Λίγο έξω από την πόλη Κόμπε,
σε ένα μικρό, άσπρο, παραδοσιακό σπίτι, ζούσε η οικογένεια της Χαν. Η ίδια η
Χαν, ζούσε λίγα χιλιόμετρα μακριά, μέσα στην πόλη, σε ένα διαμέρισμα στο
κέντρο. Ήταν ένα χλωμό πρωινό, όταν η μητέρα της Χαν, Λου, την κάλεσε να δει
πώς είναι. Χωρίς να παίρνει απάντηση, φρόντισε τα μικρότερα παιδιά του σπιτιού
κι ενημέρωσε τον άντρα της πως πάει να επισκεφτεί την κόρη τους.
Φτάνοντας στο διαμέρισμα της
Χαν, πριν ανοίξει με τα κλειδιά της, θεώρησε σωστό να χτυπήσει. Μετά τα πρώτα
δύο αναπάντητα χτυπήματα, η Λου μπήκε σπίτι με μεγάλη αγωνία. Το διαμέρισμα
ήταν άδειο. Όχι μόνο από κόσμο, μα φαινόταν σαν κάποιος να ήθελε να ξεριζώσει
από εκεί, οτιδήποτε θύμιζε ποτέ ζωή. Έπιασε απαλά τα άσπρα υφάσματα που η ίδια
είχε δώσει στην κόρη της και τώρα ήταν πεταμένα στο χώρο. Κοίταξε γύρω της
εμφανώς αναστατωμένη και προχώρησε στη κρεβατοκάμαρα. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο,
προσεγμένο και το δωμάτιο μύρισε σαν την άνοιξη. Τα ξύλινα στόρια στα παράθυρα
δεν άφηναν το φως να μπει και έκαναν έτσι το δωμάτιο, το πιο δροσερό μέρος.
Έκατσε σε μια πολυθρόνα και περίμενε την κόρη της ανυπόμονα.
Ακούστηκε η πόρτα και η Λου σα
να είχε κοιμηθεί, άνοιξε τα μάτια της απότομα. Σηκώθηκε και στάθηκε στην πόρτα
του δωματίου. Η Χαν τρόμαξε κι έβγαλε μια κραυγή. Κοίταξε τη μητέρα της με
μεγάλα μάτια, την πλησίασε και την τράβηξε απότομα από το δωμάτιο. Η Λου
τρομαγμένη, κοίταξε την κόρη της και το χέρι της, που πίεζε το μπράτσο της. Η
Χαν κατάλαβε πως την πονούσε και χαλάρωσε το χέρι της. Η μητέρα αγκάλιασε την
κόρη και την έσφιξε όσο μπορούσε. «Δεν θέλω να μπαίνει κανείς
στο δωμάτιο» , είπε η Χαν χωρίς να ανταποδίδει στην αγκαλιά της μητέρας της.
«Ήταν χώρος μας. Μόνο δικός μας» ,συνέχισε και ξέσπασε σε κλάματα.
Η Λου ομολόγησε στην κόρη της
πόσο ήθελε να γυρίσει σπίτι μαζί της. Μετά τον θάνατο του αρραβωνιαστικού της,
η Χαν είχε χαθεί σε έναν κόσμο δικό της και
Λου δεν άντεχε να βλέπει την κατάσταση και να μη μπορεί να βοηθήσει.
Έτσι, λίγες ώρες μετά, η Χαν βρισκόταν στο πατρικό σπίτι της, στη θέση που
αγαπούσε από μικρή. Δίπλα στο μεγάλο παράθυρο που έβλεπε τη μεγαλύτερη
αμυγδαλιά της αυλής τους. Κάτω απ’ αυτή την αμυγδαλιά, είχε δώσει το πρώτο φιλί
της με τον Σέι, παιδιά ακόμα. Ο χαμός του, την είχε πονέσει όσο δε μπορούσε να
φανταστεί πως μπορεί να πονέσει άνθρωπος.
Λίγες μέρες μετά, η παρουσία
της Χαν στο σπίτι, ήταν για όλους διάφανη, Εκείνη τη μέρα ήταν σα να ξύπνησε.
Νωρίς το πρωί, βγήκε στην αυλή, πήγε κάτω από το μεγάλο δέντρο και χάιδευε επίμονα
τα κλαδιά. Η Λου βγήκε, την καλημέρισε και τη ρώτησε τι κάνει με το ξερό
δέντρο. Η Χαν την τράβηξε κοντά της και της έδειχνε τα μπουμπούκια της
αμυγδαλιάς. Η Λου κοιτούσε την κόρη της αντί για το δέντρο. «Είναι θαύμα! Είναι σημάδι, ο
Σέι μου ήταν εδώ. Είναι εδώ! Κοίτα όλα αυτά τα μπουμπούκια μέσα στον Αύγουστο!.
Η Χαν έδειχνε να πιστεύει
αλήθεια αυτά που έλεγε και συνέχιζε να χαϊδεύει τα άδεια κλαριά του δέντρου. Η Λου βούρκωσε και μπήκε στο σπίτι. Την κοιτούσε μέσα από το
παράθυρο και μίλησε στον άντρα της «Ίσως θα ήταν καλύτερο να αγνοήσουμε την
παράδοση απόψε. Είναι πιο σημαντικό να είναι καλά η κόρη μας, παρά το φεστιβάλ». Ο πατέρας της Χαν αντέδρασε.
Δεν ήθελε να πιστέψει πως δε θα επισκέπτονταν τους τάφους των προγόνων τους.
«Μα η Χαν δεν θα έρθει μαζί», διέταξε.
Η Χαν εκείνο το βράδυ έμεινε σπίτι, φαινόταν να είχε ξεχάσει τι μέρα είναι και είχε αγνοήσει την αναχώρηση της οικογένειάς της. Κάθισε πάλι μπροστά στο παράθυρο και κοίταξε την αμυγδαλιά. Χαμογέλασε, συνεχίζοντας να βλέπει τα άνθη. Πίσω από την αμυγδαλιά, άρχισε να φαίνεται φως. Την παραξένεψε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Πήρε ένα μαντήλι, βγήκε από
την πόρτα και πήγε στην είσοδο του κήπου τους. Άνοιξε δειλά την πόρτα και άνοιξε
τα μάτια της με δέος. Κάθε σπίτι είχε και μια μικρή φωτιά, άλλοι καθάριζαν τις
αυλές τους και μικρά παιδιά έτρεχαν με φαναράκια προς τη μεριά του λιμανιού της
πόλης Κόμπε. Η Χαν έμεινε να κοιτάει, καταλαβαίνοντας τι μέρα είναι Μπήκε
αμέσως στην αυλή της και κοίταξε το δέντρο. Πήγε και κάθισε από κάτω. Κουλουριάστηκε
πάνω στο χώμα και άρχισε να κλαίει. «Δεν ήξερα, δεν ήξερα… Έχασα
εσένα και έχω χάσει τον κόσμο ολόκληρο. Πώς θα με συγχωρέσεις, πώς θα…»
σταμάτησε απότομα και σκούπισε τα μάτια της. Σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα της
αυλής. Την άνοιξε, πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να τρέχει.
Ξυπόλυτη όπως ήταν, πέρασε από
χώματα, από στενούς δρόμους, από ξερόχορτα, δεν ένιωθε πια τα πόδια της.
Συνέχιζε όμως να τρέχει, ώσπου σταμάτησε απότομα. Όλος ο κόσμος της περιοχής
ήταν εκεί. Γεμάτο ανθρώπους χαρούμενους και λυπημένους, γεμάτο φώτα, το
νεκροταφείο έμοιαζε πιο ζωντανό από ποτέ τη μέρα του φεστιβάλ Όμπον. Κανείς δεν
της είπε τίποτα, οι γονείς της έφυγαν χωρίς αυτή. Κανείς δε σεβάστηκε τον πόνο
της. Σχεδόν εννιά μήνες μετά το θάνατό του, η Χαν είχε επισκεφτεί τον τάφο του
Σει φορές αμέτρητες. Κι όμως εκείνο το βράδυ, σα να μην ήξερε πού να πάει, πού
είναι ο τάφος του αγαπημένου της, άρχισε να κινείται μέσα στο χώρο χωρίς λόγο,
χωρίς να ξέρει που κατευθύνεται. Ο κόσμος δε της έδινε σημασία, ίσα ίσα την
απέφευγε σα να ‘ταν τρελή, αφού η αμφίεσή της δεν πρόδιδε κάτι αντίθετο. Είχε σταματήσει και κοιτούσε
γύρω της. Ένα χέρι την έπιασε και ήταν η Λου. Την κοίταξε και της έπιασε τους
ώμους. «Κορίτσι μου, τι κάνεις, γιατί
είσαι εδώ;» , τη ρώτησε κάνοντας την ανίδεη, σα να μην ήξερε πως ήταν καθήκον
της να την έχει φέρει εκεί. «Σας μισώ…» ,ψιθύρισε η Χαν,
χωρίς να κοιτάει τη μητέρα της στα μάτια «Πώς τολμάτε να μου τα στερείτε, πώς
τολμάτε να με αφήνετε στην άγνοιά μου». Η Λου έβαλε τα κλάματα «Πάμε…
έλα μαζί μου, θα σε πάω στον τάφο του» , της πρότεινε και της έπιασε απαλά το
χέρι. Η Χαν φωτίστηκε για λίγο και ακολούθησε.
Ο τάφος ήταν καθαρός και
περιποιημένος. Έλαμπε μέσα στο βράδυ και η Χαν έμεινε να τον κοιτάζει για ώρα
πριν σκύψει πάνω του. Έπειτα τον χάιδεψε και άρχισε να μιλάει πολύ ψιθυριστά σα
να θελε να την ακούσει μόνο αυτός. Η Λου στεκόταν πίσω της, με το χέρι στο
στόμα της και τα μάτια γεμάτα δάκρυα. «Μαμά… δες. Πάνω στο μνήμα, τα
βλέπεις; Άνθη αμυγδαλιάς! Αχ μανούλα, του έφερες εσύ, ήρθες και του έφερες τα
πρώτα μπουμπούκια μέσα στον Αύγουστο!» , είπε η Χαν και γύρισε να αγκαλιάσει τη
μητέρα της. Η Λου δεν είπε λέξη, μόνο κοίταξε τον άδειο τάφο.
Η Χαν έκατσε δίπλα στον τάφο
και έκλεισε τα μάτια της. Μα μόλις τα άνοιξε, έβγαλε μια κραυγή που έκανε τη
μητέρα της να πέσει πάνω της με τρόμο. Η Χαν την έσπρωξε και σύρθηκε λίγα
εκατοστά πιο κει. Άπλωσε το χέρι της και έμεινε να κοιτάζει το κενό. «Σέι… Εσύ είσαι!» ,είπε και
σηκώθηκε. Σα να χε μπροστά της τον νεκρό άντρα της, έκανε κινήσεις που τον
χάιδευαν, τον έπιαναν και τον αγκάλιαζαν. «Σει… είσαι εδώ στ’ αλήθεια,
ήρθες για εμένα, ήρθες πίσω. Εσύ φταις που η αμυγδαλιά άνθισε, εσύ φταις που
γύρισα σπίτι. Με ήθελες εδώ καλέ μου. Γι αυτό δε σε ένιωθα στο σπίτι μας. Γι
αυτό δε κοιμόμουν στο κρεβάτι μας, Σει… Χωρίς εσένα δεν μπορώ να υπάρχω… Πιάσε
την καρδιά μου, σα τρελή χτυπάει, γιατί είσαι εδώ… » και δε πρόλαβε να τελειώσει,
όταν έπεσε στο έδαφος.
Ο Σει δεν ήταν εκεί να την
κρατήσει. μόνο η μητέρα της ήταν. Και εκείνη έτρεξε και την αγκάλιασε. Η καρδιά
της δε χτυπούσε σα τρελή πια. Δεν είχε άλλη δύναμη να χτυπήσει και σταμάτησε να
παλεύει. Η Λου έβγαλε μια κραυγή και την έσφιγγε πάνω της, φώναζε και ούρλιαζε
και δεν ξυπνούσε η κόρη της. Μα τίποτα δεν είχε σημασία. Η Χαν ήταν πιο ζωντανή
από ποτέ. Κρατούσε σφιχτά το ζεστό χέρι του Σέι και δίπλα της είχε πολλές
ανθισμένες αμυγδαλιές.
Χάιδεψε το μάγουλο της Λου και
της χαμογέλασε. Η Λου ένιωσε το παγωμένο αεράκι πάνω της και έσφιξε για
τελευταία φορά το νεκρό κορμί της κόρης της.
Συγγραφέας: Δανάη Δημητρακοπούλου - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου