Έτσι κάνω εγώ. Άμα είναι να πάρω σοβαρές αποφάσεις ανοίγω το στόμα, κρεμάω τη γλώσσα έξω και μόλις την πάρω την απόφαση μου, σαλιώνω ξανά τη γλώσσα και τραβάω το δρόμο μου.
Όμως αυτός ο τύπος τώρα επιμένει να με φωνάζει. Ψιτ και ψιτ. Τι ψιτ ρε φίλε; Ψιτ να πας να πεις σε καμιά σιχαμένη γάτα.
Που κανονικά, ούτε που θα καταδεχόμουνα να γυρίσω να σε κοιτάξω φίλε, αλλά έχε χάρη που κάνει ψοφόκρυο και δε θα έλεγα όχι σε καμιά ζεστή γωνίτσα.
Γιατί κρυώνουμε και μείς ξέρετε, μην κοιτάτε που έχουμε τη γούνα μας εντοιχισμένη. Και κρυώνουμε και ζεσταινόμαστε. Άσχετο που δεν μας τρέχουν εμάς οι ιδρώτες ποτάμι σε κάθε καύσωνα όπως εσάς. Και τώρα που είπα καύσωνα, λίγο νεράκι ρε τι σας κοστίζει; Άμα πλακώνουν οι μεγάλες οι ζέστες, βάλτε ρε λίγο νερό έξω απ’ το σπίτι σας και για μας τα ορφανά. Κι ας πίνουν κι οι σιχαμένες οι γάτες.
Που μείναμε; Α, ναι αυτός ο άνθρωπος φαίνεται να έχει καλές προθέσεις. Αλλά με τους ανθρώπους ποτέ δε ξέρεις. Κρατάνε το ξύλο για να σου το ρίξουν να τους το φέρεις, μουρλαίνεσαι εσύ και τρέχεις κοντά τους και μετά σε ταράζουν στις κλωτσιές. Τς, τς, τς, ύπουλα ζώα οι άνθρωποι.
Όοοχι, δε με τουμπάρεις εμένα φίλε μου με τα αποξηραμένα λουκανικάκια που μου πετάς, αυτό που ρουφάνε απ’ τα φαγητά τη νοστιμιά τους να το ξέρετε είναι μεγάλη αμαρτία, είμαι παλιά καραβάνα εγώ άντε γεια και … ωχ!
Από δω τώρα στέκεται άλλος άνθρωπος. Μπρατσομένος αυτός, θεριό. Και ναι μεν το κρύβει το σχοινί αλλά εγώ το είδα, το μυρίστηκα. Κι ακόμα ένας άνθρωπος παρά πέρα. Γυναίκα αυτή, δαύτες τις ξεχωρίζω απ’ τη πιο γλυκιά, τη πιο λεπτή μυρουδιά τους.
Βρε τι έχω πάθει μεσημεριάτικα.
Άντε φύγε ρε σου λέω μην αρχίσω να σου γαυγίσω και πεθάνεις απ’ τη τρομάρα σου. Γιατί έχω ένα γαύγισμα εγώ, τι λέω, έχω ένα βρυχηθμό εγώ, αντιλαλούνε τα βουνά και πάρτα τώρα αφού είσαι έτσι.
Γαβ!
Γιατί γελάνε καλέ; Και τι πάει να πει χαριτωμένο; Χαριτωμένες λένε τις σιχαμένες τις γάτες. Ααα μη με συγκρίνεις μάτια μου και γιαχαραντάν παιδιά την κάνω. Ωχ, ωχ, ωχ, παρα τρίχα να μ’ άρπαξει εκείνος ο μπρατσομένος, το θεριό, αλλά εγώ ο μάγκας του ξέφυγα κι βρήκα τώρα αυτή τη σπηλιά και κρύφτηκα μέσα, να γλυτώσω λίγο απ’ τη βροχή που αρχίνησε να πέφτει με το τουλούμι. Όχι πως με πειράζει η βροχή. Τουναντίον τη λατρεύω τη βροχή, το νερό με συνεπαίρνει, κάθε φορά που βρέχει, κάτι μέσα μου φουντώνει, κάτι με κυριεύει και βγαίνω σούμπιτος και χορεύω, χορεύω στη βροχή. Έτσι είμαι εγώ, ρομαντικός.Τώρα όμως είμαι εξαντλημένος. Λίγο το κυνηγητό, λίγο που έχω να φάω κάτι μέρες και πήρε να βραδιάζει, θα την αράξω εδώ και μέχρι το πρωί, και η βροχή θα ΄χει φύγει και οι άνθρωποι. Γιατί έτσι ειν’ οι άνθρωποι. Βαριούνται. Σε βαριούνται.
Μα που να κλείσω μάτι μ’ όλο αυτό το βουητό. Που όλο και μουγκρίζει πιο δυνατά π’ ανάθεμα το, όλο και πλησιάζει. Καλέ; Από που έρχεται όλο αυτό το νερό; Ποτάμι κατέβηκε μέσα απ’ τη σπηλιά ξαφνικά και με άρπαξε και με παράσυρε έξω μαζί του. Πνίγομαι. Πνίγομαι.
Οι τρεις άνθρωποι ειν’ ακόμα εδώ. Περίεργο, δε φύγανε. Θεοσκότεινα είναι, αλλά βλέπω τα φανάρια τους και τους ακούω. Να ρίξει τη θηλιά φωνάζει ο ένας στον άλλο. Γρήγορα του φωνάζει. Θα πεθάνει.
Όχι δε θέλω να πεθάνω. Είναι ωραία η ζωή, μ’ αρέσει. Μ’ αρέσει να ξυπνάω το πρωί με τα κελαηδήματα των πουλιών μ’ αρέσει να κατουράω στους κορμούς των δέντρων, μ’ αρέσουν οι μυρουδιές των λουλουδιών, που όλα για μένα έχουν το ίδιο χρώμα, μ’ αρέσουν ως και οι ενοχλητικές οι μύγες που ζουζουνίζουν συνεχώς γύρω μου και καμιά φορά χάφτω καμία, γευστικότατη μεν πλην όμως απρόσεχτη.
Φίλε μου, φίλε μ’ ακούς; Σώσε με, σώσε με γιατί μ’ αρέσουν ακόμη και οι σιχαμένες οι γάτες.
Μπίγκο με λέγανε παλιά, απ’ το τσιπ που έχω στο σβέρκο το βρήκανε. Αλλά ο παλιός μου ιδιοκτήτης δε με θέλει πια, τους άκουσα να το λένε. Κι αποφάσισαν πως εκείνος ο μπρατσομένος, το θεριό, θα με πάρει σπίτι του, μαζί του για πάντα. Θα μ’ αγαπά για πάντα είπε, αυτό μου το ψιθύρισε εμένα προσωπικά στο αυτί έτσι όπως μου έσκασε ένα μεγάλο φιλί στο στόμα, αλλά εγώ έχω μάθει πάντα στη ζωή μου να κρατάω μικρό καλάθι. Είπαμε, άνθρωποι.Αν και τώρα που τον έχω ζήσει λιγουλάκι, καλούλης μου φαίνεται. Αυτός ο μπρατσωμένος, το θεριό, λιώνει κάθε φορά που με βλέπει και κάτι μου λέει μέσα μου βαθιά, εμένα το σκυλίσιο μου ένστικτο δε με γελάει ποτέ, είμαι μάγκας και περπατημένος εγώ, πως ειδικά αυτό το δίποδο δεν θα με απογοητεύσει ποτέ.
Άντε βρε, λέω να σ’ εμπιστευτώ. Αλλά πρόσεξε καλά κακομοίρη μου … δαγκώνω.
Συγγραφέας: Θουκής Θουκή - Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου