Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

“Η Χιονάτη ... διαφορετικά!” της Χριστίνας Κωνσταντουδάκη



Μια φορά κι έναν καιρό, στην χώρα των παραμυθιών ζούσε η Χιονάτη με τον πρίγκιπα στο παλάτι τους. Περίμεναν το πρώτο τους παιδί και ο πρίγκιπας ήταν πολύ ευτυχισμένος. Την Χιονάτη όμως κάτι φαινόταν να την προβληματίζει και όλο γκρίνιαζε. «Τι έχεις αγάπη μου;»  την ρωτούσε στενοχωρημένος ο πρίγκιπας. «Άσε με, και να σου πω δεν θα με καταλάβεις» απαντούσε μουτρωμένη η Χιονάτη και κλεινόταν στο δωμάτιό της.

Μια μέρα, ο πρίγκιπας άκουσε πιάτα να σπάνε από τις κουζίνες του παλατιού. Αμέσως έτρεξε και τι να δει; Η Χιονάτη έσπαγε πιάτα, μπολάκια και φρουτιέρες. Μπολάκια με μηλόπιτα, φρουτιέρες με μήλα, πιάτα με όμορφα σχεδιασμένες μηλιές, ακόμα και τους πίνακες με τα ζωγραφισμένα μήλα είχε ρίξει! Τα πετούσε κάτω, τα πατούσε, χοροπηδούσε πάνω τους κι έλεγε «Πάρε και τούτο, πάρε και κείνο, να μην σας ξαναδώ απαίσια μήλα!». Ο πρίγκιπας έτρεξε κοντά της και την αγκάλιασε. «Ηρέμησε, ηρέμησε!» της είπε. «Όλα είναι καλά, αυτά τα μήλα δεν είναι δηλητηριασμένα». «Και αν είναι τι σε νοιάζει; Μόνο το παιδί που περιμένουμε σε νοιάζει, ούτε που μου δίνεις σημασία πια»  είπε η Χιονάτη και ξέφυγε από την αγκαλιά του άντρα της. Ο πρίγκιπας κάτι προσπάθησε να πει όμως κατάλαβε πως ήταν μάταιο και σώπασε. Η Χιονάτη παραλογιζόταν, δεν την αναγνώριζε πια.

Αρκετά μακριά από εκεί, σε ένα απομακρυσμένο βασίλειο, είχε εξοριστεί η κακιά μάγισσα, η μητριά της Χιονάτης. Με την βοήθεια ενός ακόμα ισχυρότερου μάγου, η Χιονάτη και ο πρίγκιπας της είχαν κάνει μάγια για να μην μπορέσει ποτέ να δραπετεύσει από την εξορία της. Το μόνο που της είχε απομείνει ήταν ο μαγικός της καθρέφτης τον οποίο χρησιμοποιούσε καθημερινά για να παρακολουθεί την Χιονάτη. Μόλις κατάλαβε ότι η άσπονδη εχθρός της ήταν έγκυος, έβαλε το σχέδιο εκδίκησής της σε δράση. «Αυτό το μωρό θα γίνει δικό μου» σκεφτόταν. «Θα πάρω εκδίκηση από αυτή την απαίσια πριγκίπισσα ακόμα και αν αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω».

Έψαχνε μέρα-νύχτα σε βιβλία με ξόρκια, βιβλία με τέρατα και βότανα, βιβλία με αρχαίες μαγικές συνταγές αλλά τίποτα. Κανένα βιβλίο δεν μπορούσε να της πει πως να δραπετεύσει από την εξορία της και να απαγάγει το μωρό. Και ο χρόνος κυλούσε σαν νεράκι, και η κοιλιά της Χιονάτης φούσκωνε ώσπου.. έφτασε η μεγάλη μέρα.

Με το πρώτο φως της αυγής ακούστηκε ένα κλάμα σαν μελωδία από χιλιάδες νεράιδες και γεννήθηκε ένα πανέμορφο κοριτσάκι που μύριζε βανίλια και φρέσκα μούρα. Το δέρμα της ήταν τόσο απαλό και πορσελάνινο που όλοι οι αυλικοί, οι υπηρέτες και ο πρίγκιπας την αγάπησαν αμέσως και δεν την άφηναν από τα χέρια τους. Μόνο που... η μητέρα δεν φαινόταν και τόσο χαρούμενη. Ένα καταπράσινο τερατάκι που λεγόταν ‘’ζήλεια’’ της κατασπάραζε τα σωθικά. «Όσο ήμουν έγκυος ο πρίγκιπας νοιαζόταν μόνο για το μωρό που κουβαλούσα. Τώρα που γεννήθηκε δεν θα μου δίνει καθόλου σημασία» μουρμούριζε από μέσα της. «Το αγαπάω το κοριτσάκι μου , γι’ αυτό θέλω και το καλύτερο γι’ αυτήν. Δεν θα είναι ευτυχισμένη μαζί μου αν την ζηλεύω», συνέχισε τις σκέψεις της η Χιονάτη κι ένα σχέδιο άρχισε να γεννιέται στο κεφάλι της.

Την επόμενη νύχτα, κρυφά από τον πρίγκιπα, πήρε το μωρό και ντυμένη σαν απλή χωριατοπούλα, περπάτησε μέσα από το μεγάλο δάσος για να φτάσει στο διπλανό χωριό. Κουκουβάγιες και νυχτοπούλια έβγαζαν τρομακτικούς ήχους καθώς περνούσε από δίπλα τους, όμως δεν την ένοιαζε. Σκόνταψε σε κλαδιά, βούλιαξε σε λάσπες, έσκισε τα ρούχα της σε αγκάθια ώσπου εμφανίστηκαν μπροστά της τα πρώτα φώτα του χωριού. Περπατώντας σαν τον κλέφτη άρχισε να τριγυρίζει ανάμεσα σε σπίτια μικρά και μεγάλα ώσπου το μάτι της έπεσε σε ένα σπίτι το οποίο φάνταζε πιο μεγάλο και πλουσιοπάροχο από τα υπόλοιπα. Άφησε το καλαθάκι με το μωρό στα σκαλιά του σπιτιού, το φίλησε στο μέτωπο και με δάκρυα στα μάτια του ψιθύρισε «Καλή τύχη. Σ’ αγαπώ». 

Όλα αυτά τα παρακολουθούσε και η κακιά μάγισσα από τον μαγικό της καθρέφτη. Ώστε η Χιονάτη δεν ήθελε το μωρό; Μα έτσι το σχέδιό της δεν θα μπορούσε να δουλέψει ποτέ. Όμως...ένιωθε πως δεν την ένοιαζε πια. Το όλο σκηνικό της θύμισε την δική της ζωή. Αυτό που έψαχνε από μικρή και ποτέ δεν έβρισκε. Μια οικογένεια να την δέχεται γι’ αυτό που είναι. Μια οικογένεια που θα την αγαπάει. Το μυαλό της πήγε πίσω στα παιδικά της χρόνια. Θυμήθηκε τις ανεξέλεγκτες μαγικές δυνάμεις της σαν παιδί. Θυμήθηκε τον φόβο μέσα στα μάτια των δικών της. Θυμήθηκε την μητέρα της να την παρατάει μέσα στο μεγάλο δάσος και να χάνεται μακριά. Αυτό έκανε και τώρα η Χιονάτη. Παρατούσε το ίδιο της το παιδί. Ένιωσε ακόμα μεγαλύτερο μίσος για την ανόητη αυτή πριγκίπισσα και αυτήν την φορά δεν είχε να κάνει καθόλου με το πόσο όμορφη ήταν. Την ίδια στιγμή όμως ένα άλλο αίσθημα την πλημμύρισε. Ένα αίσθημα που είχε να το νιώσει χρόνια. Αγάπη! Αγάπη για το μικροσκοπικό αυτό μωράκι που το είχαν αφήσει μόνο του όπως είχαν κάνει και με αυτήν. Χοντρά δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλά της. «Αχ και να μπορούσα να έφευγα από αυτό το κάστρο. Πόσο θα ήθελα να σώσω αυτό το μωρό!» σκεφτόταν καθώς έκλαιγε με λυγμούς. Και τότε, στο σημείο που έπεφταν τα δάκρυά της στο πάτωμα, άνοιξε μια τρύπα από φως. Η κακιά μάγισσα χωρίς να το σκεφτεί πήδηξε μέσα και έπεσε με δύναμη μπροστά από την πόρτα ενός σπιτιού. Κoίταξε γύρω της και κατάλαβε πως αυτό ήταν το σπίτι που πριν λίγο έβλεπε στον μαγικό καθρέφτη της. «Τα δάκρυα της αληθινής αγάπης» μουρμούρισε. «Μου το έλεγαν και δεν το πίστευα. Ώστε αυτά με ελευθέρωσαν». Χωρίς να χάσει λεπτό, έτρεξε προς το μωρό και το πήρε στην αγκαλιά της. Ήταν παγωμένο όμως το ζέστανε αμέσως με την μαγεία της. «Δεν θα σε αφήσω ποτέ, θα είμαστε οι δυο μας μια μικρή οικογένεια και αυτό είναι αρκετό…» είπε στο μωρό που κοιμόταν και το φίλησε. Σαν να το ένιωσε, η μικρή άνοιξε τα μάτια της και της χαμογέλασε γλυκά.

Λίγο πιο πέρα, πίσω από κάτι θάμνους βρισκόταν ο μυστικός πράκτορας του πρίγκιπα. Ο πρίγκιπας είχε καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά με την Χιονάτη και είχε βάλει άνθρωπο να την παρακολουθεί. Και να που είχε δίκιο. Ο μυστικός πράκτορας τα είχε δει όλα. Την Χιονάτη  να παρατάει το μωρό αλλά και την κακιά μάγισσα που μάλλον δεν ήταν και τόσο κακιά τελικά. Έτρεξε σαν σίφουνας για να προλάβει να πει τα μαντάτα στον πρίγκιπα πριν γυρίσει η γυναίκα του.

Ο πρίγκιπας δεν πίστευε στα αυτιά του! Να κάνει τέτοιο πράγμα η γυναίκα του στο παιδί τους; Η κακιά μάγισσα όμως το είχε σώσει. Έπρεπε να ψάξει να την βρει όμως πρώτα. Έπρεπε να κάνει μια κουβέντα με την γυναίκα του.

Η Χιονάτη μπήκε στο παλάτι όσο πιο αθόρυβα μπορούσε όμως ένα δυνατό φως την τύφλωσε ξαφνικά. Μπροστά της εμφανίστηκε ο πρίγκιπας με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του. «Ώστε νόμιζες πως θα παρατούσες το μωρό μας κι εγώ δεν θα έπαιρνα χαμπάρι;’’ της είπε με μάτια που πετούσαν σπίθες». «Συ...συγγνώμη» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της. «Την αγαπάω την κόρη μας αλλά δεν θα ήταν ευτυχισμένη μαζί μου. Μόνο μάτια γι’ αυτήν έχεις και στο τέλος θα την μισούσα». «Τι μητέρα είσαι εσύ;» φώναξε τώρα φανερά εκνευρισμένος ο πρίγκιπας. «Φύγε, γύρισε πίσω στους νάνους, να μην σε ξαναδώ μπροστά μου!». «Όχι, όχι μην μου το κάνεις αυτό, σε αγαπώ!» άρχισε να ουρλιάζει η Χιονάτη μέσα από τα αναφιλητά της. «Δεν με αγαπάς. Αν με αγαπούσες θα αγαπούσες και το παιδί μας. Αυτό που λες δεν είναι αγάπη. Απλά θες να είσαι το κέντρο της προσοχής, όπως πάντα» είπε και την έσπρωξε έξω από το παλάτι.

Έτσι, η Χιονάτη γύρισε με τους νάνους και ο πρίγκιπας συμφώνησε με την κακιά μάγισσα που τώρα ήταν απλά μάγισσα, να έχουν το μωρό από μια εβδομάδα ο κάθε ένας μιας και οι δυο τους το αγαπούσαν τόσο πολύ. Η Χιονάτη με τον καιρό κατάλαβε το λάθος της όμως ήταν πλέον αργά για να την συγχωρέσει ο πρίγκιπας και να γίνουν πάλι ζευγάρι. Έβλεπε όμως που και που την μικρή Σούζαν – έτσι έβγαλαν την μικρή – και με τον καιρό έμαθε να την αγαπάει πολύ, όπως μια μανούλα αγαπάει την κόρη της.

Ψέματα ή αλήθεια, έτσι μου την διηγήθηκαν κι εμένα αυτή την ιστορία για την πριγκίπισσα Σούζαν με τον ένα μπαμπά και τις δύο μαμάδες.

Συγγραφέας: Χριστίνα Κωνσταντουδάκη - Φοιτήτρια Tabula Rasa


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου