Τα παιδικά μου χρόνια ήταν γεμάτα όμορφες
στιγμές, γεμάτα όνειρα, ελπιδοφόρα μηνύματα και γέλια… γεμάτα φως. Υπάρχει όμως μια ανάμνηση που,
μέχρι σήμερα, κατέχει τη δική της σκοτεινή πλευρά στην ψυχή μου, μια ανάμνηση
που με κάνει να τεντώνω ακόμη τα αυτιά μου τη νύχτα και να αφουγκράζομαι τον
κάθε ήχο που σέρνει μαζί της αλλά και εκείνον που πασχίζει να καλύψει.
Ήμουν δεν ήμουν δέκα χρόνων τότε. Ο πατέρας μου,
θυμάμαι, έλειπε από το σπίτι. Όπως κάθε άλλο βράδυ, κούρνιασα στην αγκαλιά της
μητέρας μου πριν κοιμηθώ και εκείνη άρχισε να μου διαβάζει το αγαπημένο μου παραμύθι.
Προτού όμως προλάβει να το ολοκληρώσει, ακούστηκε μια γνώριμη φωνή, μια πνιχτή πρώτα
έκκληση για βοήθεια από το επάνω οροφοδιαμέρισμα και μια απελπισμένη κραυγή μετά,
από εκείνες που σου τρυπούν τα σωθικά. Ασυναίσθητα η μητέρα μου, μού έκλεισε τα
αυτιά. Σφάλισα τόσο δυνατά τα μάτια μου
και εγώ, μέχρι που πόνεσαν, και έτσι μετά τα άνοιξα διάπλατα, σαν δυο
παραθυρόφυλλα που έψαχναν μια στάλα ήλιο. Δεν ξέρω τι ήταν εκείνο που με τρόμαξε
πιο πολύ, ο γδούπος που αντικατέστησε τις κραυγές και τα κλάματα ή το έντρομο βλέμμα
της μητέρας μου και το τρέμουλο εκείνο του κορμιού της που δεν μπορούσε πια να
ελέγξει. Με έσφιξε ακόμη πιο γερά επάνω της και σκεπαστήκαμε και οι δυο με την κουβέρτα
ως πάνω. Άναψε έναν φακό και, έτσι όπως ήμουν και ήταν ξαπλωμένη, συνέχισε να
μου διαβάζει και να μου σιγοτραγουδά.
Όταν αισθάνθηκε το κορμί μου να χαλαρώνει, να ξαγκιστρώνεται
από επάνω της, σηκώθηκε για λίγο από το κρεβάτι, έκανε ένα σύντομο τηλεφώνημα και
επέστρεψε κοντά μου. Πριν καλά καλά ξαπλώσει
όμως πλάι μου και αρχίσει το τραγούδι της ξανά, ένα άλλο, αλλόκοτο τώρα
τραγούδι, έπνιξε τη δική της μελωδική φωνή. Κορναρίσματα και σειρήνες σκέπασαν στη
στιγμή τη σιγή που απλωνόταν μέχρι πρότινος σε όλη τη γειτονιά, εκτός από την
πολυκατοικία μας˙ κορναρίσματα και σειρήνες με τόσο διαφορετικούς μα και τόσο ανατριχιαστικά
όμοιους ήχους.
Τα γυναικεία ουρλιαχτά από τον τρίτο όροφο, σταμάτησαν.
Τότε δε γνώριζα αν θα έπαυαν να ακούγονται προσωρινά ή για πάντα ούτε πια ήταν
η λεπτή διαφορά μεταξύ αυτών.
Η μητέρα μου ανάσαινε και πάλι φυσιολογικά,
αργά, βαθιά και ρυθμικά, ως τη στιγμή που χτύπησε η εξώπορτά μας. Στεκόταν τώρα
στον διάδρομο και εγώ σε μια γωνιά, καλά κρυμμένη, καλά προφυλαγμένη. Ποιος
ήταν και τι ήθελε να μάθει από εκείνη, δε γνώριζα. Στα αυτιά μου έφταναν οι
δικές της απαντήσεις μόνο:
«Μάλιστα, εγώ σας κάλεσα», είπε ψιθυριστά και κοίταξε
προς το δωμάτιό μου.
Παρότι μιλούσε χαμηλόφωνα, εγώ την άκουγα. Δεν
την κατασκόπευα, σίγουρα όχι, έτρεμα απλώς σύγκορμη από τον φόβο μου να μείνω μόνη
στο υπνοδωμάτιο μου.
«Άρχισα να ακούω τις φωνές της πέντε λεπτά πριν
σας καλέσω», είπε μετά.
«Έχει παιδιά, όμως λείπουν από το σπίτι. Τον
τελευταίο καιρό κοιμούνται στο σπίτι της γιαγιά τους».
«Λογικά πρέπει να είναι οι δυο τους».
Κάπου εκεί λύγισε, πιάστηκε πρόχειρα από ένα έπιπλο
και κάθισε στα γόνατα της.
«Δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά που της το κάνει...
Δεν είναι η πρώτη φορά που απειλεί τη ζωή της με ένα μαχαίρι».
Ένα χέρι απλώθηκε προς το μέρος της και τη βοήθησε
να σηκωθεί. Με το μανίκι της εκείνη σκούπισε τα δάκριά της και έκλεισε την
πόρτα πίσω της.
Όσο μικρή και αν ήμουν τότε, όσο και αν αρνούμουν
να δεχτώ το προφανές, κατάλαβα τελικά ότι η καλύτερη φίλη της μητέρας μου κινδύνευε,
και μάλιστα περισσότερο από κάθε άλλη φορά…
Μετά από εκείνη τη νύχτα και όσα ακολούθησαν
δεν την ξανασυνάντησα τη γυναίκα αυτή, δεν ξανάκουσα τα αργόσυρτα βήματά της
στον διάδρομο του σπιτιού μας, μήτε ξαναείδα τη μητέρα μου να της κρατά το χέρι
και να της λέει: «Γλυκιά μου Ευγενία, όλα θα πάνε καλά».
Όλα όμως πήγαν κατ’ ευχήν για εκείνη, από ό, τι
έμαθα αργότερα, όμως εμείς, προκειμένου να συνεχίσουμε να ζούμε μια φυσιολογική
ζωή, αδειάσαμε το σπίτι μας και φύγαμε. Λίγες
μόνο μέρες μετά από εκείνο το συμβάν, εγκαταλείψαμε τη γειτονιά μας, χωρίς να ρίξουμε ματιά πίσω. Μέχρι σήμερα, στα τριάντα
τρία μου χρόνια, ενώ το ξέρω πως το μέρος αυτό υπάρχει στον χάρτη, είναι πέρα
για πέρα αληθινό όπως και η ανάμνησή μου, αρνούμαι να το επισκεφτώ. Στη μνήμη μου
άλλωστε παραμείνει ακόμη ολοζώντανη εκείνη η νύχτα, άλλωστε σαν τώρα θυμάμαι τις
κραυγές και τα παρακαλετά, τις σειρήνες, τον ακίνητο ανθρώπινο μπόγο που απομάκρυναν
ξαπλωτό από τη πολυκατοικία μας και τη γυναίκα εκείνη να ακολουθεί την πομπή ελαφρώς ζαλισμένη.
Ευτυχώς όμως θυμάμαι και κάτι ακόμη: Θυμάμαι
την καλόκαρδη και υπομονετική αυτή γυναικά, φεύγοντας, να κοιτάζει ψηλά, προς
το μπαλκόνι μας, εκεί όπου περνούσαμε μαζί ώρες ατέλειωτες τα απογεύματα. Και
ενώ ήταν αδύνατο να με διακρίνει στα σκοτεινά, το ήξερα, το ένιωθα, πως το αχνό
εκείνο χαμόγελό της το χάριζε σε εμένα.
Συγγραφέας: Μαρία Καλύβα - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου