Η Σοφία δεν μπορούσε να του
δώσει το τελευταίο κομμάτι της πίτας. Ο Απόστολος την περίμενε στο σαλόνι, αραχτός
στον καναπέ ως συνήθως. Λίγο πριν είχε προηγηθεί ένας τρικούβερτος καβγάς με
τον Απόστολο να τσιρίζει και να απειλεί για πολλοστή φορά ότι θα τη σκοτώσει. Στεκόταν
αποσβολωμένη πάνω από το ταψί, χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Τρελές σκέψεις
γύριζαν στο μυαλό της τελευταία. Δεν άντεχε άλλο. Ο γάμος της είχε καταντήσει
εφιάλτης. Για όλα έφταιγε ο διαταραγμένος ψυχικός κόσμος του Απόστολου. Αλλά
και η δική της αναποφασιστικότητα. Χρόνια
τώρα ένιωθε παραμελημένη.
Ο Απόστολος ξημεροβραδιαζόταν στη δουλειά και τις ελάχιστες ώρες που βρισκόταν σπίτι, η μοναδική του κοντινή παρέα ήταν ένα μπουκάλι βότκα. Κι όταν η ίδια τόλμησε να του ανακοινώσει ότι θα ξαναγυρίσει στη Λυρική ως αοιδός, τον είδε να παθαίνει την πρώτη κρίση ζήλειας. Του ήταν αδιανόητο να είναι η Σοφία κάτι άλλο εκτός από το απόκτημα του. Από τη ζωντανή του κούκλα που περιέφερε με περηφάνια στους φίλους του, αλλά μετά άφηνε μόνη στο σπίτι για να ασχοληθεί με τις νεότερες ερωμένες του. Η Σοφία μαράζωνε μέρα με τη μέρα. Ένιωθε ότι είχε χάσει κάθε ικμάδα, κάθε χαρά από μέσα της. Έδινε χρόνια τώρα μια άνιση μάχη να δικαιολογήσει και να συγχωρέσει τον Απόστολο. Σκεφτόταν την ορφάνια του από μικρό παιδί, το μεγάλωμα του σε ορφανοτροφεία, την εμπλοκή του μετά με τον υπόκοσμο. Κι ένιωθε υπερήφανη με τον εαυτό της που ήταν αυτή η αιτία να τον σώσει. Τότε όμως ο Απόστολος ήταν ένας γλυκός, ανασφαλής νεαρός άντρας, που το έπαιζε σκληρός για να επιβιώσει. Ή τουλάχιστον αυτό ήθελε η Σοφία να πιστεύει. Γιατί με το που παντρεύτηκαν, άρχισαν οι περιορισμοί. Στην αρχή νόμιζε ότι αυτό ήταν ενδιαφέρον για την ίδια και το παιδί που κυοφορούσε. Μετά κατάλαβε ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Και για διαζύγιο ούτε λόγος βέβαια. Θα τη σκότωνε και θα την εξαφάνιζε, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Ζούσε έναν εφιάλτη, μόνο που ήταν ξύπνια.
Ο Απόστολος ξημεροβραδιαζόταν στη δουλειά και τις ελάχιστες ώρες που βρισκόταν σπίτι, η μοναδική του κοντινή παρέα ήταν ένα μπουκάλι βότκα. Κι όταν η ίδια τόλμησε να του ανακοινώσει ότι θα ξαναγυρίσει στη Λυρική ως αοιδός, τον είδε να παθαίνει την πρώτη κρίση ζήλειας. Του ήταν αδιανόητο να είναι η Σοφία κάτι άλλο εκτός από το απόκτημα του. Από τη ζωντανή του κούκλα που περιέφερε με περηφάνια στους φίλους του, αλλά μετά άφηνε μόνη στο σπίτι για να ασχοληθεί με τις νεότερες ερωμένες του. Η Σοφία μαράζωνε μέρα με τη μέρα. Ένιωθε ότι είχε χάσει κάθε ικμάδα, κάθε χαρά από μέσα της. Έδινε χρόνια τώρα μια άνιση μάχη να δικαιολογήσει και να συγχωρέσει τον Απόστολο. Σκεφτόταν την ορφάνια του από μικρό παιδί, το μεγάλωμα του σε ορφανοτροφεία, την εμπλοκή του μετά με τον υπόκοσμο. Κι ένιωθε υπερήφανη με τον εαυτό της που ήταν αυτή η αιτία να τον σώσει. Τότε όμως ο Απόστολος ήταν ένας γλυκός, ανασφαλής νεαρός άντρας, που το έπαιζε σκληρός για να επιβιώσει. Ή τουλάχιστον αυτό ήθελε η Σοφία να πιστεύει. Γιατί με το που παντρεύτηκαν, άρχισαν οι περιορισμοί. Στην αρχή νόμιζε ότι αυτό ήταν ενδιαφέρον για την ίδια και το παιδί που κυοφορούσε. Μετά κατάλαβε ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Και για διαζύγιο ούτε λόγος βέβαια. Θα τη σκότωνε και θα την εξαφάνιζε, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Ζούσε έναν εφιάλτη, μόνο που ήταν ξύπνια.
Έτσι άρχισε να μελετά τη
βοτανολογία. Ήξερε πως εκεί θα έβρισκε τη λύση. Ξεκίνησε κάποια μαθήματα, αφού
έβαλε όλη τη γυναικεία της τέχνη να πείσει τον Απόστολο. Αυτός της το επέτρεψε
αφού τα μαθήματα μπορούσαν να γίνουν και μέσω internet. Οι γνώσεις της αυξάνονταν
μέρα με τη μέρα και το σχέδιο της αποκτούσε μέσα της σάρκα και οστά. Στη
μονοκατοικία που έμεναν, ζήτησε από τον κηπουρό να της βάλει πικροδάφνες με τη
δικαιολογία να μην τους βλέπουν οι γείτονες. Λέγοντας το στον Απόστολο, αυτός
κατένευσε με αδιαφορία. Αυτή χαμογέλασε από μέσα της κι άρχισε να νιώθει μια
πρωτόγνωρη χαρά να σχηματίζεται μέσα της για πρώτη φορά μετά από χρόνια.
Οι μήνες περνούσαν και ο
αλκοολισμός του Απόστολου χειροτέρευε. Γυρνούσε τις μικρές ώρες της νύχτας με
το χνώτο του να μυρίζει τσιγάρο, ποτό και γυναικείο πατσουλί. Κι όταν αυτός
χρησιμοποιούσε το κορμί της για μια ακόμα ζωώδη εκτόνωση, η Σοφία έσφιγγε τα
δόντια και έκλεινε τα μάτια μέχρι ο
Απόστολος να αποκοιμιόταν. Η ώρα της έφθανε και αυτό ήταν το μόνο που της έδινε
δύναμη.
Κάθε μέρα έβγαινε στον κήπο κι
έβλεπε τις πικροδάφνες της να μεγαλώνουν. Πολλές φορές χάιδευε τα φύλλα τους με
αγάπη. Ήξερε ότι ήταν οι μόνοι σύμμαχοι
της, οι μόνοι βοηθοί της. Τόσο αθώοι
φαινομενικά, αλλά και τόσο τοξικοί. Αρκεί να έβραζε λίγα από αυτά τα φυλλαράκια
και να έβαζε το ζουμί τους στην αγαπημένη πίτα του Απόστολου. Και τότε το
ευλογημένο τέλος θα ερχόταν.
Έτσι εκείνη τη μέρα στεκόταν
πάνω από το ταψί μετά από ένα ακόμα επεισόδιο τρόμου να έχει στιγματίσει την
ψυχή της. Ένιωθε ένα μέρος του εαυτού της να μην μπορεί να του δώσει το
τελευταίο κομμάτι της γλυκιάς πίτας. Ένα άλλο ωστόσο, σκοτεινό και αποφασισμένο,
της θύμιζε συνέχεια τι έχει περάσει όλα αυτά τα χρόνια. Είχε έρθει λοιπόν η
ώρα. Έβγαλε από το ντουλάπι του νεροχύτη το βαζάκι με το βρασμένο υγρό. Το
ανακάτεψε με το σιρόπι που είχε φτιάξει και περιέλουσε το αγαπημένο γλυκό του
Απόστολου. Τουλάχιστον ας ήταν γλυκός ο θάνατος του…
«Έρχομαι αγάπη», του φώναξε
μέσα από την κουζίνα, χωρίς να έχει αντιληφθεί πόση ώρα έχει περάσει με αυτήν βυθισμένη
στους ρεμβασμούς της.
Η αθλητική εκπομπή είχε
τελειώσει προ πολλού και ο Απόστολος φαινόταν κοιμισμένος στον καναπέ.
«Αγάπη το γλυκό σου. Μην το
στερηθείς γιατί θα μπαγιατέψει», του είπε όσο μπορούσε πιο γλυκά. Τον ακούμπησε
στον ώμο να ξυπνήσει. Τίποτα. Άρχισε να τον ταρακουνάει. Αλλά ο Απόστολος είχε
πλέον αποκοιμηθεί οριστικά. Τον είχε
προδώσει η καρδιά του. Η Σοφία καθόταν
αποσβολωμένη μην μπορώντας να πιστέψει στην τύχη της. Ταυτόχρονα όμως μια θλίψη
την κατέβαλλε. Η θλίψη μιας ματαιωμένης χαράς που η ίδια δεν θα γευτεί ποτέ
γιατί την πρόλαβε το Πεπρωμένο. Σηκώθηκε
από δίπλα του και με σταθερά βήματα, κατευθύνθηκε προς το τηλέφωνο. Όταν το
γραφείο τελετών απάντησε, προσπάθησε να κάνει τη φωνή της όσο πιο θλιμμένη
μπορούσε…
Συγγραφέας: Ευαγγελία Πέτρογλου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου