Μια φορά και έναν καιρό, μπορεί τώρα ή
παλιά, κάπου πολύ μακριά από τον δικό μας κόσμο, υπήρχε ένα μικρό χωριό, που το
όνομά του ήταν Μαυρούπολη. Το χωριό αυτό ήταν σχεδόν σβησμένο από τον χάρτη.
Κανείς δε το επισκεπτόταν, αλλά και ούτε οι κάτοικοί του το εγκατέλειπαν ποτέ
έστω και για λίγες μέρες. Το χαρακτηριστικό εκείνου του τόπου ήταν πως δεν
υπήρχαν καθόλου χρώματα. Όλα ήταν μαύρα και γκρι, κάτι που δεν φαινόταν
παράξενο στους κατοίκους του. Μαύρα σπίτια με γκρι παράθυρα, μαύρα φυτά και
ζώα. Όλα μαύρα.
Κάθε χρόνο όλο το χωριό γιόρταζε τα Χριστούγεννα, κάτι που
ευχαριστούσε πολύ τους κατοίκους, σε αντίθεση με τη γενικότερη μαυρίλα που
κυριαρχούσε σε κείνο τον τόπο. Τα Χριστούγεννα αυτά ήταν, όμως, λίγο
διαφορετικά. Αρχικά δεν τα ονόμαζαν Χριστούγεννα, αλλά Αμφι-χριστούγεννα.
Στόλιζαν όλοι από ένα αμφιδέντρο, το οποίο ήταν ψηλό, με γυμνά κλαδιά, μαύρες
μπάλες και γκρι αστέρι και στην κεντρική πλατεία είχαν έθιμο να στολίζουν ένα
αμφικαράβι, με μαύρα πανιά, γκρι γιρλάντες και φωτάκια σε ασημί αποχρώσεις.
Βέβαια δεν παρέλειπαν ποτέ να ανταλλάξουν μεταξύ τους αμφιδώρα την παραμονή των
Χριστουγέννων. Τα αμφιδώρα ήταν διαλεγμένα έτσι ώστε να μην αρέσουν σε αυτούς
που θα τα έπαιρναν. Και κάπως έτσι κυλούσε κάθε χρόνο η γιορτή των Αμφιχριστουγέννων.
Εκείνη τη χρονιά, όμως, έμελλε να γίνει
κάτι διαφορετικό. Κάτι που οι κάτοικοι της Μαυρούπολης δεν είχαν ξαναδεί στα
μάτια τους. Ενώ όλα είχαν γίνει ως συνήθως και όλοι ήταν μαζεμένοι στη κεντρική
πλατεία για να ανταλλάξουν τα αμφιδώρα τους, είδαν μια μεγάλη λάμψη στον
ουρανό, η οποία όλο και πλησίαζε το χωριό τους μέχρι που ακούστηκε ένας δυνατός
κρότος. Όλοι έτρεξαν να δουν τι είχε συμβεί. Αυτό που αντίκρισαν ήταν κάτι
αλλόκοτο. Ήταν ένας γεράκος με άσπρα γένια πάνω σε ένα έλκηθρο με ελάφια. Το
παράξενο με τον γεράκο ήταν τα ρούχα του και τα πράγματα που είχε στο έλκηθρο.
Δεν ήταν μαύρα. Έμοιαζε σαν να προερχόταν από κάπου αλλού. Όλοι οι κάτοικοι παραξενεύτηκαν
και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους άφωνοι. Τι ήταν αυτό το παράξενο συμβάν; Γιατί δεν
ήταν τα ρούχα του γέρου μαύρα; Γρήγορα ένας κάτοικος δεν άντεξε και άρχισε να
ρωτά με βιασύνη τον γέρο.
-
Ποιος είσαι, καλέ μου
γεράκο; Από πού μας έρχεσαι; Γιατί φοράς τέτοια ρούχα;
-
Γεια σας, καλοί μου
άνθρωποι. Εγώ είμαι ο Αϊ Βασίλης. Μοίραζα τα δώρα και ξαφνικά έπεσα με το
έλκηθρό μου εδώ. Δε με γνωρίζετε;
Μια βαβούρα τότε δημιουργήθηκε και όλοι
άρχισαν να αναρωτιούνται. Δεν είχαν ιδέα ποιος ήταν ο Αϊ Βασίλης.
-
Η αλήθεια είναι,
συνέχισε απορημένος ο Αϊ Βασίλης, πως ούτε εγώ σας ξέρω. Δεν έχω περάσει ποτέ
από τούτο το χωριό και ούτε βρίσκεται μέσα στη λίστα με τα δώρα μου.
-
Ποια λίστα; Μήπως
εννοείς αμφιδώρα; Είπε δυνατά ένα μικρό κοριτσάκι που καθόταν παράμερα και
παρατηρούσε τον άγνωστο κύριο.
-
Να, κάθε χρόνο όλα τα
παιδιά του κόσμου μου στέλνουν γράμματα και μου λένε τι δώρα θα ήθελαν να τους
φέρω φέτος και εγώ την παραμονή των Χριστουγέννων πετάω με το έλκηθρό μου πάνω
από όλα τα σπίτια και μοιράζω τα δώρα από τις καμινάδες των σπιτιών.
-
Ωραίο ακούγεται. Μα εδώ
έχουμε μόνο τα αμφιδώρα και κανείς δε παίρνει αυτό που θέλει. Γιορτάζουμε κάθε
χρόνο τα Αμφιχριστούγεννα, καλέ μου κύριε, αποκρίθηκε το κοριτσάκι.
-
Μα δε ξέρετε στα
αλήθεια τι είναι τα Χριστούγεννα;
-
Όχι, είπαν όλοι με μια
φωνή.
Και τότε ο Αϊ Βασίλης τους έκανε νόημα να
πλησιάσουν και άρχισε να τους μιλά για αυτή τη ξεχωριστή γιορτή. Τους είπε για
τα δέντρα με τα πολύχρωμα μικρά και μεγάλα στολίδια και το λαμπερό χρυσό αστέρι
που μπαίνει στην κορυφή, για τις γιρλάντες που βάζουν στα μπαλκόνια οι
άνθρωποι, για τα ξωτικά που τον
βοηθούσαν με τα γράμματα και τα δώρα, για τα ελάφια που δεν ήταν συνηθισμένα
αλλά πετούσαν στον ουρανό. Τους μίλησε για τα γλυκά που κάθε σπίτι φτιάχνει.
Μελομακάρονα, κουραμπιέδες, δίπλες και ένα σωρό άλλα. Μαζί με αυτά και η
βασιλόπιτα, που είναι έθιμο να κόβουν οι άνθρωποι σε κάθε σπίτι και όποιος
κέρδιζε το φλουρί θα ήταν τυχερός. Τους είπε για την οικογενειακές
συγκεντρώσεις που διοργανώνουν οι άνθρωποι, όπου όλοι φορούν τα πιο φανταχτερά
τους ρούχα και κοσμήματα, το πιο όμορφο χαμόγελο και ανταλλάσουν μεταξύ τους
δώρα που τους κάνουν χαρούμενους. Μέσα σε όλα αυτά τους μίλησε για τα χρώματα,
για τη μαγεία των Χριστουγέννων που κάνουν κάθε άνθρωπο πάνω στη Γη να ξεχάσει
τα προβλήματα του και να χαρεί έστω και για λίγα λεπτά.
Οι κάτοικοι τον κοιτούσαν έκπληκτοι. Είχαν
ενθουσιαστεί από αυτά που άκουγαν και ήθελαν και κείνοι να το ζήσουν αυτό. Πως
όμως είχαν βρεθεί σε αυτό τον τόπο που όλα ήταν μαύρα και μίζερα; Έπρεπε να το
ανακαλύψουν και να προσπαθήσουν να το αλλάξουν.
Ο Αϊ Βασίλης δέχτηκε να τους βοηθήσει και
έτσι άρχισαν όλοι να αναρωτιούνται τι να συνέβαινε. Μέχρι που κάποιος από τους
κατοίκους είπε μια ιδέα.
-
Ο δήμαρχος! Αυτός θα
ξέρει. Πάμε να τον βρούμε!
-
Ναι, φώναξαν όλοι και
ξεκίνησαν για το δημαρχείο.
Ο δήμαρχος, ο γέρο-Στριμμένος, που ήταν
στην αρχή μπροστά στη συζήτηση που γινόταν με τον Αϊ Βασίλη, είχε τρέξει στο
σπίτι του και είχε κλειδαμπαρωθεί. Τη φοβόταν αυτήν τη μέρα. Κάποτε κάποιος θα καταλάβαινε
πως κάτι δε πάει καλά με τη Μαυρούπολη και τότε θα του ζητούσαν το λόγο. Κι
αυτή η μέρα είχε φτάσει. Τι να τους έλεγε; Ποιος άραγε θα τον συγχωρούσε μετά
από αυτά που είχε κάνει; Το όνομα του γέρο-Στριμμένου δεν ήταν πάντα αυτό. Όταν
ήταν μικρός λεγόταν Ονειροπόλος και ήταν πολύ χαρούμενος, αγαπούσε τα
Χριστούγεννα και κάθε χρόνο ανυπομονούσε να φτάσει η ώρα να τα ξαναγιορτάσει.
Είχε και έναν αδερφό και μαζί του περνούσε φανταστικά. Όμως, κάποια
Χριστούγεννα έγινε κάτι φοβερό. Οι γονείς του Ονειροπόλου είχαν πάει ταξίδι σε
μια μακρινή χώρα και δε ξαναγύρισαν ποτέ. Ήταν και η εποχή που ο Ονειροπόλος
έπαψε να ονειρεύεται, έπαψε να πιστεύει στη μαγεία των Χριστουγέννων και
κλείστηκε στον εαυτό του. Ο αδερφός του, που δε μπορούσε τη μιζέρια, τον
εγκατέλειψε και έφυγε για άλλους τόπους. Εκείνη τη χρονιά ήταν που καταράστηκε
να είναι και η τελευταία που το χωριό γιόρταζε τα Χριστούγεννα. Δε θυμόταν με
τίποτα πως λεγόταν πριν το χωριό, αλλά σιγά σιγά και οι κάτοικοί του άρχισαν να
συνηθίζουν το μαύρο πλέον τοπίο. Οι αναμνήσεις τους μετά από τόσα χρόνια είχαν
πια σβήσει και κανείς δε θυμόταν τις όμορφες στιγμές που είχαν ζήσει. Πλέον η
πραγματικότητά τους ήταν η Μαυρούπολη.
Όταν ο Αϊ Βασίλης και οι κάτοικοι του
χωριού έφτασαν στο σπίτι του δημάρχου άρχισαν να χτυπούν τις πόρτες και τα
παράθυρα και κανείς δεν αποκρινόταν. Τότε ο Αϊ Βασίλης σκαρφάλωσε στη καμινάδα
και τρύπωσε στο σπίτι. Ο δήμαρχος ξαφνιάστηκε με το που τον είδε και τα έχασε.
- Ονειροπόλε!, είπε ο Αϊ
Βασίλης κοιτώντας τον αδερφό του με γουρλωμένα μάτια.
- Ναι εγώ είμαι, αδερφέ
μου. Δεν ήθελα να δεις πως έχω καταντήσει. Εσύ έγινες ένας άγιος και φροντίζεις
για το καλό όλων των ανθρώπων. Εγώ, όμως, είμαι μόνος μου και κανείς δε με
συμπαθεί σε αυτό το χωριό. Όλα είναι μαύρα στη ζωή μου.
- Κάνεις λάθος! Τώρα που
σε ξαναβρήκα δε θα είσαι μόνος σου ξανά και όλα θα γίνουν όπως πριν. Συγχώρεσε
με που σε εγκατέλειψα τότε. Όλα θα αλλάξουν τώρα που έχεις εμένα. Μα περίμενε
να πω τα καλά νέα στους κατοίκους του χωριού.
Και ο Αϊ Βασίλης βγήκε
έξω από το σπίτι και εξήγησε στους κατοίκους τι είχε συμβεί. Όλοι συμπόνεσαν
τον γέρο-Στριμμένο και έτρεξαν γρήγορα μέσα στο σπίτι να τον αγκαλιάσουν.
Δάκρυα χαράς έτρεχαν από τα μάτια τους και θυμήθηκαν τις κάποτε ωραίες στιγμές
που είχαν περάσει. Τότε η πόλη άρχισε να γεμίζει και πάλι χρώματα. Το αμφιδέντρο
μετατράπηκε σε ένα μεγάλο και πλούσιο δέντρο με πολύχρωμα στολίδια και φωτάκια,
το αμφικαράβι έγινε ένα πανέμορφο καράβι που γέμισε χρωματιστές γιρλάντες και
κάτω από το δέντρο κάθε σπιτιού υπήρχαν δώρα για όλους. Το χωριό είχε γεμίσει
με χρώματα, μουσικές και υπέροχα αρώματα. Φέτος το χωριό θα γιόρταζε τα
Χριστούγεννα.- Και τώρα, καλοί μου κάτοικοι. Θα πρέπει να φύγω. Έχω μόνο δυο ώρες για να μοιράσω τα δώρα και στα υπόλοιπα σπίτια του κόσμου.
-
Θα έρθω μαζί σου, είπε
ο Ονειροπόλος.
Και έτσι ανέβηκαν και οι δύο πάνω στο
έλκηθρο και άρχισαν να χάνονται ψηλά στον ουρανό, καθώς οι κάτοικοι τους
χαιρετούσαν. Ο Ονειροπόλος δε θα αισθανόταν πια ποτέ μόνος και οι κάτοικοι του
χωριού θα άρχιζαν και πάλι να χαίρονται και να ονειρεύονται. Και η πόλη
ονομάστηκε Ονειρούπολη και από τότε έγινε πασίγνωστη. Κάθε χρόνο την
επισκέπτονταν άνθρωποι από όλο τον κόσμο για να ζήσουν τη μαγεία των Χριστουγέννων.
Κανείς πια δε θα την ξεχνούσε! Και ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα!!!
Συγγραφέας: Αθανασία Αλεξανδρίδη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου