Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

"Σαν διήγημα" της Αναστασίας Σημαντήρα

Ο πεντάχρονος Γιωργάκης χτύπησε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της μητέρας του. Δεν έλαβε καμία απάντηση. Χτύπησε πιο δυνατά. Τίποτα. Άρχισε να φωνάζει: "μαμά". Δεν απάντησε κανείς. Δυνάμωσε τη φωνή του, μα πάλι τίποτα. Τότε άνοιξε την πόρτα απότομα και είδε την μητέρα του να κοιμάται. Ήταν τόσο όμορφη και γαλήνια... σαν να την σκέπαζε ένα πέπλο απόλυτης ηρεμίας και χαλάρωσης.

Την σκούντησε αλλά εκείνη δεν αποκρίθηκε. Τη σκούντησε ξανά πιο δυνατά φωνάζοντάς την, αλλά μάταια. Ανέβηκε στο κρεβάτι και άρχισε να χοροπηδάει πάνω της. Τραβώντας την από το χέρι της ζητούσε να πάνε να παίξουνε στις κούνιες. Εκείνη όμως δε σάλεψε καθόλου. Ο Γιωργάκης τότε άρχισε να την τραβολογά πιο έντονα, λέγοντάς της ότι δεν του άρεσε αυτό το παιχνίδι που έπαιζε μόνη της... Το βαρέθηκε και ήθελε να σηκωθεί ΤΩΡΑ και να πάνε στις κούνιες. Τώρα.
Καμία αντίδραση.

Απογοητευμένος έφυγε από το δωμάτιο και πήγε να βρει τον παππού του. Του παραπονέθηκε, ψευτοκλαίγοντας, πως η μαμά δεν τον πήγαινε στις κούνιες και ότι προτιμούσε να παίζει ένα ηλίθιο παιχνίδι μόνη της όπου δεν κινούταν και δεν μιλούσε καθόλου.

Ο παππούς ανήσυχος πήγε στην κρεβατοκάμαρα να δει τι συμβαίνει. 

Ανοίγοντας την πόρτα, αντίκρισε την κόρη του νεκρή. Την πλησίασε να πιάσει το σφυγμό της, να ελέγξει αν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας αν καλούσε άμεσα ασθενοφόρο αλλά μάταια. Η θερμοκρασία του άψυχου σώματός της, πρόδιδε πως ήταν ήδη πια αργά.

Ο Γιωργάκης, εντωμεταξύ, δεν έπαψε να φωνάζει στον παππού του να του εξηγήσει γιατί η μαμά του δεν έπαιζε πια μαζί του. Αναρωτιόταν μήπως ήταν θυμωμένη ακόμα μαζί του από προχθές που της έσπασε το αγαπημένο της βάζο, μα δεν το ήθελε. Έγινε κατά λάθος.

Ο παππούς, προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του, ξεκίνησε να εξηγήσει στον Γιωργάκη ότι η μαμά του δε θα μπορούσε να ξαναπαίξει πια μαζί του. Έκατσε ήρεμα στην άκρη του κρεβατιού της κόρης του και παλεύοντας να κρατήσει τα δάκρυά του, ζήτησε από τον Γιωργάκη να χωθεί στην αγκαλιά του για να του μιλήσει. Ο Γιωργάκης, παραμερίζοντας για λίγο το θυμό του, συμφώνησε. Ωστόσο, τόνισε στον παππού του "απειλητικά" πως δεν θα ξεχνούσε τις κούνιες που περίμενε να τον πάει η μαμά του μόλις σηκωνόταν. Ένα ασυγκράτητο δάκρυ ξέφυγε από το δεξί μάτι του παππού, κυλώντας στο μάγουλο του - δεν πρόλαβε να το κρατήσει.

"Γιωργάκη μου", είπε, "η μανούλα πήγε ένα μεγάλο ταξίδι από το οποίο δεν πρόκειται να επιστρέψει ξανά. Εδώ άφησε μόνο το σώμα της, το οποίο θα κηδεύσουμε, δηλαδή θα το θάψουμε στο χώμα, με μια όμορφη τελατή όπως της αρμόζει...".
"Λες ψέματα!", τον διέκοψε ο Γιωργάκης, "Δε θέλεις να μου πεις πως είμαι ακόμη θυμωμένη μαζί μου για αυτό το βρωμοβάζο!".
"Σου εγγυώμαι πως η μαμά δεν είναι θυμωμένη μαζί σου", συνέχισε ήρεμα ο παππούς. "Και δυστυχώς, δε σου λέω ψέματα", κόμπιασε για λίγο. "Η μαμά σε αγαπούσε πάρα πολύ και θα σε αγαπάει πάντα. Από εδώ και πέρα, θα στέκει ως φύλακας άγγελος όποτε τη χρειάζεσαι. Θα ξέρεις πως σε ακούει και είναι δίπλα σου για να σε προστατεύει, ακόμα κι αν εσύ δεν την βλέπεις".

Ο Γιωργάκης ανήμπορός να δεχτεί αυτά που άκουγε από τον παππού του, άρχισε να κλαίει και να φωνάζει ότι του έλεγε ψέματα. Τον χτύπησε με τις γροθίτσες του και θυμωμένος πήγε και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Έσυρε πίσω από την πόρτα μια καρέκλα και ότι άλλο βαρύ αντικείμενο μπορούσε να μετακινήσει και φώναξε με όση δύναμη είχε: "Είστε όλοι ψεύτες και κακοί μαζί μου σήμερα και δεν μου λέτε το γιατί! Ψεύτες! Το ακούτε; Ψεύτες και κακοί!". Ξέσπασε σε κλάματα με αναφιλητά.
 
Ο Μορφέας τον επισκέφτηκε σύντομα, φιλοξενώντας τον στην αγκαλιά του για να απαλύνει τον πόνο του, να τον ξεκουράσει από το κλάμα και να τον παρασύρει σε ένα βαθύ ύπνο. Δίχως όνειρα.

 Συγγραφέας: Αναστασία Σημαντήρα - Καθηγήτρια Tabula Rasa



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου