Ξέρω
πως αυτά τα Χριστούγεννα δε θα έρθουνε ποτέ. Θα μείνουν αιώνια χαραγμένα σε
κάποια άκρη του μυαλού μου. Αυτά τα Χριστούγεννα που πάντα θα ονειρεύομαι. Φέτος;
Πως θα είναι άραγε;
Κάθε
πρωί μουτζουρώνω κι από μια μέρα. Το «Χ» του μαρκαδόρου πάνω στο χαρτί, μου τινάζει
τις τρίχες. Μετρώ τις μέρες αντίστροφα.
Χωρίς νόημα. Ύστερα κάθομαι στον καναπέ αλλάζοντας στάση κάθε λεπτό.
Έχω μια ανησυχία. Ένας ψίθυρος μου λέει πως είμαι αχάριστος. Πως δεν εκτίμησα ποτέ όσα είχα. Η καρδιά μου πνίγεται. Αισθάνομαι πως αυτή η φωνή έχει δίκιο, μα δε θέλω να το παραδεχτώ. Στο ανάθεμα τα δώρα. Το μόνο που θέλω, είναι να ζήσω αυτές τις στιγμές ευτυχίας. Αυτές τις στιγμές που όλοι ζουν τέτοιες ώρες. Είναι μονάχα ένα συναίσθημα μου έχουν πει. Νοσταλγία. Δεν υπάρχει κανείς που να τη μισεί. Όλοι κατά βάθος τη ζητούν, κι ας μην τολμάνε να το ομολογήσουν. Ανυπομονούν να τη νιώσουν. Εγώ; Εγώ σηκώνομαι και βλέπω ένα βαθούλωμα στο μαξιλάρι. Ακόμα κι εκεί δημιουργείται κενό.
Έπειτα κατευθύνομαι θλιμμένος στο ψυγείο. Τρώω λίγο πάστα και συνέρχομαι. Τις νύχτες όλα αλλάζουν. Προτιμώ να στέκομαι στο παράθυρο και να βλέπω κάτι χρυσές σταγόνες που σκάνε στο δρόμο. Μοιάζουν να χορεύουν. Και είναι οι μόνες που δείχνουν πραγματικά χαρούμενες ανάμεσα στο πλήθος. Λένε πως είναι διάφανες, μα τα φώτα της πόλης τους χαρίζουν χρώμα. Δεν μπορείς να το προσέξεις άμα κινείσαι κι εσύ μαζί τους. Το τζάμι θολώνει πολύ γρήγορα. Σκεπάζεται για να σωθεί απ’ το κρύο. Ίσως να μου λέει καληνύχτα με τον τρόπο του. Χθες βράδυ, συνέβη κάτι απρόσμενο. Μια απαλή φωνή σαν χάδι, πλησίασε στο αυτί μου. Το παράξενο, είναι πως για πρώτη φορά κατάλαβα ποιανού φωνή ήταν, και τότε συγκρούστηκαν δυο σύννεφα. Ευτυχώς κατάλαβα και όσα πάλευε να μου πει τα πρωινά.
Τα Χριστούγεννα που ονειρεύομαι, μοιάζουν με κάποια που έχω ξαναζήσει. Και τίποτα δεν επαναλαμβάνεται. Πάνε όμως πολλά χρόνια από τότε. Το μόνο που θυμάμαι είναι η μυρωδιά των γλυκών. Όχι, θυμάμαι κι ένα τεράστιο τσουρέκι που ήταν φυλακισμένο στα σιρόπια και τις καραμέλες. Μα, περισσότερο απ’ όλα, θυμάμαι ένα δίσκο, τοποθετημένο στο κέντρο του τραπεζιού. Με ακρίβεια ήταν τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο, φτιάχνοντας έτσι μια τέλεια πυραμίδα. Τότε για μένα, ήταν απλά κάτι άσπρα μακρόστενα πραγματάκια. Για κάποιους ήταν χωνευτικά και για άλλους, ήταν οι θερμίδες που δεν έπρεπε να πάρουν. Καθόμουν με προσοχή μπροστά τους και σε δευτερόλεπτα, όταν δε με έβλεπε κανείς, φυσούσα δυνατά και ξαφνικά απλωνόταν σκόνη σε ολόκληρη την κουζίνα. Αμέσως έτρεχα και χωνόμουν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έκανα πως επεξεργαζόμουν τα σχήματα των δώρων. Δεν ήξερα με τι άλλο να ασχοληθώ ώστε να μη δώσω στόχο. Το όνομά μου γέμισε το σπίτι με μια κραυγή. Έτρεξα γεμάτος χαμόγελα. Όλοι ήταν όρθιοι και έμοιαζαν να είχε ο καθένας τη θέση του σε μια νοητή παράταξη. Άρχισαν να μετράνε αντίστροφα τα δευτερόλεπτα, όπως μετράω τώρα εγώ τις μέρες. 10, 9, 8… Μου φαινόταν ατέλειωτη η διαδικασία. Τουλάχιστον, σκέφτηκα, την είχα γλιτώσει για άλλη μια φορά. Κανείς δεν είχε παρατηρήσει τη σκόνη στο πάτωμα. Εγώ πάντως, κοίταζα μόνο εκεί. 7, 6, 5… Συνέχιζαν αυτοί. Τους μισούς εν τω μεταξύ δεν τους γνώριζα. Ήταν καλοντυμένοι και κρατούσανε κρυστάλλινα ποτήρια με σαμπάνια. Τα βλέμματα τους ήταν ψεύτικα, σαν να υποκρίνονταν. Ίσως όμως, να σχηματίζεται έτσι η νοσταλγία. Δεν ξέρω. 4, 3, 2… Κι ακόμα δεν είχα καταλάβει τι μετρούσαν. Όχι ότι με ένοιαζε. Πάντως ο καιρός πέρασε. Είμαι μόνος πλέον. Και ίσως όλα αυτά να μην τα θυμάμαι για πάντα, αλλά ποτέ δε ξεχάσω τι έγινε όταν οι καλεσμένοι έφυγαν. Ένα αγριεμένο χέρι μου προσέφερε αυστηρά ένα σουρωτήρι. Με οδήγησε στην πυραμίδα με τα περίεργα γλυκά που κάθονταν γυμνά και ακίνητα. Έπρεπε να κρατάω σταθερό το σουρωτήρι πάνω απ’ τις μακρόστενες μπάλες, που τότε έμαθα ότι λέγονται κουραμπιέδες. Το τρεμάμενο χέρι, έριχνε από μια μικρή χάρτινη σακούλα την σκόνη, που τότε έμαθα ότι ονομάζεται άχνη ζάχαρη. Ήθελα να φύγω. Ένιωθα πόνο σε όλο μου το κορμί. Οι τζαμαρίες έτριζαν, κι όχι απ’ τον αέρα. Μου φώναζαν. Όλη η παραμυθένια αλήθεια μου, είχε γκρεμιστεί.
Ο μόνος τρόπος για να έπαιρνα εκδίκηση, ήταν να γκρέμιζα κι εγώ τους παλιοκουραμπιέδες. Κι αυτό έκανα. Τη συνέχεια, προσπαθώ να την τσαλακώσω. Δεν έπρεπε να μετράω. Τι έχω να περιμένω; Τη νοσταλγία; Την ευτυχία; Τη νύχτα; Αυτή έφτασε. Κάτω απ’ τα μάτια μου κρέμονται δυο μαύρα μισοφέγγαρα. Έχω μείνει να ψάχνω τα αστέρια, πίσω απ’ το υγρό τζάμι. Μα χάρη σ’ αυτό, καταλαβαίνω δυο πράγματα. Τα μισοφέγγαρα, θα είναι πάντα μισά. Και, μήπως τα αστέρια είναι μάζες από κουραμπιέδες; Άντε τώρα να φτάσω εκεί για να τα φυσήξω. Κάτι τελειώνει, κάτι αρχίζει. Έτσι λένε. Όπου να’ ναι, θα πρέπει να μετρήσω τα δευτερόλεπτα. Τι ώρα πήγε; Ωπ! 1…
Έχω μια ανησυχία. Ένας ψίθυρος μου λέει πως είμαι αχάριστος. Πως δεν εκτίμησα ποτέ όσα είχα. Η καρδιά μου πνίγεται. Αισθάνομαι πως αυτή η φωνή έχει δίκιο, μα δε θέλω να το παραδεχτώ. Στο ανάθεμα τα δώρα. Το μόνο που θέλω, είναι να ζήσω αυτές τις στιγμές ευτυχίας. Αυτές τις στιγμές που όλοι ζουν τέτοιες ώρες. Είναι μονάχα ένα συναίσθημα μου έχουν πει. Νοσταλγία. Δεν υπάρχει κανείς που να τη μισεί. Όλοι κατά βάθος τη ζητούν, κι ας μην τολμάνε να το ομολογήσουν. Ανυπομονούν να τη νιώσουν. Εγώ; Εγώ σηκώνομαι και βλέπω ένα βαθούλωμα στο μαξιλάρι. Ακόμα κι εκεί δημιουργείται κενό.
Έπειτα κατευθύνομαι θλιμμένος στο ψυγείο. Τρώω λίγο πάστα και συνέρχομαι. Τις νύχτες όλα αλλάζουν. Προτιμώ να στέκομαι στο παράθυρο και να βλέπω κάτι χρυσές σταγόνες που σκάνε στο δρόμο. Μοιάζουν να χορεύουν. Και είναι οι μόνες που δείχνουν πραγματικά χαρούμενες ανάμεσα στο πλήθος. Λένε πως είναι διάφανες, μα τα φώτα της πόλης τους χαρίζουν χρώμα. Δεν μπορείς να το προσέξεις άμα κινείσαι κι εσύ μαζί τους. Το τζάμι θολώνει πολύ γρήγορα. Σκεπάζεται για να σωθεί απ’ το κρύο. Ίσως να μου λέει καληνύχτα με τον τρόπο του. Χθες βράδυ, συνέβη κάτι απρόσμενο. Μια απαλή φωνή σαν χάδι, πλησίασε στο αυτί μου. Το παράξενο, είναι πως για πρώτη φορά κατάλαβα ποιανού φωνή ήταν, και τότε συγκρούστηκαν δυο σύννεφα. Ευτυχώς κατάλαβα και όσα πάλευε να μου πει τα πρωινά.
Τα Χριστούγεννα που ονειρεύομαι, μοιάζουν με κάποια που έχω ξαναζήσει. Και τίποτα δεν επαναλαμβάνεται. Πάνε όμως πολλά χρόνια από τότε. Το μόνο που θυμάμαι είναι η μυρωδιά των γλυκών. Όχι, θυμάμαι κι ένα τεράστιο τσουρέκι που ήταν φυλακισμένο στα σιρόπια και τις καραμέλες. Μα, περισσότερο απ’ όλα, θυμάμαι ένα δίσκο, τοποθετημένο στο κέντρο του τραπεζιού. Με ακρίβεια ήταν τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο, φτιάχνοντας έτσι μια τέλεια πυραμίδα. Τότε για μένα, ήταν απλά κάτι άσπρα μακρόστενα πραγματάκια. Για κάποιους ήταν χωνευτικά και για άλλους, ήταν οι θερμίδες που δεν έπρεπε να πάρουν. Καθόμουν με προσοχή μπροστά τους και σε δευτερόλεπτα, όταν δε με έβλεπε κανείς, φυσούσα δυνατά και ξαφνικά απλωνόταν σκόνη σε ολόκληρη την κουζίνα. Αμέσως έτρεχα και χωνόμουν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έκανα πως επεξεργαζόμουν τα σχήματα των δώρων. Δεν ήξερα με τι άλλο να ασχοληθώ ώστε να μη δώσω στόχο. Το όνομά μου γέμισε το σπίτι με μια κραυγή. Έτρεξα γεμάτος χαμόγελα. Όλοι ήταν όρθιοι και έμοιαζαν να είχε ο καθένας τη θέση του σε μια νοητή παράταξη. Άρχισαν να μετράνε αντίστροφα τα δευτερόλεπτα, όπως μετράω τώρα εγώ τις μέρες. 10, 9, 8… Μου φαινόταν ατέλειωτη η διαδικασία. Τουλάχιστον, σκέφτηκα, την είχα γλιτώσει για άλλη μια φορά. Κανείς δεν είχε παρατηρήσει τη σκόνη στο πάτωμα. Εγώ πάντως, κοίταζα μόνο εκεί. 7, 6, 5… Συνέχιζαν αυτοί. Τους μισούς εν τω μεταξύ δεν τους γνώριζα. Ήταν καλοντυμένοι και κρατούσανε κρυστάλλινα ποτήρια με σαμπάνια. Τα βλέμματα τους ήταν ψεύτικα, σαν να υποκρίνονταν. Ίσως όμως, να σχηματίζεται έτσι η νοσταλγία. Δεν ξέρω. 4, 3, 2… Κι ακόμα δεν είχα καταλάβει τι μετρούσαν. Όχι ότι με ένοιαζε. Πάντως ο καιρός πέρασε. Είμαι μόνος πλέον. Και ίσως όλα αυτά να μην τα θυμάμαι για πάντα, αλλά ποτέ δε ξεχάσω τι έγινε όταν οι καλεσμένοι έφυγαν. Ένα αγριεμένο χέρι μου προσέφερε αυστηρά ένα σουρωτήρι. Με οδήγησε στην πυραμίδα με τα περίεργα γλυκά που κάθονταν γυμνά και ακίνητα. Έπρεπε να κρατάω σταθερό το σουρωτήρι πάνω απ’ τις μακρόστενες μπάλες, που τότε έμαθα ότι λέγονται κουραμπιέδες. Το τρεμάμενο χέρι, έριχνε από μια μικρή χάρτινη σακούλα την σκόνη, που τότε έμαθα ότι ονομάζεται άχνη ζάχαρη. Ήθελα να φύγω. Ένιωθα πόνο σε όλο μου το κορμί. Οι τζαμαρίες έτριζαν, κι όχι απ’ τον αέρα. Μου φώναζαν. Όλη η παραμυθένια αλήθεια μου, είχε γκρεμιστεί.
Ο μόνος τρόπος για να έπαιρνα εκδίκηση, ήταν να γκρέμιζα κι εγώ τους παλιοκουραμπιέδες. Κι αυτό έκανα. Τη συνέχεια, προσπαθώ να την τσαλακώσω. Δεν έπρεπε να μετράω. Τι έχω να περιμένω; Τη νοσταλγία; Την ευτυχία; Τη νύχτα; Αυτή έφτασε. Κάτω απ’ τα μάτια μου κρέμονται δυο μαύρα μισοφέγγαρα. Έχω μείνει να ψάχνω τα αστέρια, πίσω απ’ το υγρό τζάμι. Μα χάρη σ’ αυτό, καταλαβαίνω δυο πράγματα. Τα μισοφέγγαρα, θα είναι πάντα μισά. Και, μήπως τα αστέρια είναι μάζες από κουραμπιέδες; Άντε τώρα να φτάσω εκεί για να τα φυσήξω. Κάτι τελειώνει, κάτι αρχίζει. Έτσι λένε. Όπου να’ ναι, θα πρέπει να μετρήσω τα δευτερόλεπτα. Τι ώρα πήγε; Ωπ! 1…
Έπρεπε να κάνω ευχή; Χμ, δεν έχει σημασία. Ο κόσμος
γιορτάζει. Είναι ευτυχισμένοι. Μπορεί να είναι μόνο για τώρα, αλλά θα το θυμούνται
για πάντα. Ίσως να το αρνηθούν πολλοί απ’ αυτούς, μα θα έρθει η στιγμή που μια
φωνή θα τους γυρίσει πίσω. Ίσως έτσι να γίνεται. Μοίρα; Συνείδηση; Ούτε αυτό το
ξέρω. Αυτό που ξέρω σίγουρα, είναι ότι ποτέ δε θα έχουμε όσα θέλουμε, ή όσα
νομίζουμε πως αξίζουμε. Πάντα θα λείπει κάτι. Ή κάποιος. Και θα αναπολούμε τις
στιγμές που τα κομμάτια αυτά ήταν στα χέρια μας. Και στο μέλλον, θα αναζητάμε
τα κομμάτια που κρατάμε τώρα και δεν έχουμε τη δύναμη να δούμε. Ίσως να είναι
λάθος. Το μεγαλύτερο λάθος όμως, το έκανα ήδη. Το πίστεψα. Το είπα. Ξέρω πως
αυτά τα Χριστούγεννα δε θα έρθουνε ποτέ.
Συγγραφέας: Ραφαήλ Μπεζώνης – Φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου