέλει συμμετέχει και όποιος
θυμώσει… Ξύδι» είπε ο κυρ Ανέστης
ειρωνικά.
«Μαζί σου κυρ Ανέστη» φύγαμε για το πιο ωραίο ταξίδι.
Συγγραφέας: Μαρία Κόνιαρη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου