Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

“Το αντι-καράβι που ταξίδεψε η ελπίδα” της Γεωργίας Σακκά Ντάουερ



Ο μπαμπάς δουλεύει σκληρά. Πολλές φορές κάνουμε μέρες να τον δούμε. Είναι καθαριστής τζαμιών. Είναι πολύ γενναίος, δεν φοβάται να δένεται με σκοινά και να καθαρίζει τα πιο ψηλά κτίρια.
 
Παλιά όταν ήμουν πιο μικρός δεν έβλεπα τον μπαμπά μου καθόλου, ήταν τότε που ζούσα με την μαμά μου και τον αδελφό μου τον Τζελάλ στο Χαλέπι. Όταν γυρίζει από την δουλεία συνήθως κοιμάμαι. Δεν με πειράζει όμως αρκεί που δεν βλέπω την μαμά μου να κλαίει μακριά του.

Ο μπαμπάς είχε φύγει από το Χαλέπι γιατί στη χώρα άρχισε πόλεμος και δεν ήθελε να πολεμήσει. Στη Συρία ήταν δάσκαλος και δεν ήθελε να γίνει νίντζα. Πριν φύγει είχε πει στην μαμά «εγώ δεν θέλω να σκοτώνω αμάχους και συνειδήσεις», δεν το κατάλαβα αλλά σίγουρα θα ήταν κάτι σοφό.  Περπάτησε πολύ, πάρα πολύ μέχρι να φτάσει σε μια χώρα που λέγεται Λίβανος, για να σωθεί και μετά να σώσει και εμάς. Τότε ήταν που δεν έβλεπα τον μπαμπά μου και έκλεγε συχνά η μαμά μου.

Δυστυχώς ήταν πολλά αυτά που ανάγκαζαν την μαμά μου να κλαίει, ο κίνδυνος για τη ζωή μας, η φασαρίες, ο πόλεμος και τα συντρίμμια του σπιτιού μας. Τότε μείναμε και χωρίς ρούχα αφού όλα ήταν μέσα στο σπίτι, εμένα δεν με πείραξε τόσο αυτό, όσο ότι χάθηκαν μαζί του τα βιβλία μου. Μέσα σε αυτά ήταν σίγουρα όλα τα σοφά λόγια που έλεγε ο μπαμπάς.

Δεν χάσαμε μόνο εμείς το σπίτι μας, αλλά πολλοί άνθρωποι, τόσοι που εάν ανεβαίναμε ο ένας πάνω στον άλλον σίγουρα θα φτάναμε μέχρι το φεγγάρι. Και το σχολείο μου γκρεμίστηκε, όμως η δασκάλα μου, μου είπε να μην κλαίω. Μου είπε επίσης πως θα βρει έναν τρόπο να φέρει όλα τα παιδιά πίσω στο σχολείο…Και τον βρήκε.

Το καινούργιο μου σχολείο ήταν μέσα σε ένα παλιό βομβαρδισμένο αλλά η κυρία Νουρ μάζεψε ότι είχε απομείνει, το καθάρισε και αρχίσαμε σύντομα τα μαθήματα. Είχαμε μόνο ένα βιβλίο αλλά δεν μας πείραζε γιατί «όλα τα σοφά λόγια ήταν μέσα του για όλους» έτσι έλεγε η κυρία. Κάθε φορά που ακουγόντουσαν βομβαρδισμοί για να καλύψουμε τον ήχο έβαζε μουσική η έβαζε εμάς να γίνουμε μουσικοί και τραγουδούσαμε τόσο δυνατά που δεν ακούγαμε τίποτα, τότε χαιρόταν η κυρία Νουρ.

Όσο περιμέναμε τον μπαμπά να μας σώσει, μας έσωσαν κάποιοι άλλοι άνθρωποι. Οι φιλάνθρωποι. Αμέσως κατάλαβα πως αυτοί ήταν φίλοι μας. Στην χώρα μου γινόταν εμφύλιος άρα δεν ήμασταν πια φίλοι μεταξύ μας. Μας έδωσαν στην αρχή φαγητό και κουβέρτες και έστησαν και τεράστιες σκηνές από πανιά. Ήμασταν αρκετά στριμωγμένοι όμως δεν είχαμε κανένα πρόβλημα γιατί δεν υπήρχε κανένα «εμ» ανάμεσα μας, ήμασταν όλοι φίλοι.

Μια μέρα συζήτησαν οι φιλάνθρωποι με την μαμά μου και επειδή ο μπαμπάς μου ήταν ήδη στο Λίβανο μας πήγαν κοντά του. Ούτε εκεί ήταν εύκολα, ήμασταν όμως και πάλι όλοι μαζί. Άκουσα ένα βραδύ τον μπαμπά να μιλάει σοφά  στη μαμά «έχουν κάθε δικαίωμα τα παιδιά μου να ζήσουν και θα αγωνιστώ για αυτό. Θα πάρουμε το καράβι και θα περάσουμε στην Ευρώπη. Ο κόσμος βλέπει, ακούει, νιώθει, θα μας δεχτούν» εκείνη πάλι έκλεγε. Εγώ της είπα να μην κλαίει γιατί υπάρχουν φιλάνθρωποι στην Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο. Τότε θυμάμαι το πιο γλυκό χάδι από εκείνον και μια τόσο ζεστή αγκαλιά, σαν την ελπίδα. και τα λόγια του θυμάμαι «στην χώρα που θα πάμε όλα θα είναι καλύτερα, με πολιτισμό και σεβασμό στα δικαιώματα των ανθρώπων». Εκείνη τη στιγμή τα μάτια του Τζελάλ άρχισαν να κλαίνε, γιατί ο Τζελάλ δεν ήθελε να γίνει νίντζα, ήθελε να γίνει δημοσιογράφος, εγώ δεν ξέρω ακόμα τι θέλω να γίνω, ξέρω όμως ότι ούτε εγώ θέλω να γίνω νίντζα.

«Τότε ήταν που έκανε το λάθος μάλλον ο μπαμπάς, και μπήκαμε στο αντικαράβι. Ενώ όλοι περιμέναμε να πάμε στη χώρα που ζουν οι φιλάνθρωποι πήγαμε σε μια χώρα που οι άνθρωποι είναι σκληροί μαζί μας και όλοι μας στραβοκοιτάζουν», απάντησε ο Ναουφάλ στον δάσκαλο, του νέου του σχολείου όταν τον ρώτησε τι ψάχνει στον τεράστιο παγκόσμιο χάρτη που κρεμόταν στη τάξη του, και συνέχισε «Σίγουρα θα βρω τη χώρα που ζουν οι φιλάνθρωποι και αν δεν υπάρχει θα τη φτιάξω».


 Συγγραφέας: Γεωργία Σακκά Ντάουερ - Φοιτήτρια Tabula Rasa
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου