Η
Μαρία κοιτάζει το είδωλό της στον καθρέφτη με βλέμμα αυτολύπησης. Νιώθει πως
ένα αόρατο χέρι την ώθησε να δεχτεί την πρόταση γάμου που της έκανε
δύο
μήνες πριν ο Θάνος. Βλέποντας
τον εαυτό της ντυμένη νύφη στον ολόσωμο καθρέφτη του δωματίου της,
συνειδητοποιεί πως όχι μόνο δεν είναι έτοιμη να προχωρήσει σ’ ένα τέτοιο βήμα,
αλλά πως ο μόνος άνθρωπος, τον οποίο πρέπει επειγόντως να συναντήσει,
είναι ο Νίκος, με τον οποίο διατηρούσε σχέση δύο ολόκληρα χρόνια και τον
παράτησε χωρίς εξηγήσεις μόλις πριν τρεις μήνες.
Η
πόρτα του δωματίου της είναι κλειστή, αλλά
η Μαρία μπορεί να ακούσει τις φωνές χαράς και τους χαιρετισμούς των ανθρώπων
που καταφτάνουν στο σπίτι της. Χωρίς να υπολογίσει τί θα επακολουθήσει στέλνει ένα
μήνυμα στο Νίκο.
Πρέπει
να σε δω επειγόντως. Συνάντηση στην γνωστή καφετέρια τώρα.
Τα
χέρια της τρέμουν ενώ πληκτρολογεί το μήνυμα. Αλλά αν υπάρχει μια ευκαιρία να
του εξηγήσει γιατί τον εγκατέλειψε, είναι
αυτή η στιγμή. Ένα χτύπημα της πόρτας την κάνει να τιναχτεί και να γυρίσει
απότομα το κεφάλι της
«Ποιός
είναι;» φώναξε.
«Ετοιμη
η νυφούλα μας;» χαμογελάει η μαμά της αφού ανοίγει την πόρτα.
«Μαμά,
πρέπει να φύγω. Πες συγγνώμη στους καλεσμένους που ήρθανε. Σε μισή ώρα θα είμαι
πίσω. Πιστεύω...»
Η
μητέρα της κατάλαβε ότι πρόκειται για αστείο της στιγμής,
αλλά το χαμόγελό της παγώνει βλέποντας την Μαρία να την προσπερνάει και να
φεύγει κατευθυνόμενη προς την πίσω πόρτα του
σπιτιού για να αποφύγει τους συγγενείς που είχαν έρθει.
Η
Μαρία έχει κουβαριάσει
την ουρά του νυφικού της και την κρατάει στα χέρια της. Με μεγάλα βήματα
προσπαθεί να τρέξει και να φτάσει στην καφετέρια χωρίς καθυστέρηση. Ο Νίκος αν
τελικά έχει πάει, πρέπει να έχει ήδη φτάσει.
Μπροστά
από την πόρτα της καφετέριας αφήνει κάτω το νυφικό να κυλίσει στο δάπεδο.
Παίρνει μια ανάσα και μπαίνει στην καφετέρια. Όλοι την κοιτάνε με βλέμμα
έκπληξης και γυρίζουν τα κεφάλια τους τριγύρω να δουν αν υπάρχει συνεργείο που
γυρίζει ταινία.
Ο
Νίκος είναι καθισμένος σε
ένα τραπέζι και μόλις την βλέπει,
σηκώνεται από την καρέκλα του. Η Μαρία πλησιάζει και ο Νίκος της τραβάει την
απέναντι καρέκλα να καθίσει.
«Δεν
είναι κι εύκολο να χωρέσω στο κάθισμα με τόσα τούλια» αστειεύτηκε η Μαρία.
«Ποτέ
δεν περίμενα πως θα στεναχωριόμουν αν σε έβλεπα ντυμένη νύφη» μονολόγησε γυρίζοντας
το βλέμμα του προς την τζαμαρία του καφέ, πίσω
απ’την οποία ένα
πολύχρωμο πάρκο έδινε οξυγόνο στην τσιμεντούπολη.
Η
Μαρία πλησιάζει τον Νίκο σέρνοντας την καρέκλα της προς το μέρος του. Ακουμπάει
τα χέρια της πάνω στα δικά του.
«Αγάπη
μου...» ξεκινάει να μιλάει η Μαρία και ο Νίκος της κλείνει με τις άκρες των
δακτύλων του το στόμα της.
«Αλλού
είναι η αγάπη σου!» της λέει και
γυρίζει πάλι το βλέμμα του προς το πάρκο πίσω από το τζάμι. «Ετσι
πολύχρωμη θα ήταν η ζωή μας, αν δεν έφευγες. Σου άνοιξα το πατρικό μου. Σε
έβαλα μέσα στο παιδικό μου δωμάτιο και ένα πρωί ξύπνησα κι εσύ έλειπες»
ο Νίκος βούρκωσε και αφού τράβηξε τα χέρια του, σέρνει την καρέκλα του προς τα
πίσω.
Η
Μαρία αφήνει τα χέρια της σταυρωμένα πάνω στο τραπέζι και το βλέμμα της μένει
καρφωμένο στο άπειρο. Φρικιαστικές εικόνες από την διαμονή της στο σπίτι του
Νίκου, την τελευταία
βραδιά πριν φύγει, αναζωπυρώνονται στην μνήμη της. Δάκρυα αρχίζουν να κυλάνε
από τα μάτια της και ο Νίκος την ταρακουνάει πιάνοντας τα μπράτσα της.
«Τί
συμβαίνει; Κάποιος λόγος υπάρχει που έφυγες. Θέλω να τον μάθω!».
«Ο
πατέρας σου» απαντάει η Μαρία.
«Ο
πατέρας μου τί;» αποκρίνεται
ο Νίκος με γουρλωμένα μάτια γεμάτα υποψία ότι οι χρόνιες προσπάθειες
απεξάρτησης απ΄το αλκοόλ είχαν αποτύχει.
«Ηταν
μεθυσμένος εκείνο το βράδυ. Του ζήτησα να μ’αφήσει
και δεν μ’άφησε». Ο
Νίκος
αρχίζει να αντιλαμβάνεται τί έχει συμβεί. «Μ’έπιασε
απ’τον λαιμό. Παραλίγο
να με πνίξει. Εγώ τον έσπρωξα. Ετσι εξαγριώθηκε περισσότερο»
συνεχίζει η Μαρία έχοντας τον Νίκο απέναντί της με γουρλωμένα μάτια και
κρατώντας την σφιχτά από τα μπράτσα της. «Τί δεν καταλαβαίνεις; Ο πατέρας σου
το βράδυ πριν φύγω με βίασε».
Ο
Νίκος συνειδητοποιεί ότι όλοι στο καφέ έχουν γυρίσει και τους κοιτάνε. Αφήνει
τα μπράτσα της Μαρίας και κάθεται πίσω στην καρέκλα του. Η Μαρία σκουπίζει τα
δάκρυά της, τα οποία είχαν μουτζουρώσει το πρόσωπό της και προσπαθεί να το
κρύψει με τα χέρια της.
«Πρέπει
να φύγω» ψιθυρίζει η Μαρία στον Νίκο και σηκώνεται από την καρέκλα.
«Πάμε
μαζί!»της λέει εκείνος.
«Θα
φύγουμε μαζί. Μόνοι μας. Ούτε εγώ θα γυρίσω στους δικούς μου, ούτε εσύ θα
παντρευτείς από αντίδραση» και της πιάνει το χέρι.
«Είναι
πολύ αργά πια» του απαντάει η Μαρία χαιδεύοντας την κοιλιά της. Ο Νίκος την
αρπάζει από τους ώμους και την αναγκάζει να κάτσει στην καρέκλα.
«Το
παιδί είναι του πατέρα μου;» και η φωνή του τρέμει. «Δεν αντέχω να ξέρω» και η
Μαρία σπρώχνει από πάνω της τα χέρια του, σηκώνεται και τρέχει προς την έξοδο του
καφέ.
Συγγραφέας:
Αιμιλιάννα Καφαντάρη – Σπουδάστρια Tabula Rasa