Πως βρέθηκες εγκλωβισμένη σε
εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο; Γυρίζεις τον χρόνο πίσω και στη σκέψη σου
φυλακίζεις τις στιγμές που διαμόρφωσαν το παρόν της πορείας σου. Και βρίσκεσαι,
για μια τελευταία φορά, στο σκιερό τοπίο της τρομαγμένης σου συνείδησης. Εκεί
τα λουλούδια δεν ανθίζουν στο λιβάδι της ελπίδας, ο ήλιος δεν ξεπροβάλλει στον
ορίζοντα της ψυχής, ο ουρανός δεν χαμογελάει στην τρομαγμένη καθημερινότητα και
τα νερά της θάλασσας σηκώνουν κύματα θυμωμένα που ταράζουν τον βυθό των καταπιεσμένων
συναισθημάτων.
Πως στ’ αλήθεια παγιδεύτηκες στο
υπόγειο του πιο ζωντανού σου εφιάλτη Αντιγόνη; Κοιτάζεις φευγαλέα το είδωλό σου
στον καθρέφτη. Είσαι πια 30 χρονών. Τα ξανθά σου μαλλιά φωτίζουν το πρόσωπό
σου, τα μπλε σου μάτια φυλακίζουν στη λάμψη τους τις εμπειρίες που στιγμάτισαν
το παρελθόν και διαμόρφωσαν το μέλλον. Και για λίγο γυρίζεις πίσω θέλοντας να
αναμετρηθείς με τη μακρινή και τόσο διαφορετική όψη του εαυτού σου…
Είσαι αδύναμη. Γυρεύεις μια
διέξοδο και με τη ματιά σου εκλιπαρείς τη σιδερένια πόρτα να ανοίξει, σπάζοντας
τη σιωπή της μοναξιάς σου. Αναζητάς το θαύμα θαρρώ… Η αναπνοή σου κοφτή, καθώς
η ένταση διαπερνά κάθε εκατοστό του κορμιού σου και σαν ατσαλένιος τοίχος
ορθώνεται μπροστά στην προοπτική της γαλήνης. Φοβάσαι, το ξέρω καλά… Η θαλπωρή
των παιδικών χρόνων καταρρέει σαν εκείνους τους πύργους στην άμμο που έχτιζες
μικρή παρέα με τον μπαμπά. Και οι εικόνες, σαν κομμάτια ενός πάζλ που αναζητάει
τη λύση, παρελαύνουν στην οθόνη του μυαλού σου. Μυρωδιές από σπιτικό φαγητό προκαλούν
την όσφρησή σου, σε τραβούν πίσω, σε ένα καταδικασμένο παιχνίδι με τον ανελέητο
χρόνο. Ο παππούς και η γιαγιά σε περιμένουν ακόμη στο γραφικό σπιτάκι του
καταπράσινου χωριού για να κατευνάσουν με τα τρυφερά τους χάδια τις καταιγίδες
της ψυχής σου, για να σου διηγηθούν παραμύθια που με τη ροζ γλύκα τους
διαπερνούν τη σφαίρα της φαντασίας και μονομαχούν με τον κυνισμό της
πραγματικότητας.
Και εσύ, κουλουριασμένη σε εκείνο
το πεισματικά ξεχασμένο στρώμα της παιδικότητάς σου, φοβάσαι να αντικρίσεις τον
κόσμο της ενηλικίωσης. Φαντάζει τόσο σκληρός και άδικος εξάλλου… Πλημμυρισμένος από λάθη, στιγματισμένος από
έρωτες που βουτήχτηκαν στη λάσπη της προδοσίας, από φιλίες που χόρεψαν στο
ρυθμό της λήθης, από επαγγελματικές ευκαιρίες που έμειναν ανεκμετάλλευτες, από
ρυτίδες που χαράχτηκαν στο πρόσωπο της ολόχρυσης νιότης.
Σηκώνεσαι από το κρεβάτι των
χιλιάδων δισταγμών και με αργό βηματισμό
πλησιάζεις την απροσπέλαστη πόρτα. Και ξαφνικά μια χαρούμενη μελωδία ηχεί στα
αυτιά σου. Τώρα πια το γνωρίζεις καλά Αντιγόνη. Το σκοτεινό δωμάτιο δεν υπήρξε
ποτέ. Ήταν οι ίδιοι σου οι φόβοι που σου στέρησαν το φως. Αλλά κάποια μέρα
ξυπνάς, τους κοιτάς στα μάτια και τους χαμογελάς περιπαιχτικά. Και τότε τα
θεόρατα τέρατα του εφιάλτη εξαφανίζονται, μετατρέπονται σε σκόνη, ο αέρας τα
παρασύρει, το σύμπαν τα εξοστρακίζει στο σπήλαιο όπου οι κακές μάγισσες με
αλυσίδες στα χέρια αδυνατούν να θέσουν σε εφαρμογή τα πανίσχυρα ξόρκια τους.
Και ανοίγεις την πόρτα για
να διαπιστώσεις ότι ένας κόσμος ολόκληρος σου γνέφει με νόημα, σε καλεί να τον
εξερευνήσεις, να τον κατακτήσεις, να τον αγαπήσεις. Δεν θα σου πω ψέματα. Ο
κόσμος αυτός κρύβει παγίδες, απατηλούς έρωτες, στριφνούς εργοδότες,
αμφιλεγόμενους φίλους. Ωστόσο, κάθε πρωί που ο ήλιος της ανεξαρτησίας
ξεπροβάλλει από το παράθυρο της ψυχής σου, εσύ χαμογελάς με αυτοπεποίθηση καθώς
πλέον γνωρίζεις ότι οι καλές νεράιδες συντροφεύουν αιωνίως τις καρδιές των
δυνατών ανθρώπων, ότι τα μάγια λύνονται ακριβώς τη στιγμή που παύεις να
πιστεύεις στην ύπαρξή τους, ότι οι άμαξες ακόμη και αν μετατραπούν σε
κολοκύθες, μπορούν να διασχίσουν και τις πιο δύσκολες διαδρομές με τα καύσιμα
του πάθους τους.
Και ο παππούς με τη γιαγιά σε
περιμένουν τελικά για πάντα σε εκείνο το γραφικό σπιτάκι του καταπράσινου
χωριού, έστω και αν τώρα πια ανταμώνετε μονάχα στα πολύχρωμα όνειρα σου…
Συγγραφέας: Κατερίνα Τσιτούρα - Φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου